Test1: Difference between revisions

500 bytes added ,  11 months ago
no edit summary
No edit summary
No edit summary
 
Line 36:
Τούς τελευταίους δύο αἰῶνες, ἡ φιλελεύθερη ἔννομη τάξη ἐμφανίστηκε κυρίως ὡς ἕνα οὐδέτερο θεσμικό πλαίσιο, ἱκανό νά ἐγγυηθεῖ τό ''fair play'' τῶν ἀντιπάλων κοινωνικῶν τάξεων, καί, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀριστερῶν ἐρευνητῶν, χρήσιμο ὡς ἐργαλεῖο ἐξυπηρέτησης τῶν λαϊκῶν συμφερόντων, χωρίς νά παρατηρηθεῖ ὅτι τό κράτος συνέχισε νά βασίζεται στό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ 1789. Ἡ κοινωνική εὐφορία πού δημιουργοῦσαν οἱ ὁποιεσδήποτε -συχνά ἀπειροελάχιστες- κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ὁδήγησαν στήν ἀκραία ἄποψη ὅτι τό κράτος μπορεῖ τελικῶς νά χρησιμοποιηθεῖ μόνον πρός ὄφελος τῶν καταπιεζομένων καί πρός περιορισμό τῶν καταπιεστῶν.
 
Τούτη τήν πεποίθηση δέν ἀπέφυγε οὔτε ἡ νομική ἐπιστήμη. Εἰδικώτερα στήν Ἑλλάδα, ἡ ψήφιση ἑνός δημοκρατικοῦ Συντάγματος καί ἡ μετέπειτα ἐπικράτηση τῆς «μεγάλης ἀριστερῆς παράταξης» τοῦ ΠΑΣΟΚ ἀπέληξε σέ κλῖμα θεωρησιακῆς αἰσιοδοξίας, πού θεώρησε τό μεταπριλιανό καθεστώς ὡς τό ἀπαύγασμα τῆς δημοκρατίας καί τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἀρνούμενοι νά συγκροτήσουν μία θετική νομική θεωρία ἱκανή νά θεμελιώσει τήν ἐπιστήμη τουλάχιστον στήν ἀποδοχή ἁπτῶν ἐμπειρικῶν δεδομένων. Οἱ νομικοί ἐκείνης τῆς γενιᾶς γαλουχήθηκαν μέ τήν πίστη ὅτι, παρά τά ἀνακύπτοντα προβλήματα, ὁ κάθε νόμος ἦταν ἀντικειμενικός, εἶχε μία ''rationem'', καί τά πάντα διασφαλίζονταν μέ θεσμικά ἀντίβαρα. Κατέληξαν, λοιπόν, ἀντί νά μιλοῦν γιά τό δίκαιο ὅπως εἶναι, νά ἀναλύουν τό δίκαιο ὅπως ἔπρεπε νά εἶναι, καί, ἀκόμη χειρότερα, νά μελετοῦν τό ἰσχύον δίκαιο ὡς τό δέον δίκαιο, λησμονώντας ὅτι «ἡ ὕπαρξη τοῦ δικαίου εἶναι ἕνα ζήτημα ἡ ἄξία ἤ ἡ ἀπαξία του εἶναι ἄλλο ζήτημα».<ref>J. Austin, ''The Province of Jurisprudence Determined'', Cambridge University Press, Κέιμπριτζ, 1995 [1832], σελ. 157.</ref>
 
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τίς παραπάνω παραμέτρους, μποροῦμε νά προχωρήσουμε περαιτέρω στήν ἐξέταση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς.
Line 63:
 
===Θεσμική ἐφαρμογή καί τριτενέργεια===
Ἡ βασική θέση τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας ἔγκειται στήν «ἐπέκταση τῆς νομικῆς προστασίας, τήν ὁποία ἀπολαύουν οἱ ἰδιῶτες ὅσον ἀφορᾶ τίς σχέσεις τους μέ τό Κράτος, στίς σχέσεις τους μέ τούς ἄλλους ἰδιῶτες μέ τήν ἀναγνώριση τῆς δυνατότητας νά ἐπικαλοῦνται ἑκατέρωθεν στίς μεταξύ τους σχέσεις τά συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα καί ἐλευθερίες».<ref>Τζ. Ἡλιοπούλου-Στράγγα, ''Ἡ «τριτενέργεια» τῶν ἀτομικῶν καί κοινωνικῶν δικαιωμάτων τοῦ Συντάγματος 1975'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1990, σελ. 27.</ref> Ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δημιουργεῖ ἀμφιβολίες γιά τήν τοποθέτησή της ἀπέναντι στήν τριτενέργεια. Ἐνῶ τονίζεται ὅτι τά συνταγματικά δικαιώματα ἐφαρμόζονται στό σύνολο τῆς ἔννομης τάξης (ἀρχή τῆς καθολικῆς ἐφαρμογῆς) καί κατ’ ἀρχήν ὡς πρός ὅλο τό περιεχόμενό τους (ἀρχή τῆς βασικῆς ἰσχύος) καί ἔχει ἤδη δηλωθεῖ ἡ ἀντίθεση μέ τήν θεωρία τῆς ἔμμεσης τριτενέργειας, ἐν τέλει ἐπισημαίνεται ὅτι μόνον τό ἀμυντικό (καί ὄχι τό προστατευτικό καί διασφαλιστικό) περιεχόμενο τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἐφαρμόζεται στίς διαπροσωπικές σχέσεις.
 
Ἀλλά, σέ τί συνίσταται ἡ διάκριση τοῦ περιεχομένου τῶν δικαιωμάτων σέ ἀμυντικό, προστατευτικό καί διασφαλιστικό, στήν ὁποία προβαίνουν οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς; Σύμφωνα μέ τήν θεσμική ἐφαρμογή, ρητῶς ἀναγνωρίζεται ὅτι «ἡ ἔννοια τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος δέν διαφέρει βασικά ἀπό τήν ἔννοια τοῦ κοινοῦ δικαιώματος, τοῦ παρεχόμενου μέ τήν κοινή νομοθεσία».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 94.</ref> Δεδομένου ότι, ως γνωστόν, δικαίωμα εἶναι «ἡ ἐξουσία πού ἀπονέμεται ἀπό τό δίκαιο στό πρόσωπο (φυσικό ἤ νομικό) γιά τήν ἱκανοποίηση ἐννόμων συμφερόντων του»,<ref>Ἀπ. Γεωργιάδης, ''Γενικές Αρχές Ἀστικοῦ Δικαίου'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2007, σελ. 166.</ref> ἐννοιολογικά στοιχεῖα τοῦ δικαιώματος εἶναι: α) ἡ ἐξουσία, δηλαδή ἡ δύναμη πού παρέχεται στό πρόσωπο γιά νά ἱκανοποιήσει τά συμφέροντά του ἀκόμα καί ἀναγκαστικῶς, δηλαδή μέ τήν βοήθεια τῆς δημόσιας ἀρχῆς, β) ἡ ἀπονομή τῆς ἐξουσίας αὐτῆς ἀπό τό δίκαιο, γ) ἀπονομή σέ ὁρισμένο πρόσωπο, τόν δικαιοῦχο, δ) ἡ χρήση τῆς ἐξουσίας γιά τήν ἱκανοποίηση ἐννόμου συμφέροντος, δηλαδή συμφέροντος προστατευομένου ἀπό τό δίκαιο.<ref>Γεωργιάδης, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 24), σελ. 167.</ref>
Line 76:
Ἡ μέθοδος τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἀποτελεῖ κατ’οὐσίαν μία «κοινωνιολογική» γενίκευση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας:<ref>Γιά τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, βλ. παρακάτω, ὑπό 4.</ref> στό αἴτημα γιά εὔλογη σχέση μεταξύ περιοριζομένου δικαιώματος καί σκοποῦ τοῦ νομοθέτη, ὁ τελευταῖος ἀντικαθίσταται μέ τήν ἰδέα τοῦ θεσμοῦ.<ref>«Ἡ θεσμική ἐφαρμογή βασίζεται στήν αἰτιώδη συνάφεια πού ἀντικειμενικά ὑπάρχει ἀνάμεσα στά πράγματα. Ἄλλωστε καί ἡ ἀναλογικότητα εἶναι μία μορφή αἰτιώδους συνάφειας (ἀνάμεσα στόν σκοπό καί τό χρησιμοποιούμενο μέσο). Ἡ ἐνδιαφέρουσα στήν θεσμική ἐφαρμογή αἰτιώδης συνάφεια εἶναι ἐκείνη, πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό περιοριζόμενο δικαίωμα καί στόν θεσμό, μέσα στόν ὁποῖο ἀσκεῖται» (Δημ, 233).</ref> Κανείς, φυσικά, δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν πραγματικότητα τῆς ἐντός τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν δράσης τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τό ἐρώτημα πού ἀνακύπτει εἶναι τό πῶς θά καθορισθεῖ τό περιεχόμενο τοῦ κάθε θεσμοῦ. Μήπως μέ τήν προσφυγή στά πορισμάτα τῆς ἀνθρωπιστικῆς ἐπιστήμης πού τόν μελετᾶ; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική. Τό περιεχόμενο τῶν θεσμῶν καί τῶν δικαιωμάτων καθορίζονται ἀπό τήν «φύση τῶν πραγμάτων», ὅπως αὐτή γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τήν κρατική βούληση<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 68.</ref> -ἤ τήν θεωρητική δικαιολόγηση τῆς κρατικῆς βούλησης.<ref>«Ἡ αἰτιώδης συνάφεια ἀποτελεῖ φυσική σχέση, ἑπομένως καί νομική σχέση τῶν πραγμάτων. Ὡς φυσική σχέση ἀπορρέει ἀπό τήν φύση τῶν πραγμάτων, πού ἀποτελεῖ πηγή δικαίου. Κατά συνέπεια, ἡ αἰτιώδης συνάφεια δέν εἶναι ἁπλά "πραγματική", ἀλλά καί νομική σχέση. Ἐνδεχόμενη ἀντίθετη γραπτή ρύθμιση δέν μπορεῖ νά μεταβάλει τήν φύση τοῦ πράγματος καί νωρίτερα ἤ ἀργότερα θά προσαρμοστεῖ πρός αὐτή» (Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 70). Ἄλλη μία συνηγορία ὑπέρ τῆς θεωρίας τοῦ φυσικοῦ δικαίου πού δημιουργεῖ ἐρωτήματα τόσο ὡς πρός τό ποιά εἶναι ἡ φύση τῶν πραγμάτων καί ποιός τήν καθορίζει, ὅσο καί ποιά -θεσμική ἤ πραγματική- δύναμη θά ἐπαναφέρει τήν νομοθετική ἐξουσία σέ ἁρμονία μέ τήν φύση τῶν πραγμάτων, ἐφ’ ὅσον αὐτή φαίνεται νά εἶναι ἡ μόνη νόμιμη παραγωγός δικαίου.</ref> Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ἡ ἔννοια τοῦ θεσμοῦ χρησιμοποιεῖται ὡς ἔνδειξη ἀντικειμενικότητας καί κοινωνικότητας τοῦ δικαίου, παρ’ ὅλ’ αὐτά δέν ἀπομακρύνεται καί πολύ ἀπό τήν παραδοσιακή ἀντίληψη τοῦ θεσμοῦ ὡς συνόλου «ἐννόμων σχέσεων καί καταστάσεων συγκροτουμένων ἐπί τῇ βάσει ὡρισμένων χαρακτηριστικῶν εἰς ἑνότητα μέ ἰδιαιτέραν αὐτοτέλειαν καί διεπομένην, ὑπό ἑνιαῖον πνεῦμα, ἀπό κλειστόν πλέγμα κανόνων δικαίου».<ref>Ἰ. Κ. Σημαντήρας, ''Γενικαί Ἀρχαί τοῦ ἀστικοῦ δικαίου'', γ’ ἔκδ. ἀναθ., ἡμίτομος Α’, Ἀφοί Π. Σάκκουλα, Ἀθήνα, 1980, σελ. 135.</ref>
 
Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στήν ὑπόθεση τῶν Σατανιστῶν, σωματεῖο τῶν ὁποίων ὑποστηρίζει ὅτι διάταξη νόμου ἀπαγορεύουσα τήν λατρεία τῆς μαγείας, προσβάλλει τό συνταγματικῶς κατοχυρωμένο δικαίωμα τους τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (ἄρθ.13 Σ). Ὑποστηρίζεται ὅτι δέν προσβάλλεται τό δικαίωμά τους, διότι προστατευόμενο ἀγαθό τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ θρησκεία, δηλαδή ἡ πίστη καί ἡ λατρεία στήν «καλή» ἀνώτερη δύναμη, ἐνῶ οἱ Σατανιστές πιστεύουν καί λατρεύουν τήν «κακή» ἀνώτερη δύναμη.<ref>Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, 2007β, σελ. 1-7.</ref> Ἀφ’ ἑνός, ἡ θρησκεία ὁρίζεται ὡς «ἡ (γνωστή) πίστη καί λατρεία τοῦ θείου».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 646.</ref> Ἀπό ποῦ ὅμως συνάγεται ὅτι «ἡ θρησκεία ἀναφέρεται στό "θεῖο", δηλαδή στήν "καλή ἀνώτερη δύναμη", στόν Θεό»;<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 648.</ref> Ἄραγε ὁ πολυθεϊσμός (ὅπου ἀνάμεσα στήν θεϊκή πολλαπλότητα εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν καί «κακές» θεότητες) δέν εἶναι θρησκεία; Ὁ Ἰνδουϊσμός πού βασίζεται στήν πίστη τοῦ Μπράχμαν ὡς βαθύτερης ἀπρόσωπης θείας οὐσίας ἀπεμπολεῖ γι’ αὐτό τά χαρακτηριστικά τοῦ θρησκεύματος; Ἀφ’ ἑτέρου, ὁ χαρακτηρισμός μίας πίστης ὡς «καλῆς» ἤ «κακῆς» ἀποδίδεται ἀπό τόν παρατηρητή βάσει τῶν προσωπικῶν του πεποιθήσεων: κανένας θρησκευτικός ὁπαδός δέν θά δεχθεῖ ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς λατρείας του εἶναι «κακό», ἀλλά καί κάτι τέτοιο εὑρίσκεται ἐκτός τῶν ὁρίων τοῦ Δικαίου, τό ὁποῖο ἐκ δογματικοῦ ὁρισμοῦ ἀρκεῖται στήν ρύθμιση τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς τῶν πολιτῶν, δίχως νά ὑπεισέρχεται στίς ἐσώτερες διαθέσεις τους. Στήν προκείμενη ὑπόθεση, θά πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι πράγματι θίγεται ἡ θρησκευτική ἐλευθερία τῶν Σατανιστῶν, ἀλλά ὅτι τοῦτο μπορεῖ νά ἀνάγεται σέ προληπτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (διότι π.χ. οἱ σατανιστικές λατρεῖες ὑπάγονται συχνά σέ διατάξεις τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα) ἤ ὅτι σχετίζεται μέ τήν ἀντίθεση Σατανισμοῦ καί ἐπικρατούσης θρησκείας.<ref>Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας -καί μέ κρατική ἐπικύρωση μάλιστα- συνηγοροῦν ὑπέρ τοῦ δευτέρου ἐπιχειρήματος πού ἐξετέθη παραπάνω: «ἡ ἰδεολογία τοῦ Σατανισμοῦ ἐμφανίστηκε μέ τήν «Νέα Ἐποχή» (New Age), πού ὑπόσχεται ὅτι δῆθεν θά φέρει τήν παγκόσμια τάξη, τήν παγκόσμια κυβέρνηση, τήν παγκόσμια θρησκεία, ἕναν τέλειο κόσμο...» (Χ. Γκότση/π. κΓ.ά Μεταλληνό/Γ. Φίλια, ''Ὀρθόδοξη Πίστη καί Λατρεία, Α’ Γενικοῦ Λυκείου'', ΟΕΔΒ, Ἀθήνα, 2007, σελ. 187).</ref>
 
Τό δεύτερο πεδίο τῆς νομοθετικῆς παντοδυναμίας ἀφορᾶ τό σημαντικό ζήτημα τῶν περιορισμῶν τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων. Βάσει τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, ἀναπτύσσεται ἕνα ὁλόκληρο σύστημα λεπτοφυῶν διακρίσεων ἀνάμεσα σέ ὁριοθετήσεις, ἁπλούς περιορισμούς, ἁπλές ἐπιδράσεις, προσβολές. Ἐδῶ ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπάντηση στό θεμελιῶδες ἐρώτημα: μέχρι ποιοῦ σημείου μπορεῖ νά περιοριστεῖ ἕνα δικαίωμα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι κατ’ ἀρχήν εὐκρινής: κανένα δικαίωμα δέν μπορεῖ νά θιγεῖ στόν πυρήνα του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ πυρήνας εἶναι «μία περιοχή τῆς ὁποίας ἡ συρρίκνωση δέν εἶναι κατά δίκαιο ἀνεκτή».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 107.</ref> Σέ τί συνίσταται ὅμως ὁ πυρήνας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος; «Πυρήνας εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ κτήση τοῦ δικαιώματος».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 109.</ref> Ἀλλά, κτήση εἶναι «ἡ νομική σύνδεση δικαιώματος καί δικαιούχου»<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 109.</ref> καί, βεβαίως, «πραγματική καί νομική ἱκανότητα κτήσης δέν συμπίπτουν ἀναγκαία».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 114.</ref> Τό ἐπιχείρημα ὁλοκληρώνεται μέ τήν διακήρυξη «οὐδείς περιορισμός στήν γενική σχέση»,<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 201.</ref> δηλαδή «ὁ κοινός νομοθέτης δέν μπορεῖ νά διαπλάσσει περιορισμούς κατά τέτοιο τρόπο πού νά καταλαμβάνουν τήν γενική σχέση καί νά ἀφοροῦν ὅλους ἀδιάκριτα τούς φορεῖς συνταγματικῶν δικαιωμάτων».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 202.</ref> Τά παραπάνω πρακτικῶς σημαίνουν ἕνα πρᾶγμα: ὅσο ἕνα δικαίωμα βρίσκεται διατυπωμένο στό συνταγματικό κείμενο, κάθε περιορισμός του δέν ἀφορᾶ ποτέ τόν πυρήνα, ὁ ὁποῖος θά ἐθίγετο μόνο μέ τήν κατάργηση τῆς συνταγματικῆς διάταξης.