Test1: Difference between revisions

5,731 bytes added ,  11 months ago
Line 74:
Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, παρ’ ὅτι ἀνέγνωσαν τήν μή δυνατότητα ἐλέγχου τῆς «κατάχρησης τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας»,<ref>Χρυσογόνος, σελ. 88.</ref> συνεχίζουν νά φρονοῦν ὅτι «σέ περίπτωση σύγκρουσης τοῦ γραπτοῦ δικαίου, μέ τό ἀπό τήν φύση τῶν πραγμάτων παραγόμενο δίκαιο, ἡ σύγκρουση αἴρεται μέ τήν τελική ἐπικράτηση τοῦ δεύτερου, καθόσον ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλει "τά παρά φύσιν"».<ref>Δημητρόπουλος, 2011, σελ. 17. Ἡ φύση τῶν πραγμάτων ταυτίζεται μᾶλλον μέ τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα (ὅπ.π., 16), ἄν καί δέν ἀποσαφηνίζεται γιατί προτιμᾶται ὁ συγκεκριμένος ὅρος μέ τίς τόσες φυσικοδικαιϊκές συνυποδηλώσεις.</ref> Τό ζήτημα τίθεται μέ μεγαλύτερη ἔνταση ὑπό τήν προοπτική τοῦ νόμου 3845/2010,<ref>ΦΕΚ 65 Α’, 6/5/2010.</ref> μέ τόν ὁποῖο τέθηκαν σέ ἐφαρμογή οἱ ἐπιταγές τοῦ πρώτου «Μνημονίου». Ὁ νόμος ἀποτελεῖ «βαθεία τομή» στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη, διότι ἡ πλειοψηφία τῆς ἐκλεγμένης ἀπό τόν κυρίαρχο λαό Βουλῆς ψήφισε μέτρα ἀντισυνταγματικά καί στερούμενα λαϊκῆς νομιμοποίησης, τά ὁποῖα ὡστόσο τό ΣτΕ θεώρησε καθ’ ὅλα νόμιμα.<ref>ΣτΕ 668/2012, Ὁλ.</ref> Ἐν τούτοις, ἀντίθετα μέ τήν ἀφηρημένη «Natur der Sache», ὁ κοινός νομοθέτης,<ref>Δέν μᾶς διαφεύγει βεβαίως ὅτι «σήμερα, στά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία ταυτίζεται μέ τήν πλειοψηφία τῆς Βουλῆς μέσῳ τοῦ πλειοψηφοῦντος καί κυβερνώντος κόμματος» καί ὅτι οἱ ἐλευθερίες «βρίσκονται στό ἔλεος τῆς ἑκάστοτε πλειοψηφίας, πού δέν ἀποκλείεται νά ἀποδειχτεῖ πλειοψηφία χωρίς ἔλεος γιά τίς ἀτόμικές ἐλευθερίες, πάντα μέσα στά τυπικά πλαίσια τοῦ Συντάγματος» (Μάνεσης, 1979, σελ. 69), κάτι πού τό Μνημόνιο ἤδη ἐπιβεβαίωσε, ὅπως εἴδαμε παραπάνω. Χρησιμοποιοῦμε γιά τυπικούς λόγους τόν ὅρο «νομοθέτης» γιά νά χαρακτηρίσουμε ὅλο τό συμπαγές οἰκοδόμημα κοινοβουλευτικῆς πλειοψηφίας καί κυβέρνησης.</ref> κατά τήν θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, περιβάλλεται μέ ὑπερεξουσίες, ἀφ’ ἑνός καθορίζοντας τό περιεχόμενο τῶν θεσμῶν, ἀφ’ ἑτέρου περιορίζοντας κατά τό δοκοῦν τά συνταγματικά δικαιώματα, λαμβανομένου πάντα ὑπ’ ὄψιν τοῦ δεδομένου τοῦ «τεκμηρίου συνταγματικότητας»<ref>Τσάτσος, Τό πρόβλημα τῆς ἑρμηνείας ἐν τῷ Συνταγματικῷ Δικαίῳ, 1970, σελ. 28 ἑπ.</ref> τοῦ ἑκάστοτε νόμου καί τοῦ παρεπομένου δικαστικοῦ ἐλέγχου μόνον τοῦ «δηλωμένου σκοποῦ» του.<ref>ΣτΕ 373/1997, ΕλΔικ 1997 σελ. 1369. ΣτΕ 2152/1993, Ὁλ., ΤοΣ 1994, σελ. 117 ἑπ.</ref> Ἄς τά διερευνήσουμε μέ τήν σειρά.
 
Ἡ μέθοδος τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἀποτελεῖ κατ’οὐσίαν μία «κοινωνιολογική» γενίκευση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας:<ref>Γιά τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, βλ. παρακάτω, ὑπό 4.</ref> στό αἴτημα γιά εὔλογη σχέση μεταξύ περιοριζομένου δικαιώματος καί σκοποῦ τοῦ νομοθέτη, ὁ τελευταῖος ἀντικαθίσταται μέ τήν ἰδέα τοῦ θεσμοῦ41θεσμοῦ.<ref>«Ἡ θεσμική ἐφαρμογή βασίζεται στήν αἰτιώδη συνάφεια πού ἀντικειμενικά ὑπάρχει ἀνάμεσα στά πράγματα. Ἄλλωστε καί ἡ ἀναλογικότητα εἶναι μία μορφή αἰτιώδους συνάφειας (ἀνάμεσα στόν σκοπό καί τό χρησιμοποιούμενο μέσο). Ἡ ἐνδιαφέρουσα στήν θεσμική ἐφαρμογή αἰτιώδης συνάφεια εἶναι ἐκείνη, πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό περιοριζόμενο δικαίωμα καί στόν θεσμό, μέσα στόν ὁποῖο ἀσκεῖται» (Δημ, 233).</ref> Κανείς, φυσικά, δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν πραγματικότητα τῆς ἐντός τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν δράσης τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τό ἐρώτημα πού ἀνακύπτει εἶναι τό πῶς θά καθορισθεῖ τό περιεχόμενο τοῦ κάθε θεσμοῦ. Μήπως μέ τήν προσφυγή στά πορισμάτα τῆς ἀνθρωπιστικῆς ἐπιστήμης πού τόν μελετᾶ; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική. Τό περιεχόμενο τῶν θεσμῶν καί τῶν δικαιωμάτων καθορίζονται ἀπό τήν «φύση τῶν πραγμάτων», ὅπως αὐτή γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τήν κρατική βούληση42βούληση<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 68.</ref> -ἤ τήν θεωρητική δικαιολόγηση τῆς κρατικῆς βούλησης43βούλησης.<ref>«Ἡ αἰτιώδης συνάφεια ἀποτελεῖ φυσική σχέση, ἑπομένως καί νομική σχέση τῶν πραγμάτων. Ὡς φυσική σχέση ἀπορρέει ἀπό τήν φύση τῶν πραγμάτων, πού ἀποτελεῖ πηγή δικαίου. Κατά συνέπεια, ἡ αἰτιώδης συνάφεια δέν εἶναι ἁπλά "πραγματική", ἀλλά καί νομική σχέση. Ἐνδεχόμενη ἀντίθετη γραπτή ρύθμιση δέν μπορεῖ νά μεταβάλει τήν φύση τοῦ πράγματος καί νωρίτερα ἤ ἀργότερα θά προσαρμοστεῖ πρός αὐτή» (Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 70). Ἄλλη μία συνηγορία ὑπέρ τῆς θεωρίας τοῦ φυσικοῦ δικαίου πού δημιουργεῖ ἐρωτήματα τόσο ὡς πρός τό ποιά εἶναι ἡ φύση τῶν πραγμάτων καί ποιός τήν καθορίζει, ὅσο καί ποιά -θεσμική ἤ πραγματική- δύναμη θά ἐπαναφέρει τήν νομοθετική ἐξουσία σέ ἁρμονία μέ τήν φύση τῶν πραγμάτων, ἐφ’ ὅσον αὐτή φαίνεται νά εἶναι ἡ μόνη νόμιμη παραγωγός δικαίου.</ref> Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ἡ ἔννοια τοῦ θεσμοῦ χρησιμοποιεῖται ὡς ἔνδειξη ἀντικειμενικότητας καί κοινωνικότητας τοῦ δικαίου, παρ’ ὅλ’ αὐτά δέν ἀπομακρύνεται καί πολύ ἀπό τήν παραδοσιακή ἀντίληψη τοῦ θεσμοῦ ὡς συνόλου «ἐννόμων σχέσεων καί καταστάσεων συγκροτουμένων ἐπί τῇ βάσει ὡρισμένων χαρακτηριστικῶν εἰς ἑνότητα μέ ἰδιαιτέραν αὐτοτέλειαν καί διεπομένην, ὑπό ἑνιαῖον πνεῦμα, ἀπό κλειστόν πλέγμα κανόνων δικαίου»44.<ref>Σημαντήρας, σελ. 135.</ref>
 
Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στήν ὑπόθεση τῶν Σατανιστῶν, σωματεῖο τῶν ὁποίων ὑποστηρίζει ὅτι διάταξη νόμου ἀπαγορεύουσα τήν λατρεία τῆς μαγείας, προσβάλλει τό συνταγματικῶς κατοχυρωμένο δικαίωμα τους τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (ἄρθ.13 Σ). Ὑποστηρίζεται ὅτι δέν προσβάλλεται τό δικαίωμά τους, διότι προστατευόμενο ἀγαθό τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ θρησκεία, δηλαδή ἡ πίστη καί ἡ λατρεία στήν «καλή» ἀνώτερη δύναμη, ἐνῶ οἱ Σατανιστές πιστεύουν καί λατρεύουν τήν «κακή» ἀνώτερη δύναμη45δύναμη.<ref>Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, 2007β, σελ. 1-7.</ref> Ἀφ’ ἑνός, ἡ θρησκεία ὁρίζεται ὡς «ἡ (γνωστή) πίστη καί λατρεία τοῦ θείου»46.<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 646.</ref> Ἀπό ποῦ ὅμως συνάγεται ὅτι «ἡ θρησκεία ἀναφέρεται στό "θεῖο", δηλαδή στήν "καλή ἀνώτερη δύναμη", στόν Θεό»47;<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 648.</ref> Ἄραγε ὁ πολυθεϊσμός (ὅπου ἀνάμεσα στήν θεϊκή πολλαπλότητα εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν καί «κακές» θεότητες) δέν εἶναι θρησκεία; Ὁ Ἰνδουϊσμός πού βασίζεται στήν πίστη τοῦ Μπράχμαν ὡς βαθύτερης ἀπρόσωπης θείας οὐσίας ἀπεμπολεῖ γι’ αὐτό τά χαρακτηριστικά τοῦ θρησκεύματος; Ἀφ’ ἑτέρου, ὁ χαρακτηρισμός μίας πίστης ὡς «καλῆς» ἤ «κακῆς» ἀποδίδεται ἀπό τόν παρατηρητή βάσει τῶν προσωπικῶν του πεποιθήσεων: κανένας θρησκευτικός ὁπαδός δέν θά δεχθεῖ ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς λατρείας του εἶναι «κακό», ἀλλά καί κάτι τέτοιο εὑρίσκεται ἐκτός τῶν ὁρίων τοῦ Δικαίου, τό ὁποῖο ἐκ δογματικοῦ ὁρισμοῦ ἀρκεῖται στήν ρύθμιση τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς τῶν πολιτῶν, δίχως νά ὑπεισέρχεται στίς ἐσώτερες διαθέσεις τους. Στήν προκείμενη ὑπόθεση, θά πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι πράγματι θίγεται ἡ θρησκευτική ἐλευθερία τῶν Σατανιστῶν, ἀλλά ὅτι τοῦτο μπορεῖ νά ἀνάγεται σέ προληπτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (διότι π.χ. οἱ σατανιστικές λατρεῖες ὑπάγονται συχνά σέ διατάξεις τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα) ἤ ὅτι σχετίζεται μέ τήν ἀντίθεση Σατανισμοῦ καί ἐπικρατούσης θρησκείας48θρησκείας.<ref>Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας -καί μέ κρατική ἐπικύρωση μάλιστα- συνηγοροῦν ὑπέρ τοῦ δευτέρου ἐπιχειρήματος πού ἐξετέθη παραπάνω: «ἡ ἰδεολογία τοῦ Σατανισμοῦ ἐμφανίστηκε μέ τήν «Νέα Ἐποχή» (New Age), πού ὑπόσχεται ὅτι δῆθεν θά φέρει τήν παγκόσμια τάξη, τήν παγκόσμια κυβέρνηση, τήν παγκόσμια θρησκεία, ἕναν τέλειο κόσμο...» (Γκότση et al., σελ. 187).</ref>
 
Τό δεύτερο πεδίο τῆς νομοθετικῆς παντοδυναμίας ἀφορᾶ τό σημαντικό ζήτημα τῶν περιορισμῶν τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων. Βάσει τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, ἀναπτύσσεται ἕνα ὁλόκληρο σύστημα λεπτοφυῶν διακρίσεων ἀνάμεσα σέ ὁριοθετήσεις, ἁπλούς περιορισμούς, ἁπλές ἐπιδράσεις, προσβολές. Ἐδῶ ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπάντηση στό θεμελιῶδες ἐρώτημα: μέχρι ποιοῦ σημείου μπορεῖ νά περιοριστεῖ ἕνα δικαίωμα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι κατ’ ἀρχήν εὐκρινής: κανένα δικαίωμα δέν μπορεῖ νά θιγεῖ στόν πυρήνα του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ πυρήνας εἶναι «μία περιοχή τῆς ὁποίας ἡ συρρίκνωση δέν εἶναι κατά δίκαιο ἀνεκτή»49.<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 107.</ref> Σέ τί συνίσταται ὅμως ὁ πυρήνας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος; «Πυρήνας εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ κτήση τοῦ δικαιώματος»50.<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 109.</ref> Ἀλλά, κτήση εἶναι «ἡ νομική σύνδεση δικαιώματος καί δικαιούχου»51<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 109.</ref> καί, βεβαίως, «πραγματική καί νομική ἱκανότητα κτήσης δέν συμπίπτουν ἀναγκαία»52.<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 114.</ref> Τό ἐπιχείρημα ὁλοκληρώνεται μέ τήν διακήρυξη «οὐδείς περιορισμός στήν γενική σχέση»53,<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 201.</ref> δηλαδή «ὁ κοινός νομοθέτης δέν μπορεῖ νά διαπλάσσει περιορισμούς κατά τέτοιο τρόπο πού νά καταλαμβάνουν τήν γενική σχέση καί νά ἀφοροῦν ὅλους ἀδιάκριτα τούς φορεῖς συνταγματικῶν δικαιωμάτων»54.<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 202.</ref> Τά παραπάνω πρακτικῶς σημαίνουν ἕνα πρᾶγμα: ὅσο ἕνα δικαίωμα βρίσκεται διατυπωμένο στό συνταγματικό κείμενο, κάθε περιορισμός του δέν ἀφορᾶ ποτέ τόν πυρήνα, ὁ ὁποῖος θά ἐθίγετο μόνο μέ τήν κατάργηση τῆς συνταγματικῆς διάταξης.
 
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τά προαναφερθένα ἀποτελοῦν σέ τελική ἀνάλυση μία σχετικά ἀκριβῆ περιγραφή τοῦ τρόπου λειτουργίας τῶν δικαιωμάτων πού ἀναδεικνύει ὅτι τό σημερινό κράτος λέγει τήν τελευταία λέξη. Ἐνῶ ὅμως ὅλα τοῦτα γίνονται -διά μακρῶν ἀναλυόμενα- δεκτά, οἱ ὑπέρμαχοι τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἀντιφάσκουν μέ τόν ἑαυτό τους. Ἐπί παραδείγματι, στό πεδίο τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων, τά ὁποῖα, μή θεμελιώνοντας ἀγώγιμη ἀξίωση, ὑπόκεινται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο στίς γενικές περί πυρῆνα ἀρχές55ἀρχές,<ref>Πρβλ. Μάνεση, 1979, σελ. 22-23.</ref> οἱ ὑπερασπιστές τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς θεωροῦν ὅτι τά κοινωνικά δικαιώματα περιλαμβάνουν ἕνα minimum ποσοτικό περιεχόμενο, «ἀναφέρονται καταρχήν σέ ἕνα κατώτατο ὅριο διαβίωσης, σέ ἕνα existenzminimum»56,<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 131.</ref> τό ὁποῖο δέν νοεῖται μόνον ὡς διατήρηση στήν ζωή, ἀλλά πρέπει νά ἀνταποκρίνεται «στήν στάθμη τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ»57.<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 132. Ἀντιθέτως, ὁ Μάνεσης (1979, σελ. 77) ταυτίζει ἐξ ἀρχῆς τήν πλήξη τοῦ πυρῆνα τοῦ δικαιώματος ὄχι μόνο μέ τήν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση, ἀλλά καί μέ τήν ὑπέρμετρη δυσχέρανση, «μέ ἐκτεταμένους καί ὑπερβολικούς κατά περιεχόμενο ἤ κατά τόπο ἤ κατά χρονική διάρκεια περιορισμούς».</ref>
 
===Ἑνότητα καί ἀντικειμενικότητα δικαίου===
====Περιεχόμενο καί ὁρολογία====
Ἡ προσπάθεια νά ἀποδειχθεῖ ὁ μονισμός καί ἡ συνακόλουθη ἑνιαία καί ἀντικειμενική ἀντιμετώπιση τοῦ δικαίου, ἀποτελεῖ ἴσως τό θεμέλιο τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, καί μπορεῖ νά συνοψιστεῖ στό ἐναγώνιο ἐρώτημα: «Στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης ἔννομης τάξης πῶς εἶναι δυνατό τό δίκαιο νά ἐπιδοκιμάζει καί νά ἀποδοκιμάζει, νά ἐπιτρέπει καί νά ἀπαγορεύει ταυτόχρονα τήν ἴδια συμπεριφορά;»58.<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 222-223.</ref> Τό ζήτημα τοποθετεῖται φυσικά ἐντός τῶν πλαισίων τῆς πνευματικῆς εὐφορίας τῆς Μεταπολίτευσης (βλ. ἀνωτέρω ὑπό 2.3). Ὡστόσο, ἐνσκήπτουν πιό περίπλοκα ζητήματα ἀφορῶντα τό πραγματικό νόημα τῆς μονιστικῆς ὀπτικῆς τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Τοποθετοῦνται ἄραγε στά ἴδια πλαίσια;
 
Ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τήν ὁρολογία. Κατ’ ἀρχάς, τονίζεται ὅτι τήν ἀφετηρία τῆς διαπάλης μονισμοῦ καί δυϊσμοῦ ἀποτελοῦν οἱ διαφορετικές προσεγγίσεις γιά τήν κατανόηση τῆς οὐσίας, τῆς φύσης τῶν πραγμάτων. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπισημαίνεται ὅτι, κατά τόν μονισμό, ἡ φύση τοῦ πράγματος εἶναι ἑνιαία, ἐνῶ, σύμφωνα μέ τόν δυϊσμό, αὐτή εἶναι δυαδιστική, βασισμένη σέ «δύο διαφορετικά, διαχωριζόμενα, αὐτοτελῶς ὑφιστάμενα στοιχεῖα». Παρά ταῦτα, τό συμπέρασμα μοιάζει ἀναπάντεχο: «Κατά τόν μονισμό, ἡ "φύση τοῦ πράγματος" ἀποτελεῖται ἀναγκαία ἀπό "ὕλη" καί "πνεῦμα", ἐνῶ κατά τόν δυϊσμό μπορεῖ νά ἀποτελεῖται μόνο ἀπό "πνεῦμα" ἤ "ὕλη"».
 
Ἡ σύγχυση εἶναι προφανής: πῶς ἐξηγεῖται ἄραγε ἡ δόμηση τοῦ μονισμοῦ σέ δύο οὐσίες (πνεῦμα καί ὔλη), ἐνῶ τοῦ δυϊσμοῦ σέ μόνο μία (ἤ πνεῦμα ἤ ὕλη); Στίς δυϊστικές θεωρίες, «ὑπάρχουν δύο ἀρχές, δύο οὐσίες, μία πνευματική καί μία ὑλική, πού δέν μποροῦν νά ἀναχθοῦν ἡ μία στήν ἄλλη»59.<ref>Θεοδωρίδης, σελ. 431.</ref> Τό leitmotiv τῶν θεωριῶν αὐτῶν εἶναι, κατά συνέπεια, ὁ τρόπος ἐπαφῆς δύο τόσο διαφορετικῶν οὐσιῶν. Οἱ μονιστές φιλόσοφοι, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀποδέχονται τίς ξεχωριστές οὐσίες τοῦ δυϊσμοῦ ὡς κατηγορήματα τῆς μίας καί μοναδικῆς αὐτοαίτιας (causa sui) Οὐσίας60Οὐσίας.<ref>Ὁ Spinoza ὑπῆρξε ὁ πρῶτος πού διευκρίνησε αὐτές τίς ἀπόψεις «ἔτσι πού μονισμός καί σπινοζισμός εἴτε σπινοζικός πανθεϊσμός κατάντησαν νά σημαίνουν τό ἴδιο» (Θεοδωρίδης, σελ. 434). Ὁ Spinoza ὀνομάζει τήν μόνη Οὐσία «Deus sive Natura».</ref>
 
Ὁ μονισμός τόν ὁποῖο ἰσχυρίζεται ὅτι ἀκολουθεῖ ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς (μέ τήν ἰσότιμη ἀποδοχή καί ἁρμονική συνύπαρξη δύο διαφορετικῶν οὐσιῶν) δέν εἶναι παρά μία παραλλαγή τοῦ καντιανοῦ συμβιβασμοῦ μεταξύ τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ ἰδεαλισμοῦ, πού δίνει -πιό ἐκλεπτυσμένα σέ σχέση μέ τόν παλαιότερο ὀρθολογισμό- τήν προτεραιότητα στόν τελευταῖο. Ὅπως ὁ Κάντ ἁπλῶς ἀναγνωρίζει τίς ἀντινομίες τοῦ Λόγου, δίχως νά προχωρεῖ -καί χωρίς νά θεωρεῖ ἐφικτό νά προχωρήσει- στήν διαλεκτική ἄρση τους, ἔτσι καί οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δέν ἀναιροῦν τήν διάκριση δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ δικαίου, ἀλλά ἁπλῶς τίς θέτουν ἐφ’ ἑνός ὑπερβατολογικοῦ ζυγοῦ, τοῦ Συντάγματος: «Κατά συνέπεια, τό Σύνταγμα εὑρισκόμενο στήν κορυφή τῆς ἔννομης τάξης ἀποτελεῖ μικρογραφία της καί δέν ρυθμίζει μόνο τίς σχέσεις δημοσίου, ἀλλά καί τίς σχέσεις ἰδιωτικοῦ δικαίου»61.<ref>Δημ, 2011, σελ. 11.</ref> Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἐπικυρώνεται ὁ ρόλος τοῦ κράτους ὡς ὑπερβασιακοῦ μηχανισμοῦ62μηχανισμοῦ,<ref>Γιά τόν ὅρο, βλ. Hardt-Negri, σελ. 116 ἑπ.</ref> ὡς ἀληθινά φιλελεύθερου κράτους, οὐδέτερου καί ὑπεράνω τῶν ταξικῶν ἀνταγωνισμῶν.
 
Ἀλλά, ὁ πολιτικός φιλελευθερισμός -ἡ ἀτομικιστική ἔννομη τάξη- δέν στοιχειοθετεῖ τό ἀντικείμενο κριτικῆς τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς; Πράγματι, διατυπώνεται ἡ κρίση ὅτι τό φιλελεύθερο δικαιϊκό οἰκοδόμημα ἐγκαθιδρύεται στόν δυϊσμό κράτους καί κοινωνίας καί στήν λειτουργία τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ὡς ἐξασφάλιση τῆς μή ἐπέμβασης τοῦ κράτους στήν δράση τῶν μεμονωμένων ἀτόμων63ἀτόμων,<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 36. Γιά νά τεκμηριωθεῖ μάλιστα τούτη ἡ θέση ἀναπτύσσεται μία πολύ βολική ψευδοδιαλεκτική πολιτειολογία, βάσει τῆς ὁποίας τοῦ φιλελευθερισμοῦ προηγεῖται ὁ ἐτατισμός (κανένα δικαίωμα-ὑπεροχή τοῦ δημοσίου ἐπί τοῦ ἰδιωτικοῦ) καί ἕπεται ὁ κοινωνικός ἀνθρωπισμός (ἀπόλυτη ἀναγνω΄ριση τῶν δικαιωμάτων-συγκερασμός δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ).</ref> ὁπότε «εἶναι ἐπιτρεπτή ἡ παραβίαση τῶν δικαιωμάτων τῶν ἄλλων, ἡ παραβίαση ἀπό τόν ἰσχυρό, τῶν δικαιωμάτων τοῦ λιγότερο δυνατοῦ»64.<ref>Δημητρόπουλος, 2008, σελ. 222, ὑποσημ. 240.</ref> Ὅπως, ὅμως, καταδείχθηκε στήν ἱστορική εἰσαγωγή, ἡ οἰκοδόμηση τοῦ κράτους πρόνοιας συνετελέσθη ἀκριβῶς κατά τήν περίοδο τοῦ θριάμβου τοῦ φιλελευθερισμοῦ, καί ἡ ἀποδόμησή του συμπίπτει μέ τήν κατάρρευση τῆς Φιλελεύθερης Συναίνεσης, καί ἄρα ἡ συγκεκριμένη ἀντίφαση μεταξύ λόγῳ ἐπιτίμησης τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί ἔργῳ ὑπεράσπισής του μοιάζει νά αἰτιολογεῖται ἱστορικά, ὅπως διαπιστώθηκε στήν ἀρχή τῆς ἑνότητας.
 
====Λειτουργία καί κριτική====
Ἄς προχωρήσουμε ὅμως στήν κατ’ ἐξοχήν ἐξέταση τῆς θέσης περί ἑνότητας καί ἀντικειμενικότητας τοῦ δικαίου, ἡ ὁποία ἐπ’ οὐδενί δέν συνιστᾶ πρωτοτυπία τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Τό νεωτερικό κοσμοσύστημα δίνει προτεραιότητα στήν ἀέναη συσσώρευση κεφαλαίου. Ἀπό τήν γένεσή της, λοιπόν, «ἡ οἰκονομία τοῦ καπιταλισμοῦ διακατεχόταν ἀπό τήν ὀρθολογιστική πρόθεση νά αὐξηθεῖ ἡ συσσώρευση σέ μέγιστο βαθμό»65.<ref>Wallerstein, 1987, σελ. 22.</ref> Ἡ τάση αὐτή, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπιδίωξη, ἀπό μέρους τοῦ κράτους, τῆς ἀποτελεσματικῆς διαχείρισης ἤ/καί καταστολῆς τῶν «ἐπικίνδυνων» τάξεων, ὁδήγησε στήν γραφειοκρατικοποίηση τοῦ σύγχρονου κόσμου. Η ενίσχυση της γραφειοκρατικής οργάνωσης εξηγείται λόγω της καθαρά τεχνικής υπεροχής της έναντι άλλων οργανωτικών δομών66δομών.<ref>Βλ. Weber, σελ. 973.</ref> Ἔτσι, ἡ σύγχρονη νομοθεσία καί συνακόλουθα ἡ νομική δογματική εὑρίσκονται ὑπό καθεστώς διαρκοῦς φορμαλιστικῆς συστηματοποίησης: «Καί εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι αὐτή ἡ ἀνάγκη συστηματοποίησης [...] ἀπαντάει σέ μίαν ἀπαίτηση ἀκριβοῦς ὑπολογισμοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, αὐτή ἡ ἴδια ἀπαίτηση ἐπιβάλλει τό νομικό σύστημα νά ἀντιπαρατίθεται στά μεμονωμένα συμβάντα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ὡς κάτι σαφῶς σταθερό καί πάντα διαθέσιμο, ἄρα ὡς αὐστηρό σύστημα»67.<ref>Lukács, σελ. 195-196.</ref>
 
Γιά τήν θεσμική ἐφαρμογή, ἡ ἑνότητα ταυτίζεται μέ τήν μή ἀντιφατικότητα τῆς ἔννομης τάξης, καί διασφαλίζεται στήν ἔννομη τάξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, τούτη ἡ κρίση αὐτοαναιρεῖται λόγῳ τοῦ δυϊσμοῦ τῆς πηγῆς τοῦ δικαίου, ὁ ὁποῖος, τεθειμένος ὡς πρωταρχική παραδοχή τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, δυναμιτίζει ἐξ ἀρχῆς κάθε προσπάθεια «συνοχῆς» τοῦ δικαίου: τί γίνεται ἐάν ὁ νομοθέτης ἀντιτεθεῖ στήν φύση τοῦ πράγματος; «Οἱ θεωρητικοί τῆς φύσης τῶν πραγμάτων δέν φτάνουν ὥς τό σημεῖο νά ἐξαρτοῦν τήν ἰσχύ τῶν κανόνων τοῦ (θετικοῦ) δικαίου ἀπό τήν συμφωνία τους πρός τά δεδομένα αὐτῆς τῆς φύσης, ἀλλά προβλέπουν ἁπλῶς ὅτι σέ ἀποφατική περίπτωση οἱ κανόνες αὐτοί θά ἀτονήσουν στήν πράξη καί θά περιέλθουν σέ ἀχρησία»68.<ref>Μάνεσης, 1980β, σελ. 398, ὑποσημ. 39.</ref>
 
Σέ κάθε περίπτωση, τά περί συνοχῆς καί πληρότητας αἰτήματα τῆς ἔννομης τάξης ἀπορρέουν ἀπό τήν θέασή της ὡς αὐστηροῦ λογικοῦ συστήματος καί τελικῶς ἀποτελοῦν «desiderata τῆς νομικῆς ἐπιστήμης», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἀραβαντινοῦ, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι «τά ἑκασταχοῦ ἑκάστοτε ἰσχύοντα δίκαια οὐδ’ ἦσαν οὐδ’ εἶναι ἄμοιρα κενῶν καί ἀντινομιῶν», ἀλλά «τά ἐλαττώματα ταῦτα δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ἁπλῶς ὡς νοσήματα ἐνδημοῦντα εἰς τά θετικά δίκαια, ἀλλά δέον περαιτέρω νά ἐκτιμηθοῦν καί ὡς ἐναύσματα, χάρις εἰς τά ὁποῖα ἡ νομολογία τῶν δικαστηρίων ἠδυνήθη καί δύναται νά ἀποβῇ εἰς βασικόν παράγοντα διαπλάσεως τοῦ δικαίου»69.<ref>Ἀραβαντινός, σελ. 17.</ref>
 
Συνεχίζοντας τήν δυναμική τοῦ νεωτερικοῦ κράτους, ἡ θεσμική ἐφαρμογή προτάσσει καί αὐτή τήν ἀντικειμενικότητα τοῦ δικαίου, στά πλαίσια τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό Κοινοβούλιο καί τήν δυσπιστία πρός τόν δικαστή. Οἱ ὑπερασπιστές τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς φοβοῦνται ὅτι ὁ δικαστής θά προχωρήσει σέ πολιτικά σκόπιμες καί ὄχι νομικά ὀρθές κρίσεις. Στέκονται, κατά συνέπεια, κριτικά ἀπέναντι στήν δικαστηριακή ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας.
Line 105:
==Ἀναλογικότητα==
===Γενεαλογία τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας===
Πῶς ὅμως γεννήθηκε ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας; «Μία ἀπό τίς πάγιες τάσεις τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος, ἀπό τίς ἀπαρχές του καί τουλάχιστον ὡς τήν δεκαετία τοῦ 1970 πάνω-κάτω, [...] ἦταν μία ἀργή ἀλλά σταθερή αὔξηση τῆς πραγματικῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους»70.<ref>Wallerstein, 2009, σελ. 84.</ref> Ὁ 18ος αἰώνας περιόρισε τήν ἀποσπασματική καί τελετουργική ἄσκηση τῆς ἐξουσίας πού χαρακτήριζε τήν φεουδαρχία καί τήν ἀπόλυτη μοναρχία, ἐπεξεργαζόμενος «μία, θά λέγαμε, νέα οἰκονομία τῶν μηχανισμῶν ἐξουσίας: ἕνα σύνολο διαδικασιῶν, καί ταυτόχρονα ἀναλύσεων, πού ἐπιτρέπουν νά μεγιστοποιηθοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς ἐξουσίας, νά περιοριστεῖ τό κόστος ἄσκησής της καί νά ἐνσωματωθεῖ ἡ ἄσκηση τῆς ἐξουσίας στούς μηχανισμούς παραγωγῆς»71.
 
Ἡ κρατική ἐξουσία, γονιμοποιούμενη ἀπό τήν «ἁγία ἀποδοτικότητα»72 τοῦ ἀστικοῦ πνεύματος, ἔφερε στόν κόσμο τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, πού ἐφαρμόστηκε ἀρχικά σέ ἕναν προνομιακό χῶρο ἐκδήλωσης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, τό ποινικό δίκαιο. Στήν προηγούμενη ἐποχή, μεταξύ τοῦ ἐγκλήματος καί τῆς τιμωρίας του δέν ὑφίστατο κανένα εἴδος κοινοῦ μέτρου. «Ἡ ἀκρότητα τῆς τιμωρίας ἔπρεπε νά ἀπαντᾶ στήν ἀκρότητα τοῦ ἐγκλήματος καί ἔπρεπε νά τήν ξεπερνάει»73. Ἡ κλασσική ἐποχή θά ἐφεύρει ἕνα κοινό μέτρο ἐγκλήματος καί τιμωρίας, «μία μονάδα μέτρησης πού νά ἐπιτρέπει τήν προσαρμογή τῆς τιμωρίας κατά τρόπο τέτοιο, ὥστε νά εἶναι ἀκριβῶς ὅση χρειάζεται γιά νά τιμωρηθεῖ τό ἔγκλημα καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ»74. Πόσο πράγματι τοῦτο διαφέρει ἀπό τήν περιγραφή τοῦ μέτρου ἀπό τόν L.B. Alberti: «καμμιά δαπάνη δέν ἐπιτρέπεται νά εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅσο ἀπαιτεῖ ἡ ἀνάγκη καί καμμιά μικρότερη ἀπ’ ὅσο ἐπιτάσσει ἡ εὐπρέπεια»75;