Test1: Difference between revisions
no edit summary
No edit summary |
No edit summary |
||
Line 69:
Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή ὁρίζει ὅτι «ceteris paribus, οἱ ἄνθρωποι ἀπολαμβάνουν τήν ἄσκηση τῶν -ἔμφυτων ἤ ἐπίκτητων- ἱκανοτήτων τους, καί αὐτή ἡ ἀπόλαυση αὐξάνεται ἀνάλογα μέ τόν βαθμό ἀνάπτυξης ἤ τόν βαθμό περιπλοκότητας τῶν τελευταίων».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 490.</ref> Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, ἀπελευθερώνοντας τήν φαντασία καί τήν δημιουργικότητα,<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 491, 494, 496.</ref> ἀποτελεῖ, κατά τήν γνώμη μου, τό ἐπιστέγασμα τῆς ρωλσιανῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης. Ἐπισημαίνοντας τήν ἰδιαίτερη σημασία της γιά τήν διαμόρφωση καί ἀναμόρφωση τῶν θεσμῶν,<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2): «Ἐπί πλέον, ὅμως, ἡ ἀριστοτελική ἀρχή ἰσχύει ἐξ ἴσου γιά τούς θεσμούς ὅσο καί γιά κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη δραστηριότητα».</ref> ὁ Ρώλς τήν παρομοιάζει μέ τήν «ἰδεαλιστική ἔννοια τῆς αὐτοπραγμάτωσης»<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 495.</ref> καί θεωρεῖ τήν εὐτεταγμένη κοινωνία ἀκριβῶς ὡς τόν χῶρο ὅπου ἡ Ἀρχή ἐπιτυγχάνει τό «εὐρύτερο ἀποτέλεσμά της».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 648.</ref>
Ἡ ρωλσιανή διαλεκτική ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια. Τό ὅλο σχῆμα τῆς σταδιακῆς ἀνάβασης ἀπό τίς ἀφηρημένες ἠθικές ἀντιλήψεις στήν συγκεκριμένη θεωρητική σύλληψη τῆς δικαιοσύνης<ref>Εὔκολα ἀναγνωρίζουμε στήν ἀρχική ἰσορροπία τήν ἑγελιανή ἀμεσότητα, στήν πολλαπλότητα τῆς στενῆς ἰσορροπίας τίς θέσεις καί ἀντιθέσεις, στήν συμπεριληπτικότητα τῆς εὐρείας ἰσορροπίας τήν διαλεκτική ἀναίρεση (Ἕγελος, ''Φαινομενολογία τοῦ Νοῦ'', Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, 2007· G. W. F. Hegel, ''Ἡ Ἐπιστήμη τῆς Λογικῆς'', Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα, 1991). Πρβλ. M. Anderheiden, [https://www.bu.edu/wcp/Papers/Law/LawAnde.htm «Justification by Reflective Equilibrium in Rawls’s More Recent Work»], ''Paideia: Philosophy Educating Humanity'', 1998, ὅπου ὑποστηρίζεται –μέ ἐντελῶς ὡστόσο διαφορετική, περισσότερο «ἐσωτερική», προσέγγιση ἀπό τήν ἐδῶ ἐπιχειρούμενη– ἡ συγκρότηση τῆς εὐρείας ἰσορροπίας ἀπό περισσότερες στενές ἰσορροπίες.</ref> φανερώνει τό ἀνομολόγητο –ἤ, μᾶλλον, «ἀνεπίσημα» ὁμολογημένο–<ref>«Κατά μία ἔννοια, οἱ διαλέξεις γιά τόν
Ἡ ἴδια διαλεκτική ἔρχεται νά δώσει ἀπάντηση στό ζήτημα τῆς καταναγκαστικότητας τοῦ αἰτήματος πληρότητας στήν εὐρεῖα ἀναστοχαστική ἰσορροπία. Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, ὡς ἔκφραση τῆς φυσικῆς κοινωνικότητας καί δημιουργικότητας τῶν ἀνθρώπων, ἐξηγεῖ ἱκανοποιητικά γιά ποιό λόγο ὑποχρεούμαστε νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τίς διάφορες φιλοσοφικές παραδόσεις: κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιτυγχάνουμε τήν ἁρμονική ἑνότητα ἀτομικοῦ καί συλλογικοῦ: «ἀτομικά καί συλλογικά κατορθώματα δέν φαντάζουν πλέον ὡς κεχωρισμένα, κατακερματισμένα προσωπικά ἀγαθά».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 648. Ὁ νεαρός Ρώλς τό διατυπώνει μέ περισσότερη ὀξύτητα: «Ἡ διχοτομία μεταξύ τοῦ ἀτόμου καί τῆς κοινωνίας πού προβλημάτισε τήν σύγχρονη δυτική σκέψη δέν εἶναι στήν πραγματικότητα κἄν διχοτομία» (J. Rawls [ἐπιμ. T. Nagel], ''A Brief Inquiry into the Meaning of Sin and Faith, with “On my Religion”'', Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 2009, σελ. 127).</ref> Τό ἀτέρμονο «ἐμπρός-πίσω»<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 46. Βλ. παραπάνω ὑποσημ. 6. Ὁ Hegel καταγγέλει τήν ἀνολοκλήρωτη διαλεκτική κίνηση ὡς ἕνα «κατά βούληση πηγαινέλα διαλογισμῶν» (Hegel, 1991, σελ. 192, § 77) ἤ ἕνα «ἀσυνείδητο παραμιλητό πού πηγαινοέρχεται» (Ἕγελος, 2007, σελ. 208, § 205), ἐνῶ ἡ χρήση τῆς ἔκφρασης εἶναι συνήθης καί στά ὑπόλοιπα ἔργα του. Ἡ γνωστή στούς νομικούς ἀποστροφή τοῦ Engisch (1963, σελ. 15) σχετικά μέ τό «πέρα-δῶθε τοῦ βλέμματος» (Hin- und Herwandern des Blickes) παραπέμπει στήν ἴδια εἰκόνα.</ref> τῆς στενῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας σταδιακά ἀναιρεῖται, καί ἡ ἰδέα τῆς κοινότητας, θεμελιώδης ρωλσιανή ἔννοια καί ἔγνοια,<ref>Ἡ Σβάρτζενμπαχ (1991, σελ. 564) ἐπικρίνει ὡς ἀποπροσανατολιστικές τίς κοινοτιστικές κριτικές στόν Rawls (Schwarzenbach, ὅπ.π. [ὑποσημ. 36], σελ. 564). Πρβλ. καί Rawls, ὅπ.π. [ὑποσημ. 39], σελ. 122: «Κάθε πράξη πού καταστρέφει τήν κοινότητα εἶναι πράξη ἁμαρτίας».</ref> ἐπιβεβαιώνεται ὡς ἀνώτερη μορφή συνεργασίας μεταξύ μοναδικῶν προσώπων πού δέν χάνουν τίποτε ἀπό τόν πλοῦτο τῆς μοναδικότητάς τους.<ref>Γκ. Χέγκελ, ''Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου'', Νομική Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα, 2012, σελ. 297:
|