Test1: Difference between revisions

9,991 bytes added ,  11 months ago
No edit summary
Line 140:
Ἡ θεσμική ἐφαρμογή προσπάθησε νά εἶναι μία θεωρία ὑπέρ τῆς κοινωνίας. Πέρα ὅμως ἀπό τήν σχετικότητα τῆς προστασίας τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων, κρίνεται ἐδῶ σκόπιμο -καί ὡς μία συνολική ἀποτίμηση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς- νά παρατεθεῖ ἕνα ἐκτετεμένο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀρ. Μάνεση -ὅσον ἀφορᾶ τό ζήτημα τῆς πολιτικῆς ἄσκησης τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων- κατά τόν ὁποῖο τά προβλεπόμενα στό Σ 25 «δέν ἀρκοῦν γιά νά προσδώσουν νέο περιεχόμενο στίς ἀτομικές ἐλευθερίες καί νά τίς μεταβάλουν ἀπό ἀνταγωνιστικές ἐλευθερίες, δηλαδή ἐλευθερίες ἀπό τήν πολιτική κοινωνία, ἀσκούμενες γιά ἐπιδίωξη ἰδιωτικῶν συμφερόντων, σέ ἐλευθερίες ἐξυπηρετικές τοῦ "κοινοῦ συμφέροντος", πραγματοποιούμενες μέσα στήν πολιτική κοινωνία καί μέσῳ αὐτῆς.
 
Μία τέτοια ἀντίληψη θά ἦταν ἀβάσιμη, ἀλλά καί παραπλανητική. Οἱ σχετικές διατάξεις τοῦ ἄρθρου 25 Συντ. ἔχουν ἔκδηλο ἰδεολογικό χαρακτήρα: φαίνεται νά ἀγνοοῦν ὅτι ἡ κοινωνικοποίηση τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν προηγούμενη κοινωνικοποίηση τῶν συμφερόντων, ἡ ὁποία εἶναι, μέ τήν σειρά της, ἀδύνατη μέσα στά πλαίσια τῆς σημερινῆς ταξικά δομημένης κοινωνίας. Καί τό οὐσιαστικό ξεπέρασμα τῆς ἀντίθεσης μεταξύ κράτους (=πολιτικῆς κοινωνίας) καί (ἰδιωτικῆς) κοινωνίας, δέν πραγματοποιεῖται μέ τήν διατύπωση ὁρισμένων μεγαλόστομων διατάξεων τοῦ Συντάγματος –πού περιβάλλουν, σάν νά θέλουν νά ἐξωραΐσουν, τήν διάταξη τῆς παρ. 3 τοῦ ἄρθρου 25- ἀλλά προϋποθέτει, ἀναγκαία, ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό»87.<ref>Μάνεσης, 1979, 85-86. Οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ Μάνεση. Ἐδῶ τίθεται καί τό ζήτημα τοῦ κτητικοῦ ἀτομικισμοῦ: ὅσο ἡ δομή τοῦ κάθε δικαιώματος εἶναι ἡ θεωρητική ἀποτύπωση τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας, ὅσο «τό δικαίωμα τῶν ἀνθρώπων στήν ἐλευθερία δέν βασίζεται στήν σχέση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο ἀλλά μᾶλλον στόν χωρισμό ἀνθρώπου ἀπό ἄνθρωπο» (Marx1, σελ. 76), ἡ κοινωνικοποίηση τῶν συμφερόντων δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ καί ἡ ἐλευθερία τῶν ἄλλων θά εἶναι ὅριο ἀλλά ποτέ ὅρος τῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός καί ὅλων, πρβλ. καί Μάνεση, 1979, σελ. 64, καί Duverger, σελ. 155. Οὕτως ἤ ἄλλως, ἡ ἔννοια τοῦ ἀτόμου ἔχει ἐμποτίσει κάθε πτυχή του νομικοῦ βίου καί ἡ παραγνώριση αὐτοῦ τοῦ δεδομένου ὁδηγεῖ σέ ἀντιφάσεις, βλ. παραπάνω ὑποσημ. 82.</ref>
 
===Θετική ἐξέταση τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας===
Κάθε θετική θεωρία τοῦ δικαίου πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν δυναμική λειτουργία τοῦ γράμματος τοῦ νόμου ἐντός τῆς πραγματωμένης ἔννομης τάξης. Πρέπει, λοιπόν, ἀμέσως νά ἐξετάσουμε τίς ἔννοιες τῆς τριτενέργειας καί τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. γ’, τά συνταγματικά δικαιώματα ἰσχύουν καί στίς σχέσεις μεταξύ ἰδιωτῶν στίς ὁποῖες προσιδιάζουν. Τό ἐδάφιο αὐτό προκαλεῖ ἀπορία ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ «προσιδιάζειν». Ἡ ἰδιωτική ἐξουσίαση ὡς causa τῆς τριτενέργειας τῶν δικαιωμάτων μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀνεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ἐκκινώντας ἀπό ἕναν πολύ ἐμπειρικό ὁρισμό τῆς ἐξουσίας, ὅπως ὅτι «ἐξουσία ἀσκεῖται ὅταν ὁ Α βάζει τόν Β νά κάνει κάτι πού ὁ Β δέν θά ἔκανε ἀπό μόνος του»88,<ref>Heywood, σελ. 32.</ref> ὁδηγούμαστε στό συμπέρασμα ὅτι πάρα πολλές κοινωνικές σχέσεις εἶναι πράξεις ἰδιωτικῆς ἐξουσίασης. Ὅμως, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, καταλήγουμε στήν φορμαλιστικά σχηματοποιημένη ταύτιση τοῦ ἀμυνομένου καί ἐξουσιαζομένου ἀφ’ ἑνός, καί ἐπιτιθέμενου καί ἐξουσιαστῆ ἀφ’ ἑτέρου. Καί ἄν ἡ ἄρνηση μιᾶς τέτοιας θέσης ἄγεται σέ ἀνακρίβειες89ἀνακρίβειες,<ref>Βλ. Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 222, ὅπου ὑποστηρίζεται ὅτι δέν ὑφίστανται νομικές συγκρούσεις στήν σύγχρονη ἔννομη τάξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, «στήν ὁποία ὁ συντακτικός νομοθέτης ρυθμίζει τά νομικά μορφώματα κατά τρόπο ἁρμονικό», ἐνῶ «ἀναγνωρίζεται μόνο ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου στό ἄτομό του (αὐτεξουσία, αὐτοπροσδιορισμός) ὄχι ὅμως καί ἡ ἐξουσία τοῦ ἀτόμου πάνω σέ ἄλλα ἄτομα», καί προστίθεται ἀκόμη ὅτι «ἡ ἐξουσία πάνω σέ πράγματα δέν ἐπιτρέπεται νά ὁδηγεῖ στήν κυριαρχία πάνω σέ ἄλλους ἀνθρώπους».</ref> ἡ ἀποδοχή της καταλήγει σέ μία παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας, ὅπου ὁ συγκεκριμένος φορέας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος περιορίζεται χάριν τῶν ὅποιων δικαιωμάτων τῶν τρίτων, φορέων ἴσως ἰδιωτικῆς ἐξουσίας90ἐξουσίας.<ref>Βλ. Μάνεση, 1979, 53-54. Ἔτσι, δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ συνδικαλιστική δράση ὡς ἐξουσίαση τοῦ ἐργοδότη ἀπό τόν έργαζόμενο, «διότι ὁποιαδήποτε δύναμη κι ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι διαθέτει ἀπέναντι στούς ἐργοδότες, οὔτε τούς ἐκμεταλλεύεται οὔτε τούς ἐξουσιάζει».</ref>
 
Ἡ ὁμοιότητα (τό «προσιδιάζειν») σημαίνει ὅτι, στά πλαίσια μίας ἰδιωτικῆς σχέσης, τό ἕνα μέρος παρουσιάζει κοινά γνωρίσματα μέ τό κράτος καί τό ἄλλο μέρος ἔχει δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις πρός τό πρῶτο μέρος πού ἐμφανίζουν κοινά στοιχεῖα μέ ὅ,τι συνεπάγεται γιά ἕνα ἄτομο ἡ σύνδεση μέ ἕνα κράτος. Κατ’ ἐξοχήν ἀντίστοιχος μέ τό κράτος χῶρος εἶναι τό ἐργοστάσιο: μία κλειστή ἰδιόκτητη χώρα ἐντός τῆς ὁποίας ἕνας λαός ἐργατῶν τίθεται ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός ἡγεμόνα, δηλαδή τά διευθυντικά δικαιώματα τοῦ ἐργοδότη. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἐμπνευστής τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας Hans Carl Nipperdey91Nipperdey<ref>Τό 1933, οἱ ἐθνικοσοσιαλιστές ἀπεκάθαραν τίς νομικές σχολές, δίδοντας ὤθηση σἐ μία νέα γενιά νομικῶν πού κράτησαν τίς θέσεις μέχρι καί τήν δεκαετία τοῦ ’60. «Ὁ Hans Carl Nipperdey, ὁ Ulrich Scheuner, ὁ Hans-Peter Ipsen, καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πού εἶχαν συμμετάσχει στήν διαμόρφωση τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ νομικοῦ συστήματος ἐπέστρεψαν στίς ἕδρες τους καί συνέχισαν νά κυριαρχοῦν στήν γερμανική νομική σκέψη τό ’50, ὅπως ἀκριβῶς τό εἶχαν πράξει στίς δεκαετίες τοῦ ’30 καί τοῦ ’40. Τά σχόλιά τους σέ νόμους συνέχισαν νά ἐμφανίζονται, σάν τίποτε νά μήν εἶχε συμβεῖ, σέ νέες ἐκδόσεις μέ τήν ἐπιμέλεια τῶν παλαιῶν συγγραφέων» (Specter, σελ. 47). Μετά τήν λήξη τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Nipperdey μεταπήδησε γρήγορα στόν Ordoliberalismus (γνωστό τό πόνημά του Soziale Marktwirtschaft und Grundgesetz, Heymann, Köln, 1961), τόν γερμανικό νεοφιλελευθερισμό, ἐπίσημο δόγμα τῆς Angela Merkel, βλ. λῆμμα Nipperdey, Hans Carl σέ Hasse et al.. Ἡ μεταστροφή δέν εἶναι ὅσο μεγάλη φαίνεται: ἀλήθεια, ὁ ναζιστικός ὁλοκληρωτισμός πού ἐπεδίωκε τήν συμφιλίωση τῶν τάξεων, δηλαδή τήν ἐπιβίωση τοῦ καπιταλισμοῦ, πόσο διαφέρει ὡς σχῆμα ἀπό τό –κατά τόν A. Rüstow- σύνθημα τοῦ Ordoliberalismus: «Ἐλεύθερη Οἰκονομία-Ἰσχυρό Κράτος» (Friedrich, σελ. 512).</ref> ἦταν ἕνας ἀπό τούς διαμορφωτές τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ δικαίου στήν Γερμανία καί σχολιαστής τοῦ περίφημου Νόμου γιά τήν Ὀργάνωση τῆς Ἐθνικῆς Ἐργασίας τοῦ 1934 (Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit)92.<ref>Alfred Hueck/Hans Karl Nipperdey/Rolf Dietz, Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit, Kommentar, München und Berlin, 1934. Ὁ νόμος αὐτός κατήργησε τά συνδικάτα καί καθόρισε τούς χώρους ἐργασίας ὡς ἐργοστασιακές κοινότητες (Betriebsgemeinschaft), διευθυνόμενες ἀπό τόν ἔργοδότη ὡς ἀρχηγό (Führer). Ὁ ἀρχηγός περιβαλλόταν ἀπό ἕνα συμβουλευτικό σῶμα (Vertrauensrat), ἐκλεγμένο ἀπό τούς ἐργαζομένους καί ἀποδεκτό ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, μέ ἔργο του τήν αὔξηση τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ἐντός τῆς ἐργοστασιακῆς κοινότητας. Οἱ ἐργαζόμενοι ὄφειλαν πίστη καί ὑποταγή στόν ἀρχηγό καί ἐκεῖνος ὄφειλε νά φροντίζει γιά τήν εὐζωΐα τους (Fürsorgepflicht). Βλ. Welch, σελ. 220 ἑπ. καί Finikin, σελ. 621 καί τήν ἐκεῖ παρατιθέμενη βιβλιογραφία.</ref> Ἡ γενική ποιοτική ἀντιστοιχία κράτους-ἐργοστασίου μπορεῖ νά ἐξειδικευτεῖ καί στήν σύνδεση συγκεκριμένης κρατικῆς ὑπηρεσίας μέ μία ἀντίστοιχη ἰδιωτική. Ἔτσι, π.χ. κανόνες πού ἀφοροῦν τήν παροχή ὑπηρεσιῶν σέ ἕνα κρατικό νοσοκομεῖο μποροῦν νά ἰσχύσουν καί γιά μία ἰδιωτική κλινική.
 
Ἄς περάσουμε στό θέμα τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. δ’, ἡ ἀναλογικότητα ἀναφέρεται στόν περιορισμό τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἀπό τήν κρατική ἐξουσία. Χρήσιμη μεθοδολογικά εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Ε. Μπέη περί διάκρισης μεταξύ διμεροῦς καί τριμεροῦς ἀναλογικότητας. Διμερής ἀναλογικότητα ὑφίσταται στίς σχέσεις κράτους καί ἰδιώτη, δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ συμφέροντος. Ἀντίθετα, ἡ τριμερής ἀναλογικότητα προϋποθέτει «δύο ἰδιῶτες, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας ἀσκεῖ τό ἀτομικό του δικαίωμα εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, καί ἕνα φορέα δημόσιας ἐξουσίας. Παράλληλα, στό παραπάνω σχῆμα προσώπων ἀντιστοιχεῖ τό ἀκόλουθο σχῆμα ἔννομων σχέσεων: Ἀξίωση τοῦ Α ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά μήν ἐπέμβει στό ἀτομικό του δικαίωμα, ἀξίωση τοῦ Β ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά προστατεύσει τό θιγόμενο ἀτομικό του δικαίωμα ἀπό τήν δράση τοῦ Α καί ὑποχρέωση τοῦ δημοσίου νά ὁριοθετήσει τά συγκρουόμενα ἀτομικά δικαιώματα»93.<ref>Μπέης, κεφ. 4.2.</ref> Ἡ ἄποψη αὐτή ἐξηγεῖ ἐπαρκῶς τήν λειτουργία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων94δικαιωμάτων,<ref>Ὁ Μπέης, στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου του, ἀναφέρει τό ἐξῆς παράδειγμα: «Προκειμένου ἡ Νομαρχία Α νά ἐκδώσει ἄδεια λειτουργίας σέ ἕνα πλυντήριο αὐτοκινήτων πού στεγάζεται σέ πολυκατοικία, προβαίνει σέ ἠχομέτρηση τοῦ προκαλούμενου θορύβου, γιά νά διαπιστώσει ἄν ἡ ἔνταση τοῦ θορύβου ξεπερνᾶ τά κατά τό ἄρθρο 19 περίπτωση α) Π.Δ. 455/1976 προβλεπόμενα ὅρια τῶν 70 dB. Ἡ ἔκδοση συνοδεύεται ὑπό τόν ὅρο τῆς τοποθέτησης ἠχοπετάσματος στήν εἴσοδο τοῦ πλυντηρίου καί ἐπιφέρει τίς διαμαρτυρίες τῶν γειτόνων πού φοβοῦνται ὑπέρμετρη ἐπιβάρυνση τοῦ δικαιώματός τους γιά σωματική καί ψυχική ἀκεραιότητα κατά τό ἄρθρο 7 § 1 Σ ἀπό τήν "νόμιμη" ἠχορύπανση. Ἀντίθετα, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πλυντηρίου θεωρεῖ ὅτι ὁ ὅρος τῆς τοποθέτησης ἠχοπετάσματος περιορίζει ὑπέρμετρα τήν ἄσκηση τῆς σχεδιαζόμενης ἐπαγγελματικῆς του δραστηριότητας, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 22 § 1 Σ».</ref> ἐν τούτοις μόνον ὅσο αὐτά ἀφοροῦν τήν ἐλεύθερη ἰδιωτική δράση σχετικά ἴσων ἀτόμων, δηλαδή δέν λαμβάνουν ταξική καί πολιτική χροιά. Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ἀπολιτική ἄσκηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων δέν θίγεται, συνήθως, ἀπό τήν κρατική ἐξουσία -καί μάλιστα οὔτε ἀπό τά δικτατορικά καθεστῶτα»95,<ref>Κασιμάτης, σελ. 161.</ref> ἀλλά, σέ κάθε περίπτωση, τό περιεχόμενο τῶν ἀπολίτικων ἀτομικῶν δικαιωμάτων ρυθμίζεται ἀπό συγκεκριμένους νόμους, ἰσχύοντες καί δίχως τήν διακήρυξη δικαιωμάτων, ἐπειδή τό κράτος ὤφελεῖται ἀπό τήν ἐξομάλυνση τῶν μικροεντάσεων μεταξύ τῶν πολιτῶν, ἰδεολογικά ἐπιβεβαιουμένου κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τοῦ ρόλου του ὡς φύλακα τοῦ κοινωνικοῦ συμβολαίου.
 
Τί συμβαίνει ὅμως ὅταν πρόκειται γιά τήν πολιτική ἄσκηση ἀτομικῶν δικαιωμάτων ἤ γιά τά λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα; Ἡ ἐμπειρία δεικνύει ὅτι ἡ νομική προστασία αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων εἶναι ἀνύπαρκτη ἤ, πάντως, ὑπό αἵρεση. Τά κοινωνικά δικαιώματα (ὑπό τήν μορφή κρατικῶν παροχῶν) κατοχυρώνονται μέν στό Σύνταγμα, ἀλλά δέν θεμελιώνουν ἀγώγιμη ἀξίωση γιά τήν ἀπόλαυσή τους, «μία ἰδιορρυθμία πού καθιστᾶ ἀμφίβολη, μερικές φορές, τήν ἰδιότητά τους ὡς κατά κυριολεξία δικαιωμάτων»96,<ref>Μάνεσης, 1979, σελ. 22.</ref> ἐνῶ ἕνα τυπικό δικαίωμα τοῦ κλασσικοῦ καταλόγου, τό δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι, ἀσκούμενο ἐξυπηρετώντας πολιτικούς σκοπούς (π.χ. ἀντίθεση στήν κυβέρνηση) σχεδόν πλήρως ἀπεμπολεῖται -ἰδίως κατά τό διάστημα τῶν τελευταίων τριῶν ἐτῶν- μέσῳ τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀστυνομικῆς καί παρακρατικῆς βίας. Τό ἀναγκαῖο συμπέρασμα πού προκύπτει εἶναι ὅτι, ἐνῶ τό οὐδέτερο ἀμυντικό δικαίωμα ἔναντι τοῦ κράτους προσλαμβάνει νομική μορφή, τά κοινωνικά καί πολιτικοποιημένα δικαιώματα ἐπαφίενται στήν διακριτική εὐχέρεια τῆς πολιτικῆς ρύθμισης, διά νά πληρωθεῖ τό ρηθέν ὑπό τοῦ Μάνεση: «Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ πρακτική ἀξία τῆς κατοχύρωσης ἑνός ἀτομικοῦ δικαιώματος δέν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπό τήν συνταγματική ἐξαγγελία του, ὅσο ἀπό τήν νομοθετική καί διοικητική ρύθμισή του»97.<ref>Μάνεσης, 1979, σελ. 71.</ref> Αὐτό σημαίνει, γιά ἐπιστρέψουμε στό σχῆμα τοῦ Μπέη, ὅτι ἡ ἀξίωση τοῦ Α γιά ἀποχή συνιστᾶ σταθερό στοιχεῖο τῆς ἔννομης τάξης, ἐνῶ ἡ ἀξίωση τοῦ Β γιά προστασία ἐξαρτᾶται ἀπό τίς κοινωνικοπολιτικές ἀλλαγές. Ἔτσι, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἀποδεικνύεται ὡς ἔχουσα κατά βάσιν συντηρητικό περιεχόμενο, διότι μπορεῖ ἐν τέλει νά λειτουργήσει ἁρμονικά μέ τήν προαναφερθεῖσα παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας98τριτενέργειας.<ref>Ἡ σκέψη αὐτή ἴσως γίνει πιό κατανοητή μέ ἕνα παράδειγμα. Ἔστω ὅτι μέσῳ ἐκλογῶν ἀποκτᾶ τήν κοινοβουλευτική πλειοψηφία ἕνα κομμουνιστικό κόμμα, τό ὁποῖο, ἀπό τήν ἑπόμενη κιόλας ἡμέρα, ἀρχίζει νά κρατικοποιεῖ τίς μεγάλες ἐπιχειρήσεις πρός ὄφελος τοῦ λαοῦ, ἀλλά παρ’ ὅλ’ αὐτά κινεῖται στά πλαίσια τῆς νομιμότητας γιά νά μήν ταραχτεῖ ὁ σύγχρονος ἀταβιστικός ἀντικομμουνισμός. Στά πλαίσια τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας, τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας δέν μπορεῖ νά θιγεῖ ὑπέρμετρα κι ἔτσι τό αἴτημα τοῦ μεγαλοεπιχειρηματία γιά ἀποχή τοῦ κράτους ἀπό τίς οἰκονομικές του δραστηριότητες θά προστατευθεῖ. Καί ἄκόμη κι ἄν τό κυβερνῶν κόμμα ἐπικαλεστεῖ τό Σ 106 § 2, καί κηρύξει τόν μεγαλοεπιχειρηματία βλαβερό γιά τήν ἐθνική οἰκονομία, ἡ ὁποία συντονίζεται ἀπό τήν κυβέρνηση (Σ106 § 1), καί πάλι εἶναι μᾶλλον ἀπίθανο νά ἀπαλλοτριωθεῖ τό σύνολο τῆς ἰδιοκτησίας του χωρίς ἀποζημίωση.</ref>
 
==Ἐπίλογος==
Ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς προσπαθεῖ τελικῶς νά συνδυάσει τήν παλαιά ἐμπιστοσύνη τοῦ νομικοῦ θετικισμοῦ στό συλλογικό νομοθετικό ὄργανο, τήν Βουλή, μέ τήν ἱστορική περίοδο τῆς ἀνοδου τοῦ κράτους πρόνοιας καί τήν συνακόλουθη βελτίωση τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου μεγάλου μέρους τοῦ πληθυσμοῦ, δίχως νά ἀναγνωρίσει τήν τελευταία ὡς ἀπόρροια συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικοῦ συσχετισμοῦ δύναμης πού ὑπό τήν πίεση τῆς γενικευμένης καπιταλιστικῆς κρίσης καταρρέει ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δημιουργοῦν ἕνα θεωρητικό ἀμάλγαμα συχνά ἑλκυστικό λόγῳ τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἰδεωδῶν πού προβάλλει ἀλλά καί πολλές φορές βαθιά ἀντιφατικό, καθῶς ἐπιχειρεῖ νά συμπλέξει στοιχεῖα ἀπό διαφορετικές ἔννομες τάξεις καί πολιτικές φιλοσοφίες99φιλοσοφίες.<ref>Ἐνδεικτικά, μποροῦμε νά ἀπαριθμήσουμε: τόν ἄρρητο φιλελευθερισμό, τόν κοινωνι(στι)κό ἀνθρωπισμό, τόν ὑλιστικό μονισμό, τήν καντιανή διδασκαλία, τόν νομικό θετικισμό, τό φυσικό δίκαιο, μαζί μέ ἐπίσης ἄρρητα στοιχεῖα μαρξισμοῦ καί ἐθνικοσοσιαλισμοῦ.</ref> Οἱ προοδευτικές καί δημοκρατικές πολιτικές ἀντιλήψεις τῶν θεωρητικῶν αὐτῶν δέν ἀμφισβητοῦνται, ἀλλά ἡ σύγχυση τοῦ ὄντος καί τοῦ δέοντος ἀπολήγουν τελικῶς σέ ἀποτελέσματα πού οἱ ἴδιοι οὔτε θά μποροῦσαν νά ὑποθέσουν.
 
Οἱ ἀντιφάσεις λύνονται στό πεδίο τῆς πραγματικότητας καί χρέος τῆς ἐπιστήμης δέν εἶναι οὔτε νά τίς κρύβει κάτω ἀπό τό χαλί, οὔτε νά τίς ἐπιλύει μέ ἰδεαλιστικές κατασκευές, ἀλλά νά τίς παρουσιάζει σέ ὅλη τήν λιτή τους αἰχμηρότητα.