Test1: Difference between revisions

269 bytes added ,  11 months ago
no edit summary
No edit summary
No edit summary
Line 95:
 
====Λειτουργία καί κριτική====
Ἄς προχωρήσουμε ὅμως στήν κατ’ ἐξοχήν ἐξέταση τῆς θέσης περί ἑνότητας καί ἀντικειμενικότητας τοῦ δικαίου, ἡ ὁποία ἐπ’ οὐδενί δέν συνιστᾶ πρωτοτυπία τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Τό νεωτερικό κοσμοσύστημα δίνει προτεραιότητα στήν ἀέναη συσσώρευση κεφαλαίου. Ἀπό τήν γένεσή της, λοιπόν, «ἡ οἰκονομία τοῦ καπιταλισμοῦ διακατεχόταν ἀπό τήν ὀρθολογιστική πρόθεση νά αὐξηθεῖ ἡ συσσώρευση σέ μέγιστο βαθμό».<ref>Wallerstein, 1987, σελ. 22.</ref> Ἡ τάση αὐτή, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπιδίωξη, ἀπό μέρους τοῦ κράτους, τῆς ἀποτελεσματικῆς διαχείρισης ἤ/καί καταστολῆς τῶν «ἐπικίνδυνων» τάξεων, ὁδήγησε στήν γραφειοκρατικοποίηση τοῦ σύγχρονου κόσμου. Η ενίσχυση της γραφειοκρατικής οργάνωσης εξηγείται λόγω της καθαρά τεχνικής υπεροχής της έναντι άλλων οργανωτικών δομών.<ref>Βλ. Weber, σελ. 973.</ref> Ἔτσι, ἡ σύγχρονη νομοθεσία καί συνακόλουθα ἡ νομική δογματική εὑρίσκονται ὑπό καθεστώς διαρκοῦς φορμαλιστικῆς συστηματοποίησης: «Καί εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι αὐτή ἡ ἀνάγκη συστηματοποίησης [...] ἀπαντάει σέ μίαν ἀπαίτηση ἀκριβοῦς ὑπολογισμοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, αὐτή ἡ ἴδια ἀπαίτηση ἐπιβάλλει τό νομικό σύστημα νά ἀντιπαρατίθεται στά μεμονωμένα συμβάντα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ὡς κάτι σαφῶς σταθερό καί πάντα διαθέσιμο, ἄρα ὡς αὐστηρό σύστημα».<ref>LukácsΓκ. Λούκατς, ''Ἱστορία καί Ταξική Συνείδηση'', Ὀδυσσέας, β’ ἔκδ., Ἀθήνα, 2001, σελ. 195-196.</ref>
 
Γιά τήν θεσμική ἐφαρμογή, ἡ ἑνότητα ταυτίζεται μέ τήν μή ἀντιφατικότητα τῆς ἔννομης τάξης, καί διασφαλίζεται στήν ἔννομη τάξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, τούτη ἡ κρίση αὐτοαναιρεῖται λόγῳ τοῦ δυϊσμοῦ τῆς πηγῆς τοῦ δικαίου, ὁ ὁποῖος, τεθειμένος ὡς πρωταρχική παραδοχή τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, δυναμιτίζει ἐξ ἀρχῆς κάθε προσπάθεια «συνοχῆς» τοῦ δικαίου: τί γίνεται ἐάν ὁ νομοθέτης ἀντιτεθεῖ στήν φύση τοῦ πράγματος; «Οἱ θεωρητικοί τῆς φύσης τῶν πραγμάτων δέν φτάνουν ὥς τό σημεῖο νά ἐξαρτοῦν τήν ἰσχύ τῶν κανόνων τοῦ (θετικοῦ) δικαίου ἀπό τήν συμφωνία τους πρός τά δεδομένα αὐτῆς τῆς φύσης, ἀλλά προβλέπουν ἁπλῶς ὅτι σέ ἀποφατική περίπτωση οἱ κανόνες αὐτοί θά ἀτονήσουν στήν πράξη καί θά περιέλθουν σέ ἀχρησία».<ref>Μάνεσης, 1980β, σελ. 398, ὑποσημ. 39.</ref>
Line 145:
Κάθε θετική θεωρία τοῦ δικαίου πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν δυναμική λειτουργία τοῦ γράμματος τοῦ νόμου ἐντός τῆς πραγματωμένης ἔννομης τάξης. Πρέπει, λοιπόν, ἀμέσως νά ἐξετάσουμε τίς ἔννοιες τῆς τριτενέργειας καί τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. γ’, τά συνταγματικά δικαιώματα ἰσχύουν καί στίς σχέσεις μεταξύ ἰδιωτῶν στίς ὁποῖες προσιδιάζουν. Τό ἐδάφιο αὐτό προκαλεῖ ἀπορία ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ «προσιδιάζειν». Ἡ ἰδιωτική ἐξουσίαση ὡς ''causa'' τῆς τριτενέργειας τῶν δικαιωμάτων μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀνεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ἐκκινώντας ἀπό ἕναν πολύ ἐμπειρικό ὁρισμό τῆς ἐξουσίας, ὅπως ὅτι «ἐξουσία ἀσκεῖται ὅταν ὁ Α βάζει τόν Β νά κάνει κάτι πού ὁ Β δέν θά ἔκανε ἀπό μόνος του»,<ref>Heywood, σελ. 32.</ref> ὁδηγούμαστε στό συμπέρασμα ὅτι πάρα πολλές κοινωνικές σχέσεις εἶναι πράξεις ἰδιωτικῆς ἐξουσίασης. Ὅμως, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, καταλήγουμε στήν φορμαλιστικά σχηματοποιημένη ταύτιση τοῦ ἀμυνομένου καί ἐξουσιαζομένου ἀφ’ ἑνός, καί ἐπιτιθέμενου καί ἐξουσιαστῆ ἀφ’ ἑτέρου. Καί ἄν ἡ ἄρνηση μιᾶς τέτοιας θέσης ἄγεται σέ ἀνακρίβειες,<ref>Βλ. Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 222, ὅπου ὑποστηρίζεται ὅτι δέν ὑφίστανται νομικές συγκρούσεις στήν σύγχρονη ἔννομη τάξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, «στήν ὁποία ὁ συντακτικός νομοθέτης ρυθμίζει τά νομικά μορφώματα κατά τρόπο ἁρμονικό», ἐνῶ «ἀναγνωρίζεται μόνο ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου στό ἄτομό του (αὐτεξουσία, αὐτοπροσδιορισμός) ὄχι ὅμως καί ἡ ἐξουσία τοῦ ἀτόμου πάνω σέ ἄλλα ἄτομα», καί προστίθεται ἀκόμη ὅτι «ἡ ἐξουσία πάνω σέ πράγματα δέν ἐπιτρέπεται νά ὁδηγεῖ στήν κυριαρχία πάνω σέ ἄλλους ἀνθρώπους».</ref> ἡ ἀποδοχή της καταλήγει σέ μία παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας, ὅπου ὁ συγκεκριμένος φορέας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος περιορίζεται χάριν τῶν ὅποιων δικαιωμάτων τῶν τρίτων, φορέων ἴσως ἰδιωτικῆς ἐξουσίας.<ref>Βλ. Μάνεση, 1979, 53-54. Ἔτσι, δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ συνδικαλιστική δράση ὡς ἐξουσίαση τοῦ ἐργοδότη ἀπό τόν έργαζόμενο, «διότι ὁποιαδήποτε δύναμη κι ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι διαθέτει ἀπέναντι στούς ἐργοδότες, οὔτε τούς ἐκμεταλλεύεται οὔτε τούς ἐξουσιάζει».</ref>
 
Ἡ ὁμοιότητα (τό «προσιδιάζειν») σημαίνει ὅτι, στά πλαίσια μίας ἰδιωτικῆς σχέσης, τό ἕνα μέρος παρουσιάζει κοινά γνωρίσματα μέ τό κράτος καί τό ἄλλο μέρος ἔχει δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις πρός τό πρῶτο μέρος πού ἐμφανίζουν κοινά στοιχεῖα μέ ὅ,τι συνεπάγεται γιά ἕνα ἄτομο ἡ σύνδεση μέ ἕνα κράτος. Κατ’ ἐξοχήν ἀντίστοιχος μέ τό κράτος χῶρος εἶναι τό ἐργοστάσιο: μία κλειστή ἰδιόκτητη χώρα ἐντός τῆς ὁποίας ἕνας λαός ἐργατῶν τίθεται ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός ἡγεμόνα, δηλαδή τά διευθυντικά δικαιώματα τοῦ ἐργοδότη. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἐμπνευστής τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας Hans Carl Nipperdey<ref>Τό 1933, οἱ ἐθνικοσοσιαλιστές ἀπεκάθαραν τίς νομικές σχολές, δίδοντας ὤθηση σἐ μία νέα γενιά νομικῶν πού κράτησαν τίς θέσεις μέχρι καί τήν δεκαετία τοῦ ’60. «Ὁ Hans Carl Nipperdey, ὁ Ulrich Scheuner, ὁ Hans-Peter Ipsen, καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πού εἶχαν συμμετάσχει στήν διαμόρφωση τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ νομικοῦ συστήματος ἐπέστρεψαν στίς ἕδρες τους καί συνέχισαν νά κυριαρχοῦν στήν γερμανική νομική σκέψη τό ’50, ὅπως ἀκριβῶς τό εἶχαν πράξει στίς δεκαετίες τοῦ ’30 καί τοῦ ’40. Τά σχόλιά τους σέ νόμους συνέχισαν νά ἐμφανίζονται, σάν τίποτε νά μήν εἶχε συμβεῖ, σέ νέες ἐκδόσεις μέ τήν ἐπιμέλεια τῶν παλαιῶν συγγραφέων» (Specter, σελ. 47). Μετά τήν λήξη τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Nipperdey μεταπήδησε γρήγορα στόν Ordoliberalismus (γνωστό τό πόνημά του Soziale Marktwirtschaft und Grundgesetz, Heymann, Köln, 1961), τόν γερμανικό νεοφιλελευθερισμό, ἐπίσημο δόγμα τῆς Angela Merkel, βλ. λῆμμα Nipperdey, Hans Carl σέ Hasse et al.. Ἡ μεταστροφή δέν εἶναι ὅσο μεγάλη φαίνεται: ἀλήθεια, ὁ ναζιστικός ὁλοκληρωτισμός πού ἐπεδίωκε τήν συμφιλίωση τῶν τάξεων, δηλαδή τήν ἐπιβίωση τοῦ καπιταλισμοῦ, πόσο διαφέρει ὡς σχῆμα ἀπό τό –κατά τόν A. Rüstow- σύνθημα τοῦ Ordoliberalismus: «Ἐλεύθερη Οἰκονομία-Ἰσχυρό Κράτος» (C. Friedrich, «[https://doi.org/10.2307/1951819 The Political Thought of Neo-Liberalism]», ''American Political Science Review'' 49(2), 1955, σελ. 509-525: 512).</ref> ἦταν ἕνας ἀπό τούς διαμορφωτές τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ δικαίου στήν Γερμανία καί σχολιαστής τοῦ περίφημου Νόμου γιά τήν Ὀργάνωση τῆς Ἐθνικῆς Ἐργασίας τοῦ 1934 (''Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit'').<ref>Alfred Hueck/Hans Karl Nipperdey/Rolf Dietz, ''Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit, Kommentar'', Μόναχο καί Βερολίνο, 1934. Ὁ νόμος αὐτός κατήργησε τά συνδικάτα καί καθόρισε τούς χώρους ἐργασίας ὡς ἐργοστασιακές κοινότητες (''Betriebsgemeinschaft''), διευθυνόμενες ἀπό τόν ἔργοδότη ὡς ἀρχηγό (''Führer''). Ὁ ἀρχηγός περιβαλλόταν ἀπό ἕνα συμβουλευτικό σῶμα (''Vertrauensrat''), ἐκλεγμένο ἀπό τούς ἐργαζομένους καί ἀποδεκτό ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, μέ ἔργο του τήν αὔξηση τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ἐντός τῆς ἐργοστασιακῆς κοινότητας. Οἱ ἐργαζόμενοι ὄφειλαν πίστη καί ὑποταγή στόν ἀρχηγό καί ἐκεῖνος ὄφειλε νά φροντίζει γιά τήν εὐζωΐα τους (''Fürsorgepflicht''). Βλ. Welch, σελ. 220 ἑπ. καί Finikin, σελ. 621 καί τήν ἐκεῖ παρατιθέμενη βιβλιογραφία.</ref> Ἡ γενική ποιοτική ἀντιστοιχία κράτους-ἐργοστασίου μπορεῖ νά ἐξειδικευτεῖ καί στήν σύνδεση συγκεκριμένης κρατικῆς ὑπηρεσίας μέ μία ἀντίστοιχη ἰδιωτική. Ἔτσι, π.χ. κανόνες πού ἀφοροῦν τήν παροχή ὑπηρεσιῶν σέ ἕνα κρατικό νοσοκομεῖο μποροῦν νά ἰσχύσουν καί γιά μία ἰδιωτική κλινική.
 
Ἄς περάσουμε στό θέμα τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. δ’, ἡ ἀναλογικότητα ἀναφέρεται στόν περιορισμό τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἀπό τήν κρατική ἐξουσία. Χρήσιμη μεθοδολογικά εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Ε. Μπέη περί διάκρισης μεταξύ διμεροῦς καί τριμεροῦς ἀναλογικότητας. Διμερής ἀναλογικότητα ὑφίσταται στίς σχέσεις κράτους καί ἰδιώτη, δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ συμφέροντος. Ἀντίθετα, ἡ τριμερής ἀναλογικότητα προϋποθέτει «δύο ἰδιῶτες, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας ἀσκεῖ τό ἀτομικό του δικαίωμα εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, καί ἕνα φορέα δημόσιας ἐξουσίας. Παράλληλα, στό παραπάνω σχῆμα προσώπων ἀντιστοιχεῖ τό ἀκόλουθο σχῆμα ἔννομων σχέσεων: Ἀξίωση τοῦ Α ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά μήν ἐπέμβει στό ἀτομικό του δικαίωμα, ἀξίωση τοῦ Β ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά προστατεύσει τό θιγόμενο ἀτομικό του δικαίωμα ἀπό τήν δράση τοῦ Α καί ὑποχρέωση τοῦ δημοσίου νά ὁριοθετήσει τά συγκρουόμενα ἀτομικά δικαιώματα».<ref>Μπέης, κεφ. 4.2.</ref> Ἡ ἄποψη αὐτή ἐξηγεῖ ἐπαρκῶς τήν λειτουργία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων,<ref>Ὁ Μπέης, στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου του, ἀναφέρει τό ἐξῆς παράδειγμα: «Προκειμένου ἡ Νομαρχία Α νά ἐκδώσει ἄδεια λειτουργίας σέ ἕνα πλυντήριο αὐτοκινήτων πού στεγάζεται σέ πολυκατοικία, προβαίνει σέ ἠχομέτρηση τοῦ προκαλούμενου θορύβου, γιά νά διαπιστώσει ἄν ἡ ἔνταση τοῦ θορύβου ξεπερνᾶ τά κατά τό ἄρθρο 19 περίπτωση α) Π.Δ. 455/1976 προβλεπόμενα ὅρια τῶν 70 dB. Ἡ ἔκδοση συνοδεύεται ὑπό τόν ὅρο τῆς τοποθέτησης ἠχοπετάσματος στήν εἴσοδο τοῦ πλυντηρίου καί ἐπιφέρει τίς διαμαρτυρίες τῶν γειτόνων πού φοβοῦνται ὑπέρμετρη ἐπιβάρυνση τοῦ δικαιώματός τους γιά σωματική καί ψυχική ἀκεραιότητα κατά τό ἄρθρο 7 § 1 Σ ἀπό τήν "νόμιμη" ἠχορύπανση. Ἀντίθετα, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πλυντηρίου θεωρεῖ ὅτι ὁ ὅρος τῆς τοποθέτησης ἠχοπετάσματος περιορίζει ὑπέρμετρα τήν ἄσκηση τῆς σχεδιαζόμενης ἐπαγγελματικῆς του δραστηριότητας, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 22 § 1 Σ».</ref> ἐν τούτοις μόνον ὅσο αὐτά ἀφοροῦν τήν ἐλεύθερη ἰδιωτική δράση σχετικά ἴσων ἀτόμων, δηλαδή δέν λαμβάνουν ταξική καί πολιτική χροιά. Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ἀπολιτική ἄσκηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων δέν θίγεται, συνήθως, ἀπό τήν κρατική ἐξουσία -καί μάλιστα οὔτε ἀπό τά δικτατορικά καθεστῶτα»,<ref>Γ. Κασιμάτης, ''Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, α’'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1980, σελ. 161.</ref> ἀλλά, σέ κάθε περίπτωση, τό περιεχόμενο τῶν ἀπολίτικων ἀτομικῶν δικαιωμάτων ρυθμίζεται ἀπό συγκεκριμένους νόμους, ἰσχύοντες καί δίχως τήν διακήρυξη δικαιωμάτων, ἐπειδή τό κράτος ὤφελεῖται ἀπό τήν ἐξομάλυνση τῶν μικροεντάσεων μεταξύ τῶν πολιτῶν, ἰδεολογικά ἐπιβεβαιουμένου κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τοῦ ρόλου του ὡς φύλακα τοῦ κοινωνικοῦ συμβολαίου.