Test1: Difference between revisions

From Archiopedia
Jump to navigation Jump to search
Content added Content deleted
No edit summary
No edit summary
Line 27: Line 27:


===Ἡ θέση τῆς Ἑλλάδας===
===Ἡ θέση τῆς Ἑλλάδας===
Ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στά ἡμιπεριφερειακά κράτη. Δομική ἰδιομορφία τῶν κρατῶν αὐτῶν εἶναι ἡ εὔθραυστη ἰσορροπία τους ἀνάμεσα στόν ἀνεπτυγμένο πυρήνα καί τήν ὑπανάπτυκτη περιφέρεια. Τά ἡμιπεριφερειακά κράτη ἐνδιαφέρονται νά διατηρήσουν τουλάχιστον τήν μεσαία θέση τους, καί ἐπί πλέον «ν’ ἀποφύγουν τά στραβοπατήματα πού θά τά ὁδηγοῦσαν στήν περιφέρεια καί νά κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά ν’ ἀνοίξουν δρόμο πρός τόν πυρήνα»15. Κατά συνέπεια, οἱ χῶρες τῆς ἡμιπεριφέρειας ἀκολουθοῦν στρατηγική κρατικοῦ παρεμβατισμοῦ γιά νά προστατευθοῦν τόσο ἀπό τήν πίεση τοῦ πυρῆνα ὅσο καί ἀπό τόν ἐσωτερικό τους ἀνταγωνισμό.

Γιά τήν Ἑλλάδα, τά τελευταῖα ἑξῆντα χρόνια δέν ἦταν εὔκολα. Κατεστραμμένη ἀπό τήν γερμανική κατοχή καί τόν Ἐμφύλιο πού ἀκολούθησε, ἡ Ἑλλάδα ἄρχισε νά «ἀνοικοδομεῖται» μετά τό 1950. Ἀρχῆς γενομένης μέ τό Σχέδιο Μάρσαλ, ἡ χώρα μας προσδέθηκε στό ἅρμα τῶν Ἠ.Π.Α.. Ἡ μαζική εἰσβολή τοῦ ξένου κεφαλαίου16 καί ἡ ἀνελευθερία τοῦ δεξιοῦ καθεστῶτος17, ἀπό κοινοῦ μέ τίς ἔντονες ἐπεμβάσεις τῶν Ἀνακτόρων στήν πολιτική ζωή, συνθλίβει τόν ἑλληνικό λαό, δημιουργώντας ἐπαναστατικές συνθῆκες κατά τήν δεκαετία τοῦ 1960. Ἤδη, στίς ἐκλογές τοῦ 1958, ἡ Ἑ.Δ.Α., νόμιμο σκέλος τοῦ Κ.Κ.Ε., ἀναδεινύεται ἀξιωματική ἀντιπολίτευση. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ἡ κρίση ἐντός τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος ὠθεῖ τίς μᾶζες καί ἰδίως τά μεσαῖα στρώματα νά συνταχθοῦν πίσω ἀπό τό σύνθημα τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου περί «Ἀνενδότου Ἀγῶνος» ἐναντίον τῶν ἐκλογῶν τῆς «βίας καί νοθείας» τοῦ 1961. Μετά τήν δολοφονία Λαμπράκη (1963), ἡ πολιτική ἀποσταθεροποίηση κορυφώνεται μέ τήν Ἀποστασία τοῦ 1965 καί ὁδηγεῖ τάχιστα στήν Ἀπριλιανή Δικτατορία. Μέ τήν ἐξομάλυνση τῆς πολιτικῆς καί πολιτειακῆς κατάστασης, ἡ Ἀριστερά, ἔτι μία φορά, προδίδει τήν ἐπαναστατική συνθήκη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού στρέφεται στόν λαϊκιστικό πολιτικό διάδοχο τῆς Ἕνωσης Κέντρου, τό ΠΑΣΟΚ τοῦ Ἀ. Παπανδρέου. Ἔτσι, γιά τήν σύντομη περίοδο 1981-1985, γνωρίζει καί ἡ Ἑλλάδα μία μορφή κράτους πρόνοιας, μεταφρασμένη στήν πράξη στήν διόγκωση τοῦ δημοσίου τομέα καί τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων. Ἦταν μία πολιτική πού δημιούργησε τήν πεποίθηση ὅτι τά χειρότερα πέρασαν καί ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει πλέον στόν δυτικό πυρήνα, μέ ὅποια ὀφέλη αὐτό συνεπάγεται. Ἀπό τό 1986, ὅμως, ἡ πρακτική τοῦ ΠΑΣΟΚ σιγά-σιγά «νεοφιλελευθεροποιεῖται», προχωρώντας σέ μεταρρυθμίσεις (ἰδιωτικοποιήσεις, ἐπιχειρηματικοποίηση τοῦ Δημοσίου, «ἀπελευθέρωση» τῆς ἐγχώριας ἀγορᾶς), πού κορυφώνει ἡ κυβέρνηση Μητσοτάκη (1989-1993). Οἱ ἐπιδοτήσεις τῆς ΕΟΚ δέν εἶχαν μεταφραστεῖ οὔτε σέ ἔργα κοινῆς ὠφέλειας οὔτε σέ παραγωγική ἀνασυγκρότηση, ἐνῶ ὁ πολιτικός κόσμος προσπαθοῦσε νά συντηρήσει τόν μύθο μίας «μεταβιομηχανικῆς ἀνάπτυξης», στηριγμένης στόν τουρισμό καί τίς ὑπηρεσίες18. Ἡ Ἑλλάδα τελικῶς δέν ἀπέφυγε τό στραβοπάτημα: ἡ νομότυπη πολιτική ἐξάρτηση τήν ὁποία ἐπισφράγησε τό Μνημόνιο τοῦ 2010 εἶναι ἕνα στοιχεῖο ἀνάμεσα στά πολλά πού ἀποκαλύπτει τό μέλλον τῆς χώρας πιό κοντά στήν περιφέρεια.

===Συμπεράσματα===
===Συμπεράσματα===
Τά διδάγματα πού μποροῦμε νά ἀποκομίσουμε ἀπό τούτη τήν -μακρά- ἱστορική ἀναδρομή εἶναι τά ἐξῆς. Τό κράτος συνιστᾶ ἀναγκαῖο στοιχεῖο τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος καί ἰσχυροποιεῖται διαρκῶς τούς δύο τελευταίους αἰῶνες, καθ’ ὅτι ἀπετέλεσε πεδίο τῆς ἐπιτυχοῦς ἐνσωμάτωσης: α) τοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἀνάμεσα στούς καπιταλιστές, καί β) τῆς πάλης μεταξύ τῶν τάξεων. Ἔτσι, ἐπετεύχθη ἡ ἰσορροπία τοῦ κοσμοσυστήματος: μέ τόν μεσοπρόθεσμο μετριασμό τῶν σκοπῶν κάθε κοινωνικῆς δύναμης. Ἡ συσσώρευση κεφαλαίου ἀπολήγει στό μονοπώλιο, τό ὁποῖο ὅμως μέσῳ τοῦ κράτους ἐμποδίζεται ἤ αὐτοκαταστρέφεται, ἐνῶ τό λαϊκό αἴτημα γιά «ἀλλαγή» ποτέ δέν φτάνει στήν πλήρη ἱκανοποίηση του, καθῶς «ὅλα ἀλλάζουν ἔτσι ὥστε νά μήν ἀλλάζει τίποτε».

Τούς τελευταίους δύο αἰῶνες, ἡ φιλελεύθερη ἔννομη τάξη ἐμφανίστηκε κυρίως ὡς ἕνα οὐδέτερο θεσμικό πλαίσιο, ἱκανό νά ἐγγυηθεῖ τό fair play τῶν ἀντιπάλων κοινωνικῶν τάξεων, καί, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀριστερῶν ἐρευνητῶν, χρήσιμο ὡς ἐργαλεῖο ἐξυπηρέτησης τῶν λαϊκῶν συμφερόντων, χωρίς νά παρατηρηθεῖ ὅτι τό κράτος συνέχισε νά βασίζεται στό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ 1789. Ἡ κοινωνική εὐφορία πού δημιουργοῦσαν οἱ ὁποιεσδήποτε -συχνά ἀπειροελάχιστες- κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ὁδήγησαν στήν ἀκραία ἄποψη ὅτι τό κράτος μπορεῖ τελικῶς νά χρησιμοποιηθεῖ μόνον πρός ὄφελος τῶν καταπιεζομένων καί πρός περιορισμό τῶν καταπιεστῶν.

Τούτη τήν πεποίθηση δέν ἀπέφυγε οὔτε ἡ νομική ἐπιστήμη. Εἰδικώτερα στήν Ἑλλάδα, ἡ ψήφιση ἑνός δημοκρατικοῦ Συντάγματος καί ἡ μετέπειτα ἐπικράτηση τῆς «μεγάλης ἀριστερῆς παράταξης» τοῦ ΠΑΣΟΚ ἀπέληξε σέ κλῖμα θεωρησιακῆς αἰσιοδοξίας, πού θεώρησε τό μεταπριλιανό καθεστώς ὡς τό ἀπαύγασμα τῆς δημοκρατίας καί τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἀρνούμενοι νά συγκροτήσουν μία θετική νομική θεωρία ἱκανή νά θεμελιώσει τήν ἐπιστήμη τουλάχιστον στήν ἀποδοχή ἁπτῶν ἐμπειρικῶν δεδομένων. Οἱ νομικοί ἐκείνης τῆς γενιᾶς γαλουχήθηκαν μέ τήν πίστη ὅτι, παρά τά ἀνακύπτοντα προβλήματα, ὁ κάθε νόμος ἦταν ἀντικειμενικός, εἶχε μία ratio, καί τά πάντα διασφαλίζονταν μέ θεσμικά ἀντίβαρα. Κατέληξαν, λοιπόν, ἀντί νά μιλοῦν γιά τό δίκαιο ὅπως εἶναι, νά ἀναλύουν τό δίκαιο ὅπως ἔπρεπε νά εἶναι, καί, ἀκόμη χειρότερα, νά μελετοῦν τό ἰσχύον δίκαιο ὡς τό δέον δίκαιο, λησμονώντας ὅτι «ἡ ὕπαρξη τοῦ δικαίου εἶναι ἕνα ζήτημα ἡ ἄξία ἤ ἡ ἀπαξία του εἶναι ἄλλο ζήτημα»19.

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τίς παραπάνω παραμέτρους, μποροῦμε νά προχωρήσουμε περαιτέρω στήν ἐξέταση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς.

==Θεσμική ἐφαρμογή==
==Θεσμική ἐφαρμογή==
===Εἰσαγωγικά===
===Εἰσαγωγικά===

Revision as of 21:03, 23 July 2023

Πρόλογος

Σέ μία πραγματικότητα κοινωνικῶν ανταγωνισμῶν, οἱ συγκρούσεις ἀνάμεσα στά ἐπί μέρους συμφέροντα μεταφράζονται σέ νομικές συγκρούσεις. Ἀρκετές θεωρίες ἔχουν προταθεῖ γιά τήν ἀποτελεσματικότερη ἐπίλυση τῶν διαφορῶν, μέ πιό ἰδιάζουσα ἐκείνη τῆς θεσμικῆς εφαρμογῆς. Στήν πορεία της εργασίας θά ἐξεταστοῦν οἱ θεμελιώδεις παραδοχές τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς εφαρμογῆς καί θά γενεαλογηθεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, ὥστε νά ἐξαχθοῦν τά κατάλληλα συμπεράσματα καί νά διαγνωστοῦν οἱ περαιτέρω θεωρητικές καί πρακτικές δυνατότητες, στά ὅρια συχνά μεταξύ Συνταγματικοῦ Δικαίου καί Φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου.

Ἄς ξεκινήσουμε μέ τόν δογματικό ὁρισμό. «Σύγκρουση δικαιωμάτων ὑπό νομική ἔννοια εἶναι ἡ ταυτόχρονη ἀναγνώριση καί νόμιμη ἄσκηση τῶν δικαιωμάτων περισσότερων φορέων κατά τρόπο ὥστε ἡ νόμιμη ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἑνός νά περιορίζει τήν ἐπίσης νόμιμη ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἄλλου»1. Χαρακτηριστικό τῆς νομικῆς σύγκρουσης εἶναι ἡ νόμιμη ἄσκηση τῶν δικαιωμάτων ἀπό τούς συγκρουομένους φορεῖς. Ἡ σύγκρουση δικαιωμάτων προϋποθέτει τήν, κατά τό δυνατόν, πληρέστερη καί πιό λυσιτελῆ ἐνσωμάτωση ἀνταγωνιστικῶν κοινωνικῶν δυνάμεων σέ ὁρισμένο πολιτικό καθεστώς, δηλαδή -σέ περισσότερο νομική ὁρολογία- τήν δικαιϊκή ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος παροχῆς δικαστικῆς προστασίας σέ ἀντιτιθέμενα πρόσωπα (φυσικά ἤ νομικά) ἐντός ὁρισμένης ἔννομης τάξης. Τῆς ὡς ἄνω νομικῆς κατάστασης ἔχει προηγηθεῖ, βεβαίως, ἡ ἀποδοχή τῆς γενικότερης σκόπιμης δράσης ἀτόμων ἤ ὁμάδων ἀπό τό δίκαιο, δηλαδή ἡ ἀναγωγή τῶν σκοπῶν τῶν προσώπων σέ ἔννομα συμφέροντα. Ποιά εἶναι ὅμως τά αἴτια μίας τέτοιας συμπεριφορᾶς τοῦ δικαίου; Μέ ἄλλα λόγια, γιατί τό κράτος, παραγωγός τοῦ δικαίου, προχωρᾶ στήν ὑλοποίηση τακτικῶν ἐνσωμάτωσης;

Ἱστορικά προλεγόμενα

Γένεση τῶν ἐλευθεριῶν

Ὁ F. Braudel ἔγραφε: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἔχουμε μία γενική ἐποπτεία τοῦ συνόλου τῶν γνώσεών μας γιά τήν εὐρωπαϊκή ἱστορία, ἀπό τόν 5ον αἰώνα ὥς τήν σημερινή ἐποχή ἤ, καλύτερα, ὥς τόν 18ο αἰώνα, καί ὅτι μποροῦμε νά ἐγγράψουμε ὅλον αὐτόν τόν ὄγκο τῶν γνώσεων σέ μία ἠλεκτρονική μνήμη (ἄς ποῦμε ὅτι εἶναι δυνατή μιά τέτοια ἐγγραφή), καί ὅτι τέλος ἔχουμε τήν περιέργεια νά ρωτήσουμε τήν πολυτάλαντη αὐτή μνήμη ποιό εἶναι τό πρόβλημα πού ἐμφανίζεται πιό συχνά καί στόν χρόνο ἀλλά καί στόν χῶρο ὅπου διαδραματίζεται ἡ ἀτέλειωτη αὐτή ἱστορία. Ἔ λοιπόν, πρῶτο θά προβάλει, εἶναι βέβαιο, τό πρόβλημα τῆς ἤ καλύτερα τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐλευθεριῶν. Ἡ λέξη ἐλευθερία εἶναι ἡ λέξη κλειδί».2

Οἱ μεσαιωνικές ἐλευθερίες (libertates) εἶναι κατ’ οὐσίαν συλλογικά προνόμια, θεσμική ἔκφραση τῶν φυγόκεντρων ἀνταγωνιστικῶν κοινωνικοϊστορικῶν δυνάμεων πού ἀπελευθερώθηκαν μέ τήν πτώση τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί, κυρίως, μέ τήν παρακμή τῆς καρολλίγειας ἐπανίδρυσής της. Βασικός φορέας, βεβαίως, τῶν ἐλευθεριῶν εἶναι οἱ μεσαιωνικές πόλεις, πού ἀγωνίζονται διαρκῶς ἐναντίον τῆς συνδυασμένης ἐξουσίας τοῦ Πάπα, τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορα καί τῶν φεουδαρχῶν: Stadtluft macht frei (ὁ ἀέρας τῆς πόλης ἀπελευθερώνει), μᾶς πληροφορεῖ παραστατικά ἡ γνωστή ρήση. Ἀπό τόν 11ο αἰώνα, ὁ φεουδαλισμός διέρχεται δομική κρίση. «Μέχρι τόν 14ο αἰώνα, ἡ δουλοπαροικία ἄρχισε νά ἐξαφανίζεται ἀπό τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ ἀναδυόμενος ἐλεύθερος γεωργός καί ὁ μικροϊδιοκτήτης ἔγιναν τό ἀγροτικό ἀντίστοιχο τοῦ ἀρχιμάστορα τῆς πόλης»3. «Ἐάν ἡ Εὐρώπη συνέχιζε στόν δρόμο πού πορευόταν, εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε ὅτι τά πρότυπα τῆς μεσαιωνικῆς φεουδαλικῆς Εὐρώπης μέ τό αὐστηρά ἱεραρχικό σύστημα τῶν "τάξεων" ἦταν δυνατό νά ἀνασυγκροτηθοῦν. Πολύ πιθανότερο νά εἶχε ἐξελιχθεῖ ἡ Εὐρωπαϊκή φεουδαλική κοινωνική δομή πρός ἕνα σύστημα σχετικά ἰσοδύναμων μικρῶν παραγωγῶν, πού θά ἰσοπέδωναν περισσότερο τήν ἀριστοκρατία καί θά ἀποκέντρωναν περισσότερο τίς πολιτικές δομές»4. Τό ἀληθινό περιεχόμενο τῆς νεώτερης ἔννοιας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἐντοπίζεται ἀκριβῶς σέ τοῦτα τά ἀνεξάρτητα φυσικά πρόσωπα καί τούς θεσμούς τους.

Οἱ ἄρχουσες τάξεις αἰσθάνθηκαν τό ἔδαφος νά ὑποχωρεῖ κάτω ἀπό τά πόδια τους. Ἡ μακροπρόθεσμη στρατηγική τους στηριζόταν στό δόγμα τῆς εὐταξίας. Τά πλούσια ἀστικά στρώματα συνασπίζονται μέ τούς φεουδάρχες-ἐμπόρους καί τούς μεγαλοχωρικούς καί στηρίζουν μία νέα πολιτική δομή, τό νεωτερικό κράτος, πού προέκυψε σταδιακά σέ ἐκεῖνον τόν μακρύ 16ο αἰῶνα καί ἀποτέλεσε θεμελιακή ὀργανωτική μονάδα τῆς καπιταλιστικῆς κοσμοοικονομίας. Πρῶτο ἐγχείρημα τοῦ κράτους εἶναι ὄχι μόνο ἡ καταστολή τῶν ὅλο καί πιό συχνῶν ἀγροτικῶν καί ἀστικῶν ἐξεγέρσεων, καί ἡ διάλυση τῆς ἀστικῆς κομμούνας5. Τό ζήτημα τότε ἦταν νά ἐξασφαλιστεῖ ὁ ἐγωϊστικός ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν ἀνεξάρτητων καπιταλιστῶν πού τότε ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους.

Ἀκμή καί πτῶση τῆς φιλελεύθερης συναίνεσης

Ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση -ὁρόσημο τῆς μεταβάσης τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος στήν πιό συνειδητοποιημένη φάση του- εἶχε δύο ὄψεις. Ἀφ’ ἑνός, ἦταν μία πολιτική ἐπανάσταση6 πού ἦλθε νά ἐμπεδώσει τήν διάλυση τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, καί τόν νομικό διαχωρισμό τῆς πολιτικῆς κοινωνίας τῶν ἀλληλεπικαλυπτόμενων προνομίων στίς ἀφηρημένες κατηγορίες τοῦ πολιτικοῦ κράτος καί τῆς κοινωνίας τῶν ἰδιωτῶν. «[...] μόνο στήν ἐμπορευματική οἰκονομία γεννιέται ἡ ἀφηρημένη νομική μορφή, μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἱκανότητα κατοχῆς δικαιωμάτων χωρίζεται ἀπό τίς συγκεκριμένες νομικές ἀξιώσεις. Μόνο ἡ ἀδιάκοπη μεταβίβαση δικαιωμάτων πού πραγματοποιεῖται στήν ἀγορά δημιουργεῖ τήν ἰδέα ἑνός ἀμετάβλητου φορέα δικαιωμάτων»7. «Ἡ προστασία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας καί ἰδιοκτησίας ἦταν λοιπόν πρωταρχικό αἴτημα τῶν ἀστῶν. Ἐπρόκειτο οὐσιαστικά γιά τήν ἐλευθερία τῆς ἰδιοκτησίας πού ἀπέληξε στήν ἰδιοκτησία τῆς ἐλευθερίας...»8. Ἡ πολιτική ἐπανάσταση «θεωρεῖ τήν ἀστική κοινωνία, τόν κόσμο τῆς ἀνάγκης, τῆς ἐργασίας, τοῦ ἰδωτικοῦ συμφέροντος καί τοῦ ἀστικοῦ δικαίου ὡς βάση τῆς ὕπαρξής της, ὡς ἀπώτατη προϋπόθεσή της καί συνεπῶς ὡς φυσική της βάση»9. Τό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ καπιταλιστικοῦ ἀνταγωνισμοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων -τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν- τῆς Διακήρυξης τοῦ 1789.

Ἀφ’ ἑτέρου, ἀπελευθέρωσε μία νέα κοσμοσυστημική δυναμική. Πρίν τό 1789, κυρίαρχη κοσμοθεωρία τῆς νεωτερικότητας ἦταν ἡ κανονικότητα τῆς πολιτικῆς σταθερότητας, ἐνῶ ἡ πολιτική σκέψη περιστρεφόταν, κατά βάσιν, γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ κυρίαρχου Βασιλέως10. Μετά τό 1789, ἡ κοσμοσυστημική γεωκουλτούρα ἀνέκρουσε πρύμναν ἀκριβῶς ὅσον ἀφορᾶ τίς δύο προαναφερθεῖσες κατευθύνσεις. Πρῶτον, ἡ πολιτική ἀλλαγή θεσμίστηκε ὡς φαινόμενο κανονικό, φυσιολογικό, κατ’ ἐπέκτασιν δέ ἐπιθυμητό. Δεύτερον, ἡ ἔννοια τῆς κυριαρχίας ἀναπροσανατολίστηκε ἀπό τόν μονάρχη -ἤ τό νομοθετικό σῶμα- στόν λαό. Ἐπακόλουθο τῆς νέας κατάστασης ἦταν ἡ ἐμφάνιση τῶν ἰδεολογιῶν. «Τό ζήτημα τώρα ἦταν: τί κάνουμε μέ τήν "κανονικότητα" τῆς ἀλλαγῆς στόν πολιτικό στίβο, ἀφοῦ αὐτοί πού ἔχουν ἐξουσία εἶναι πάντοτε ἀπρόθυμοι νά τήν παραχωρήσουν. Οἱ ἀντίπαλες ἀπόψεις γιά τό πῶς θά χειριζόμασταν τήν "κανονικότητα" τῆς ἀλλαγῆς ἐντοπίζονται σ’ αὐτές πού ὀνομάσαμε "ἰδεολογίες" τοῦ νεωτερικοῦ κόσμου»11.

Οἱ δομές τοῦ νεωτερικοῦ κράτους, προσφέρονταν ὡς «μοχλοί πολιτικῆς διευθέτησης». Ἔτσι, «δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἔλεγχος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἡ κατάκτηση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἄν ἦταν ἀπαραίτητο, ἦταν ὁ κύριος στρατηγικός στόχος ὅλων τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς πολιτικῆς σκηνῆς, σέ ὅλη τήν ἱστορική ἐμπειρία τοῦ σύγχρονου καπιταλισμοῦ»12.

Ἕξι δεκαετίες μετά τήν ἔκρηξη τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, τό 1848, μία σειρά κοινωνικῶν καί ἐθνικῶν ἐξεγέρσεων συντάραξαν ἐκ νέου τόν εὐρωπαϊκό χῶρο. Τά κατώτερα κοινωνικά στρώματα δέν ἤθελαν νά ζοῦν, ἐνῶ οἱ ἄρχουσες τάξεις δέν μποροῦσαν νά ζήσουν, ὅπως παλιά13. Στό διάστημα 1848-1914 θεμελιώνεται ἡ λεγόμενη «Φιλελεύθερη Συναίνεση», ἡ κατίσχυση δηλαδή στίς χῶρες τοῦ κοσμοσυστημικοῦ πυρῆνα ἑνός φιλελεύθερου προγράμματος -ὄχι πάντα ἐφαρμοσμένο ἀπό τούς ἐμπνευστές του-, βασιζόμενου σέ «τρεῖς κύριους ἄξονες: τήν βαθμιαία ἐπέκταση τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώματος καί συνάμα -ἕνα ἀναπόσπαστο καί οὐσιαστικό της στοιχεῖο- τήν ἐπέκταση τῆς πρόσβασης στήν ἐκπαίδευση. Δεύτερο, τήν ἐπέκταση τοῦ ρόλου τοῦ κράτους στήν προστασία τῶν πολιτῶν ἀπό ἀτυχήματα στούς χώρους ἐργασίας, τήν ἐπέκταση τῶν ὑπηρεσιῶν ὑγείας καί τῆς πρόσβασης σ’ αὐτές, καί τέλος τόν μετριασμό τῶν διακυμάνσεων τοῦ εἰσοδήματος πού περιλάμβανε ὁ κύκλος τῆς ζωῆς. Τρίτο, τήν σφυρηλάτηση, καί πάλι ἀπό τό κράτος, τοῦ "ἔθνους". Ἄν κοιτάξουμε προσεκτικά, βλέπουμε πώς αὐτά τά τρία στοιχεῖα δέν εἶναι παρά ἕνας τρόπος γιά νά μεταφραστεῖ σέ δημόσια πολιτική τό σύνθημα "ἐλευθερία, ἰσότητα, ἀδελφοσύνη"»14. Ὡστόσο, ἡ διεύρυνση τῶν ὁρίων τοῦ κοσμοσυστήματος ὁδήγησε στήν ἀνάδυση νέων «ἐπικίνδυνων» -καί συνεπῶς ἐξημερωτέων- τάξεων, αὐτήν τήν φορά στίς περιφερειακές καί ἡμιπεριφερειακές κοσμοσυστημικές ζῶνες. Μετά τό πέρας τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἡ οὐϊλσώνεια ἀρχή τῆς αὐτοδιάθεσης τῶν ἐθνῶν καί τῆς ἐθνικῆς ἀνάπτυξης ἦταν τό παγκόσμιο ἀνάλογο τῆς καθολικῆς ψηφοφορίας καί τοῦ κράτους πρόνοιας σέ ἐθνικό ἐπίπεδο.

Πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅτι σέ ὅλη τήν χρονική ἔκταση τῆς Φιλελεύθερης Συναίνεσης, οἱ δύο θεωρητικῶς ἰδεολογικοί ἀντίπαλοι τοῦ φιλελευθερισμοῦ -ὁ σοσιαλισμός καί ὁ συντηρητισμός- εἶχαν μετατραπεῖ κατ’ οὐσίαν σέ προσωπεῖα του.

Στήν ένσωμάτωση τῶν ἀντισυστημικῶν -σοσιαλιστικῶν καί έθνικῶν- κινημάτων στό νεωτερικό κοσμοσύστημα, δηλαδή στήν ἀδυναμία τους νά ἀλλάξουν τόν κόσμο, καί στήν γενικώτερη ὀργή γιά τόν τρόπο λειτουργίας τοῦ κοσμοσυστήματος, ὀφείλεται ἡ παγκόσμια ἐπανάσταση τοῦ 1968, ἡ ὁποία ἐγκαινίασε τήν ἀρχή τοῦ τέλους τῆς Συναίνεσης. Στήν θραύση τῆς Συναίνεσης συνετέλεσε καί ἡ εἴσοδος τῆς οἰκονομίας, στίς ἀρχές τοῦ ’70, σέ μία περίδο στασιμότητας καί σταδιακῆς ὕφεσης. Τά προσωπεῖα ἔπεσαν: ὁ συντηρητισμός ἀποκάλυψε τό πιό σκληρό πρόσωπό του, ἐνῶ ἡ Ἀριστερά, ἀπομακρυνόμενη ἀπό τό σοβιετικό μοντέλο, στράφηκε -γενικῶς καί ἀορίστως- στά νέα κοινωνικά κινήματα. Ὁ νεοφιλελευθερισμός ὑπῆρξε ἡ πολιτική καί οἰκονομική ἀπάντηση τῶν προνομιούχων τοῦ κοσμοσυστήματος: ἡ μείωση τῶν ἀμοιβῶν καί ἡ ἀποδόμηση τοῦ κράτους πρόνοιας (παιδεία, ὑγεία, διά βίου ἐγγυημένο εἰσόδημα) ἐπέφερε πράγματι μία μικρή ἀνάσχεση τῆς συμπίεσης τῶν κεφαλαιοκρατικῶν κερδῶν, ὄχι ὅμως ἱκανή νά ἀποτρέψει τήν παγκόσμια κρίση πού ξέσπασε τελικῶς τό 2008.

Ἡ θέση τῆς Ἑλλάδας

Ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στά ἡμιπεριφερειακά κράτη. Δομική ἰδιομορφία τῶν κρατῶν αὐτῶν εἶναι ἡ εὔθραυστη ἰσορροπία τους ἀνάμεσα στόν ἀνεπτυγμένο πυρήνα καί τήν ὑπανάπτυκτη περιφέρεια. Τά ἡμιπεριφερειακά κράτη ἐνδιαφέρονται νά διατηρήσουν τουλάχιστον τήν μεσαία θέση τους, καί ἐπί πλέον «ν’ ἀποφύγουν τά στραβοπατήματα πού θά τά ὁδηγοῦσαν στήν περιφέρεια καί νά κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά ν’ ἀνοίξουν δρόμο πρός τόν πυρήνα»15. Κατά συνέπεια, οἱ χῶρες τῆς ἡμιπεριφέρειας ἀκολουθοῦν στρατηγική κρατικοῦ παρεμβατισμοῦ γιά νά προστατευθοῦν τόσο ἀπό τήν πίεση τοῦ πυρῆνα ὅσο καί ἀπό τόν ἐσωτερικό τους ἀνταγωνισμό.

Γιά τήν Ἑλλάδα, τά τελευταῖα ἑξῆντα χρόνια δέν ἦταν εὔκολα. Κατεστραμμένη ἀπό τήν γερμανική κατοχή καί τόν Ἐμφύλιο πού ἀκολούθησε, ἡ Ἑλλάδα ἄρχισε νά «ἀνοικοδομεῖται» μετά τό 1950. Ἀρχῆς γενομένης μέ τό Σχέδιο Μάρσαλ, ἡ χώρα μας προσδέθηκε στό ἅρμα τῶν Ἠ.Π.Α.. Ἡ μαζική εἰσβολή τοῦ ξένου κεφαλαίου16 καί ἡ ἀνελευθερία τοῦ δεξιοῦ καθεστῶτος17, ἀπό κοινοῦ μέ τίς ἔντονες ἐπεμβάσεις τῶν Ἀνακτόρων στήν πολιτική ζωή, συνθλίβει τόν ἑλληνικό λαό, δημιουργώντας ἐπαναστατικές συνθῆκες κατά τήν δεκαετία τοῦ 1960. Ἤδη, στίς ἐκλογές τοῦ 1958, ἡ Ἑ.Δ.Α., νόμιμο σκέλος τοῦ Κ.Κ.Ε., ἀναδεινύεται ἀξιωματική ἀντιπολίτευση. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ἡ κρίση ἐντός τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος ὠθεῖ τίς μᾶζες καί ἰδίως τά μεσαῖα στρώματα νά συνταχθοῦν πίσω ἀπό τό σύνθημα τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου περί «Ἀνενδότου Ἀγῶνος» ἐναντίον τῶν ἐκλογῶν τῆς «βίας καί νοθείας» τοῦ 1961. Μετά τήν δολοφονία Λαμπράκη (1963), ἡ πολιτική ἀποσταθεροποίηση κορυφώνεται μέ τήν Ἀποστασία τοῦ 1965 καί ὁδηγεῖ τάχιστα στήν Ἀπριλιανή Δικτατορία. Μέ τήν ἐξομάλυνση τῆς πολιτικῆς καί πολιτειακῆς κατάστασης, ἡ Ἀριστερά, ἔτι μία φορά, προδίδει τήν ἐπαναστατική συνθήκη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού στρέφεται στόν λαϊκιστικό πολιτικό διάδοχο τῆς Ἕνωσης Κέντρου, τό ΠΑΣΟΚ τοῦ Ἀ. Παπανδρέου. Ἔτσι, γιά τήν σύντομη περίοδο 1981-1985, γνωρίζει καί ἡ Ἑλλάδα μία μορφή κράτους πρόνοιας, μεταφρασμένη στήν πράξη στήν διόγκωση τοῦ δημοσίου τομέα καί τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων. Ἦταν μία πολιτική πού δημιούργησε τήν πεποίθηση ὅτι τά χειρότερα πέρασαν καί ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει πλέον στόν δυτικό πυρήνα, μέ ὅποια ὀφέλη αὐτό συνεπάγεται. Ἀπό τό 1986, ὅμως, ἡ πρακτική τοῦ ΠΑΣΟΚ σιγά-σιγά «νεοφιλελευθεροποιεῖται», προχωρώντας σέ μεταρρυθμίσεις (ἰδιωτικοποιήσεις, ἐπιχειρηματικοποίηση τοῦ Δημοσίου, «ἀπελευθέρωση» τῆς ἐγχώριας ἀγορᾶς), πού κορυφώνει ἡ κυβέρνηση Μητσοτάκη (1989-1993). Οἱ ἐπιδοτήσεις τῆς ΕΟΚ δέν εἶχαν μεταφραστεῖ οὔτε σέ ἔργα κοινῆς ὠφέλειας οὔτε σέ παραγωγική ἀνασυγκρότηση, ἐνῶ ὁ πολιτικός κόσμος προσπαθοῦσε νά συντηρήσει τόν μύθο μίας «μεταβιομηχανικῆς ἀνάπτυξης», στηριγμένης στόν τουρισμό καί τίς ὑπηρεσίες18. Ἡ Ἑλλάδα τελικῶς δέν ἀπέφυγε τό στραβοπάτημα: ἡ νομότυπη πολιτική ἐξάρτηση τήν ὁποία ἐπισφράγησε τό Μνημόνιο τοῦ 2010 εἶναι ἕνα στοιχεῖο ἀνάμεσα στά πολλά πού ἀποκαλύπτει τό μέλλον τῆς χώρας πιό κοντά στήν περιφέρεια.

Συμπεράσματα

Τά διδάγματα πού μποροῦμε νά ἀποκομίσουμε ἀπό τούτη τήν -μακρά- ἱστορική ἀναδρομή εἶναι τά ἐξῆς. Τό κράτος συνιστᾶ ἀναγκαῖο στοιχεῖο τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος καί ἰσχυροποιεῖται διαρκῶς τούς δύο τελευταίους αἰῶνες, καθ’ ὅτι ἀπετέλεσε πεδίο τῆς ἐπιτυχοῦς ἐνσωμάτωσης: α) τοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἀνάμεσα στούς καπιταλιστές, καί β) τῆς πάλης μεταξύ τῶν τάξεων. Ἔτσι, ἐπετεύχθη ἡ ἰσορροπία τοῦ κοσμοσυστήματος: μέ τόν μεσοπρόθεσμο μετριασμό τῶν σκοπῶν κάθε κοινωνικῆς δύναμης. Ἡ συσσώρευση κεφαλαίου ἀπολήγει στό μονοπώλιο, τό ὁποῖο ὅμως μέσῳ τοῦ κράτους ἐμποδίζεται ἤ αὐτοκαταστρέφεται, ἐνῶ τό λαϊκό αἴτημα γιά «ἀλλαγή» ποτέ δέν φτάνει στήν πλήρη ἱκανοποίηση του, καθῶς «ὅλα ἀλλάζουν ἔτσι ὥστε νά μήν ἀλλάζει τίποτε».

Τούς τελευταίους δύο αἰῶνες, ἡ φιλελεύθερη ἔννομη τάξη ἐμφανίστηκε κυρίως ὡς ἕνα οὐδέτερο θεσμικό πλαίσιο, ἱκανό νά ἐγγυηθεῖ τό fair play τῶν ἀντιπάλων κοινωνικῶν τάξεων, καί, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀριστερῶν ἐρευνητῶν, χρήσιμο ὡς ἐργαλεῖο ἐξυπηρέτησης τῶν λαϊκῶν συμφερόντων, χωρίς νά παρατηρηθεῖ ὅτι τό κράτος συνέχισε νά βασίζεται στό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ 1789. Ἡ κοινωνική εὐφορία πού δημιουργοῦσαν οἱ ὁποιεσδήποτε -συχνά ἀπειροελάχιστες- κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ὁδήγησαν στήν ἀκραία ἄποψη ὅτι τό κράτος μπορεῖ τελικῶς νά χρησιμοποιηθεῖ μόνον πρός ὄφελος τῶν καταπιεζομένων καί πρός περιορισμό τῶν καταπιεστῶν.

Τούτη τήν πεποίθηση δέν ἀπέφυγε οὔτε ἡ νομική ἐπιστήμη. Εἰδικώτερα στήν Ἑλλάδα, ἡ ψήφιση ἑνός δημοκρατικοῦ Συντάγματος καί ἡ μετέπειτα ἐπικράτηση τῆς «μεγάλης ἀριστερῆς παράταξης» τοῦ ΠΑΣΟΚ ἀπέληξε σέ κλῖμα θεωρησιακῆς αἰσιοδοξίας, πού θεώρησε τό μεταπριλιανό καθεστώς ὡς τό ἀπαύγασμα τῆς δημοκρατίας καί τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἀρνούμενοι νά συγκροτήσουν μία θετική νομική θεωρία ἱκανή νά θεμελιώσει τήν ἐπιστήμη τουλάχιστον στήν ἀποδοχή ἁπτῶν ἐμπειρικῶν δεδομένων. Οἱ νομικοί ἐκείνης τῆς γενιᾶς γαλουχήθηκαν μέ τήν πίστη ὅτι, παρά τά ἀνακύπτοντα προβλήματα, ὁ κάθε νόμος ἦταν ἀντικειμενικός, εἶχε μία ratio, καί τά πάντα διασφαλίζονταν μέ θεσμικά ἀντίβαρα. Κατέληξαν, λοιπόν, ἀντί νά μιλοῦν γιά τό δίκαιο ὅπως εἶναι, νά ἀναλύουν τό δίκαιο ὅπως ἔπρεπε νά εἶναι, καί, ἀκόμη χειρότερα, νά μελετοῦν τό ἰσχύον δίκαιο ὡς τό δέον δίκαιο, λησμονώντας ὅτι «ἡ ὕπαρξη τοῦ δικαίου εἶναι ἕνα ζήτημα ἡ ἄξία ἤ ἡ ἀπαξία του εἶναι ἄλλο ζήτημα»19.

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τίς παραπάνω παραμέτρους, μποροῦμε νά προχωρήσουμε περαιτέρω στήν ἐξέταση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς.

Θεσμική ἐφαρμογή

Εἰσαγωγικά

Θεσμική ἐφαρμογή καί τριτενέργεια

Σχέσεις νομοθέτη καί πραγματικότητας

Ἑνότητα καί ἀντικειμενικότητα δικαίου

Περιεχόμενο καί ὁρολογία

Λειτουργία καί κριτική

Ἀναλογικότητα

Γενεαλογία τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας

Ἀνάλυση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας

Ἀναλογικότητα καί θεσμική ἐφαρμογή

Γενικά συμπεράσματα

Σύντομη ἀποτίμηση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς

Θετική ἐξέταση τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας

Ἐπίλογος