Test1: Difference between revisions

2,488 bytes added ,  11 months ago
no edit summary
No edit summary
No edit summary
Line 7:
==Ἱστορικά προλεγόμενα==
===Γένεση τῶν ἐλευθεριῶν===
Ὁ F. Braudel ἔγραφε: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἔχουμε μία γενική ἐποπτεία τοῦ συνόλου τῶν γνώσεών μας γιά τήν εὐρωπαϊκή ἱστορία, ἀπό τόν 5ον αἰώνα ὥς τήν σημερινή ἐποχή ἤ, καλύτερα, ὥς τόν 18ο αἰώνα, καί ὅτι μποροῦμε νά ἐγγράψουμε ὅλον αὐτόν τόν ὄγκο τῶν γνώσεων σέ μία ἠλεκτρονική μνήμη (ἄς ποῦμε ὅτι εἶναι δυνατή μιά τέτοια ἐγγραφή), καί ὅτι τέλος ἔχουμε τήν περιέργεια νά ρωτήσουμε τήν πολυτάλαντη αὐτή μνήμη ποιό εἶναι τό πρόβλημα πού ἐμφανίζεται πιό συχνά καί στόν χρόνο ἀλλά καί στόν χῶρο ὅπου διαδραματίζεται ἡ ἀτέλειωτη αὐτή ἱστορία. Ἔ λοιπόν, πρῶτο θά προβάλει, εἶναι βέβαιο, τό πρόβλημα τῆς ἤ καλύτερα τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐλευθεριῶν. Ἡ λέξη ἐλευθερία εἶναι ἡ λέξη κλειδί».2<ref>Braudel, σελ. 435. Οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ Braudel.</ref>
 
Οἱ μεσαιωνικές ἐλευθερίες (libertates) εἶναι κατ’ οὐσίαν συλλογικά προνόμια, θεσμική ἔκφραση τῶν φυγόκεντρων ἀνταγωνιστικῶν κοινωνικοϊστορικῶν δυνάμεων πού ἀπελευθερώθηκαν μέ τήν πτώση τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί, κυρίως, μέ τήν παρακμή τῆς καρολλίγειας ἐπανίδρυσής της. Βασικός φορέας, βεβαίως, τῶν ἐλευθεριῶν εἶναι οἱ μεσαιωνικές πόλεις, πού ἀγωνίζονται διαρκῶς ἐναντίον τῆς συνδυασμένης ἐξουσίας τοῦ Πάπα, τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορα καί τῶν φεουδαρχῶν: Stadtluft macht frei (ὁ ἀέρας τῆς πόλης ἀπελευθερώνει), μᾶς πληροφορεῖ παραστατικά ἡ γνωστή ρήση. Ἀπό τόν 11ο αἰώνα, ὁ φεουδαλισμός διέρχεται δομική κρίση. «Μέχρι τόν 14ο αἰώνα, ἡ δουλοπαροικία ἄρχισε νά ἐξαφανίζεται ἀπό τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ ἀναδυόμενος ἐλεύθερος γεωργός καί ὁ μικροϊδιοκτήτης ἔγιναν τό ἀγροτικό ἀντίστοιχο τοῦ ἀρχιμάστορα τῆς πόλης»3.<ref>Bookchin, σελ. 81.</ref> «Ἐάν ἡ Εὐρώπη συνέχιζε στόν δρόμο πού πορευόταν, εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε ὅτι τά πρότυπα τῆς μεσαιωνικῆς φεουδαλικῆς Εὐρώπης μέ τό αὐστηρά ἱεραρχικό σύστημα τῶν "τάξεων" ἦταν δυνατό νά ἀνασυγκροτηθοῦν. Πολύ πιθανότερο νά εἶχε ἐξελιχθεῖ ἡ Εὐρωπαϊκή φεουδαλική κοινωνική δομή πρός ἕνα σύστημα σχετικά ἰσοδύναμων μικρῶν παραγωγῶν, πού θά ἰσοπέδωναν περισσότερο τήν ἀριστοκρατία καί θά ἀποκέντρωναν περισσότερο τίς πολιτικές δομές»4.<ref>Wallerstein, 1987, σελ. 49.</ref> Τό ἀληθινό περιεχόμενο τῆς νεώτερης ἔννοιας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἐντοπίζεται ἀκριβῶς σέ τοῦτα τά ἀνεξάρτητα φυσικά πρόσωπα καί τούς θεσμούς τους.
 
Οἱ ἄρχουσες τάξεις αἰσθάνθηκαν τό ἔδαφος νά ὑποχωρεῖ κάτω ἀπό τά πόδια τους. Ἡ μακροπρόθεσμη στρατηγική τους στηριζόταν στό δόγμα τῆς εὐταξίας. Τά πλούσια ἀστικά στρώματα συνασπίζονται μέ τούς φεουδάρχες-ἐμπόρους καί τούς μεγαλοχωρικούς καί στηρίζουν μία νέα πολιτική δομή, τό νεωτερικό κράτος, πού προέκυψε σταδιακά σέ ἐκεῖνον τόν μακρύ 16ο αἰῶνα καί ἀποτέλεσε θεμελιακή ὀργανωτική μονάδα τῆς καπιταλιστικῆς κοσμοοικονομίας. Πρῶτο ἐγχείρημα τοῦ κράτους εἶναι ὄχι μόνο ἡ καταστολή τῶν ὅλο καί πιό συχνῶν ἀγροτικῶν καί ἀστικῶν ἐξεγέρσεων, καί ἡ διάλυση τῆς ἀστικῆς κομμούνας5κομμούνας.<ref>Βλ. Kropotkin, σελ. 186 ἑπ., καί Bookchin, σελ. 76 ἑπ.</ref> Τό ζήτημα τότε ἦταν νά ἐξασφαλιστεῖ ὁ ἐγωϊστικός ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν ἀνεξάρτητων καπιταλιστῶν πού τότε ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους.
 
===Ἀκμή καί πτῶση τῆς φιλελεύθερης συναίνεσης===
Ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση -ὁρόσημο τῆς μεταβάσης τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος στήν πιό συνειδητοποιημένη φάση του- εἶχε δύο ὄψεις. Ἀφ’ ἑνός, ἦταν μία πολιτική ἐπανάσταση6ἐπανάσταση<ref>«Ποιά εἶναι ἡ βάση μιᾶς μερικῆς, ἁπλῶς πολιτικῆς ἐπανάστασης; Τούτη: ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνίας-τῶν-ἰδιωτῶν χειραφετεῖται καί κατορθώνει να ἐξουσιάσει τό σύνολο τῆς κοινωνίας, μιά ὁρισμένη τάξη ἐπιχειρεῖ, ξεκινώντας ἀπό τήν ἰδιαίτερη κατάστασή της, τήν γενική ἀπελευθέρωση τῆς κοινωνίας» (Marx, 1978, σελ. 27).</ref> πού ἦλθε νά ἐμπεδώσει τήν διάλυση τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, καί τόν νομικό διαχωρισμό τῆς πολιτικῆς κοινωνίας τῶν ἀλληλεπικαλυπτόμενων προνομίων στίς ἀφηρημένες κατηγορίες τοῦ πολιτικοῦ κράτος καί τῆς κοινωνίας τῶν ἰδιωτῶν. «[...] μόνο στήν ἐμπορευματική οἰκονομία γεννιέται ἡ ἀφηρημένη νομική μορφή, μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἱκανότητα κατοχῆς δικαιωμάτων χωρίζεται ἀπό τίς συγκεκριμένες νομικές ἀξιώσεις. Μόνο ἡ ἀδιάκοπη μεταβίβαση δικαιωμάτων πού πραγματοποιεῖται στήν ἀγορά δημιουργεῖ τήν ἰδέα ἑνός ἀμετάβλητου φορέα δικαιωμάτων»7.<ref>Pashukanis, σελ. 123.</ref> «Ἡ προστασία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας καί ἰδιοκτησίας ἦταν λοιπόν πρωταρχικό αἴτημα τῶν ἀστῶν. Ἐπρόκειτο οὐσιαστικά γιά τήν ἐλευθερία τῆς ἰδιοκτησίας πού ἀπέληξε στήν ἰδιοκτησία τῆς ἐλευθερίας...»8.<ref>Μάνεσης, 1980α, σελ. 544-545.</ref> Ἡ πολιτική ἐπανάσταση «θεωρεῖ τήν ἀστική κοινωνία, τόν κόσμο τῆς ἀνάγκης, τῆς ἐργασίας, τοῦ ἰδωτικοῦ συμφέροντος καί τοῦ ἀστικοῦ δικαίου ὡς βάση τῆς ὕπαρξής της, ὡς ἀπώτατη προϋπόθεσή της καί συνεπῶς ὡς φυσική της βάση»9.<ref>Marx, 2000, σελ. 82.</ref> Τό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ καπιταλιστικοῦ ἀνταγωνισμοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων -τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν- τῆς Διακήρυξης τοῦ 1789.
 
Ἀφ’ ἑτέρου, ἀπελευθέρωσε μία νέα κοσμοσυστημική δυναμική. Πρίν τό 1789, κυρίαρχη κοσμοθεωρία τῆς νεωτερικότητας ἦταν ἡ κανονικότητα τῆς πολιτικῆς σταθερότητας, ἐνῶ ἡ πολιτική σκέψη περιστρεφόταν, κατά βάσιν, γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ κυρίαρχου Βασιλέως10Βασιλέως.<ref>Foucault, 2002, σελ. 41 ἑπ.</ref> Μετά τό 1789, ἡ κοσμοσυστημική γεωκουλτούρα ἀνέκρουσε πρύμναν ἀκριβῶς ὅσον ἀφορᾶ τίς δύο προαναφερθεῖσες κατευθύνσεις. Πρῶτον, ἡ πολιτική ἀλλαγή θεσμίστηκε ὡς φαινόμενο κανονικό, φυσιολογικό, κατ’ ἐπέκτασιν δέ ἐπιθυμητό. Δεύτερον, ἡ ἔννοια τῆς κυριαρχίας ἀναπροσανατολίστηκε ἀπό τόν μονάρχη -ἤ τό νομοθετικό σῶμα- στόν λαό. Ἐπακόλουθο τῆς νέας κατάστασης ἦταν ἡ ἐμφάνιση τῶν ἰδεολογιῶν. «Τό ζήτημα τώρα ἦταν: τί κάνουμε μέ τήν "κανονικότητα" τῆς ἀλλαγῆς στόν πολιτικό στίβο, ἀφοῦ αὐτοί πού ἔχουν ἐξουσία εἶναι πάντοτε ἀπρόθυμοι νά τήν παραχωρήσουν. Οἱ ἀντίπαλες ἀπόψεις γιά τό πῶς θά χειριζόμασταν τήν "κανονικότητα" τῆς ἀλλαγῆς ἐντοπίζονται σ’ αὐτές πού ὀνομάσαμε "ἰδεολογίες" τοῦ νεωτερικοῦ κόσμου»11.<ref>Wallerstein, 2011, σελ. 117.</ref>
 
Οἱ δομές τοῦ νεωτερικοῦ κράτους, προσφέρονταν ὡς «μοχλοί πολιτικῆς διευθέτησης». Ἔτσι, «δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἔλεγχος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἡ κατάκτηση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἄν ἦταν ἀπαραίτητο, ἦταν ὁ κύριος στρατηγικός στόχος ὅλων τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς πολιτικῆς σκηνῆς, σέ ὅλη τήν ἱστορική ἐμπειρία τοῦ σύγχρονου καπιταλισμοῦ»12.<ref>Wallerstein, 1987, σελ. 52. Ἐδῶ ἀνήκει καί ἡ παράθεση τῆς προηγούμενης πρότασης.</ref>
 
Ἕξι δεκαετίες μετά τήν ἔκρηξη τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, τό 1848, μία σειρά κοινωνικῶν καί ἐθνικῶν ἐξεγέρσεων συντάραξαν ἐκ νέου τόν εὐρωπαϊκό χῶρο. Τά κατώτερα κοινωνικά στρώματα δέν ἤθελαν νά ζοῦν, ἐνῶ οἱ ἄρχουσες τάξεις δέν μποροῦσαν νά ζήσουν, ὅπως παλιά13παλιά.<ref>Lenin, σελ. 87.</ref> Στό διάστημα 1848-1914 θεμελιώνεται ἡ λεγόμενη «Φιλελεύθερη Συναίνεση», ἡ κατίσχυση δηλαδή στίς χῶρες τοῦ κοσμοσυστημικοῦ πυρῆνα ἑνός φιλελεύθερου προγράμματος -ὄχι πάντα ἐφαρμοσμένο ἀπό τούς ἐμπνευστές του-, βασιζόμενου σέ «τρεῖς κύριους ἄξονες: τήν βαθμιαία ἐπέκταση τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώματος καί συνάμα -ἕνα ἀναπόσπαστο καί οὐσιαστικό της στοιχεῖο- τήν ἐπέκταση τῆς πρόσβασης στήν ἐκπαίδευση. Δεύτερο, τήν ἐπέκταση τοῦ ρόλου τοῦ κράτους στήν προστασία τῶν πολιτῶν ἀπό ἀτυχήματα στούς χώρους ἐργασίας, τήν ἐπέκταση τῶν ὑπηρεσιῶν ὑγείας καί τῆς πρόσβασης σ’ αὐτές, καί τέλος τόν μετριασμό τῶν διακυμάνσεων τοῦ εἰσοδήματος πού περιλάμβανε ὁ κύκλος τῆς ζωῆς. Τρίτο, τήν σφυρηλάτηση, καί πάλι ἀπό τό κράτος, τοῦ "ἔθνους". Ἄν κοιτάξουμε προσεκτικά, βλέπουμε πώς αὐτά τά τρία στοιχεῖα δέν εἶναι παρά ἕνας τρόπος γιά νά μεταφραστεῖ σέ δημόσια πολιτική τό σύνθημα "ἐλευθερία, ἰσότητα, ἀδελφοσύνη"»14.<ref>Wallerstein, 2009, σελ. 121-122.</ref> Ὡστόσο, ἡ διεύρυνση τῶν ὁρίων τοῦ κοσμοσυστήματος ὁδήγησε στήν ἀνάδυση νέων «ἐπικίνδυνων» -καί συνεπῶς ἐξημερωτέων- τάξεων, αὐτήν τήν φορά στίς περιφερειακές καί ἡμιπεριφερειακές κοσμοσυστημικές ζῶνες. Μετά τό πέρας τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἡ οὐϊλσώνεια ἀρχή τῆς αὐτοδιάθεσης τῶν ἐθνῶν καί τῆς ἐθνικῆς ἀνάπτυξης ἦταν τό παγκόσμιο ἀνάλογο τῆς καθολικῆς ψηφοφορίας καί τοῦ κράτους πρόνοιας σέ ἐθνικό ἐπίπεδο.
 
Πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅτι σέ ὅλη τήν χρονική ἔκταση τῆς Φιλελεύθερης Συναίνεσης, οἱ δύο θεωρητικῶς ἰδεολογικοί ἀντίπαλοι τοῦ φιλελευθερισμοῦ -ὁ σοσιαλισμός καί ὁ συντηρητισμός- εἶχαν μετατραπεῖ κατ’ οὐσίαν σέ προσωπεῖα του.
Line 27:
 
===Ἡ θέση τῆς Ἑλλάδας===
Ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στά ἡμιπεριφερειακά κράτη. Δομική ἰδιομορφία τῶν κρατῶν αὐτῶν εἶναι ἡ εὔθραυστη ἰσορροπία τους ἀνάμεσα στόν ἀνεπτυγμένο πυρήνα καί τήν ὑπανάπτυκτη περιφέρεια. Τά ἡμιπεριφερειακά κράτη ἐνδιαφέρονται νά διατηρήσουν τουλάχιστον τήν μεσαία θέση τους, καί ἐπί πλέον «ν’ ἀποφύγουν τά στραβοπατήματα πού θά τά ὁδηγοῦσαν στήν περιφέρεια καί νά κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά ν’ ἀνοίξουν δρόμο πρός τόν πυρήνα»15.<ref>Wallerstein, 2009, σελ. 61.</ref> Κατά συνέπεια, οἱ χῶρες τῆς ἡμιπεριφέρειας ἀκολουθοῦν στρατηγική κρατικοῦ παρεμβατισμοῦ γιά νά προστατευθοῦν τόσο ἀπό τήν πίεση τοῦ πυρῆνα ὅσο καί ἀπό τόν ἐσωτερικό τους ἀνταγωνισμό.
 
Γιά τήν Ἑλλάδα, τά τελευταῖα ἑξῆντα χρόνια δέν ἦταν εὔκολα. Κατεστραμμένη ἀπό τήν γερμανική κατοχή καί τόν Ἐμφύλιο πού ἀκολούθησε, ἡ Ἑλλάδα ἄρχισε νά «ἀνοικοδομεῖται» μετά τό 1950. Ἀρχῆς γενομένης μέ τό Σχέδιο Μάρσαλ, ἡ χώρα μας προσδέθηκε στό ἅρμα τῶν Ἠ.Π.Α.. Ἡ μαζική εἰσβολή τοῦ ξένου κεφαλαίου16κεφαλαίου<ref>Ροδάκης, σελ. 324 ἑπ.</ref> καί ἡ ἀνελευθερία τοῦ δεξιοῦ καθεστῶτος17καθεστῶτος,<ref>«Σέ ὅλη τήν περίοδο 1953-1967 ἐκδίδονται 946 νόμοι καί 1358 ν.δ. [νομοθετικά διατάγματα, κατά τό Σύνταγμα τοῦ 1952], ὥστε νά ἀπορεῖ κανείς ποιό εἶναι τό κανονικό νομοθετικό ὄργανο», Παντελής, σελ. 268.</ref> ἀπό κοινοῦ μέ τίς ἔντονες ἐπεμβάσεις τῶν Ἀνακτόρων στήν πολιτική ζωή, συνθλίβει τόν ἑλληνικό λαό, δημιουργώντας ἐπαναστατικές συνθῆκες κατά τήν δεκαετία τοῦ 1960. Ἤδη, στίς ἐκλογές τοῦ 1958, ἡ Ἑ.Δ.Α., νόμιμο σκέλος τοῦ Κ.Κ.Ε., ἀναδεινύεται ἀξιωματική ἀντιπολίτευση. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ἡ κρίση ἐντός τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος ὠθεῖ τίς μᾶζες καί ἰδίως τά μεσαῖα στρώματα νά συνταχθοῦν πίσω ἀπό τό σύνθημα τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου περί «Ἀνενδότου Ἀγῶνος» ἐναντίον τῶν ἐκλογῶν τῆς «βίας καί νοθείας» τοῦ 1961. Μετά τήν δολοφονία Λαμπράκη (1963), ἡ πολιτική ἀποσταθεροποίηση κορυφώνεται μέ τήν Ἀποστασία τοῦ 1965 καί ὁδηγεῖ τάχιστα στήν Ἀπριλιανή Δικτατορία. Μέ τήν ἐξομάλυνση τῆς πολιτικῆς καί πολιτειακῆς κατάστασης, ἡ Ἀριστερά, ἔτι μία φορά, προδίδει τήν ἐπαναστατική συνθήκη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού στρέφεται στόν λαϊκιστικό πολιτικό διάδοχο τῆς Ἕνωσης Κέντρου, τό ΠΑΣΟΚ τοῦ Ἀ. Παπανδρέου. Ἔτσι, γιά τήν σύντομη περίοδο 1981-1985, γνωρίζει καί ἡ Ἑλλάδα μία μορφή κράτους πρόνοιας, μεταφρασμένη στήν πράξη στήν διόγκωση τοῦ δημοσίου τομέα καί τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων. Ἦταν μία πολιτική πού δημιούργησε τήν πεποίθηση ὅτι τά χειρότερα πέρασαν καί ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει πλέον στόν δυτικό πυρήνα, μέ ὅποια ὀφέλη αὐτό συνεπάγεται. Ἀπό τό 1986, ὅμως, ἡ πρακτική τοῦ ΠΑΣΟΚ σιγά-σιγά «νεοφιλελευθεροποιεῖται», προχωρώντας σέ μεταρρυθμίσεις (ἰδιωτικοποιήσεις, ἐπιχειρηματικοποίηση τοῦ Δημοσίου, «ἀπελευθέρωση» τῆς ἐγχώριας ἀγορᾶς), πού κορυφώνει ἡ κυβέρνηση Μητσοτάκη (1989-1993). Οἱ ἐπιδοτήσεις τῆς ΕΟΚ δέν εἶχαν μεταφραστεῖ οὔτε σέ ἔργα κοινῆς ὠφέλειας οὔτε σέ παραγωγική ἀνασυγκρότηση, ἐνῶ ὁ πολιτικός κόσμος προσπαθοῦσε νά συντηρήσει τόν μύθο μίας «μεταβιομηχανικῆς ἀνάπτυξης», στηριγμένης στόν τουρισμό καί τίς ὑπηρεσίες18ὑπηρεσίες.<ref>Ἤδη ἀπό τό 1985, ὁ τότε ὑπουργός Ἐθνικῆς Οἰκονομίας Κ. Σημίτης παρατηροῦσε ὅτι «ἴσως ἡ λύση βρίσκεται στήν ὑπέρβαση τῆς βιομηχανικῆς ἀνάπτυξης. Στίς μεταβιομηχανικές δραστηριότητες (τουρισμός, ἐμπόριο, τραπεζικές ὑπηρεσίες) πού δέν ἀπαιτοῦν μεγάλο κεφαλαιουχικό ἐξοπλισμό. Ὑπάρχουν χῶρες πού εὐημεροῦν μόνο ἀπό τήν παροχή γενικῶν ὑπηρεσιῶν» (ὅπως παρατίθεται σέ Γιαχνῆ, σελ. 20).</ref> Ἡ Ἑλλάδα τελικῶς δέν ἀπέφυγε τό στραβοπάτημα: ἡ νομότυπη πολιτική ἐξάρτηση τήν ὁποία ἐπισφράγησε τό Μνημόνιο τοῦ 2010 εἶναι ἕνα στοιχεῖο ἀνάμεσα στά πολλά πού ἀποκαλύπτει τό μέλλον τῆς χώρας πιό κοντά στήν περιφέρεια.
 
===Συμπεράσματα===
Line 36:
Τούς τελευταίους δύο αἰῶνες, ἡ φιλελεύθερη ἔννομη τάξη ἐμφανίστηκε κυρίως ὡς ἕνα οὐδέτερο θεσμικό πλαίσιο, ἱκανό νά ἐγγυηθεῖ τό fair play τῶν ἀντιπάλων κοινωνικῶν τάξεων, καί, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀριστερῶν ἐρευνητῶν, χρήσιμο ὡς ἐργαλεῖο ἐξυπηρέτησης τῶν λαϊκῶν συμφερόντων, χωρίς νά παρατηρηθεῖ ὅτι τό κράτος συνέχισε νά βασίζεται στό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ 1789. Ἡ κοινωνική εὐφορία πού δημιουργοῦσαν οἱ ὁποιεσδήποτε -συχνά ἀπειροελάχιστες- κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ὁδήγησαν στήν ἀκραία ἄποψη ὅτι τό κράτος μπορεῖ τελικῶς νά χρησιμοποιηθεῖ μόνον πρός ὄφελος τῶν καταπιεζομένων καί πρός περιορισμό τῶν καταπιεστῶν.
 
Τούτη τήν πεποίθηση δέν ἀπέφυγε οὔτε ἡ νομική ἐπιστήμη. Εἰδικώτερα στήν Ἑλλάδα, ἡ ψήφιση ἑνός δημοκρατικοῦ Συντάγματος καί ἡ μετέπειτα ἐπικράτηση τῆς «μεγάλης ἀριστερῆς παράταξης» τοῦ ΠΑΣΟΚ ἀπέληξε σέ κλῖμα θεωρησιακῆς αἰσιοδοξίας, πού θεώρησε τό μεταπριλιανό καθεστώς ὡς τό ἀπαύγασμα τῆς δημοκρατίας καί τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἀρνούμενοι νά συγκροτήσουν μία θετική νομική θεωρία ἱκανή νά θεμελιώσει τήν ἐπιστήμη τουλάχιστον στήν ἀποδοχή ἁπτῶν ἐμπειρικῶν δεδομένων. Οἱ νομικοί ἐκείνης τῆς γενιᾶς γαλουχήθηκαν μέ τήν πίστη ὅτι, παρά τά ἀνακύπτοντα προβλήματα, ὁ κάθε νόμος ἦταν ἀντικειμενικός, εἶχε μία ratio, καί τά πάντα διασφαλίζονταν μέ θεσμικά ἀντίβαρα. Κατέληξαν, λοιπόν, ἀντί νά μιλοῦν γιά τό δίκαιο ὅπως εἶναι, νά ἀναλύουν τό δίκαιο ὅπως ἔπρεπε νά εἶναι, καί, ἀκόμη χειρότερα, νά μελετοῦν τό ἰσχύον δίκαιο ὡς τό δέον δίκαιο, λησμονώντας ὅτι «ἡ ὕπαρξη τοῦ δικαίου εἶναι ἕνα ζήτημα ἡ ἄξία ἤ ἡ ἀπαξία του εἶναι ἄλλο ζήτημα»19.<ref>Austin, σελ. 157.</ref>
 
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τίς παραπάνω παραμέτρους, μποροῦμε νά προχωρήσουμε περαιτέρω στήν ἐξέταση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς.
Line 44:
Ὅσον ἀφορᾶ τίς διαφορές συνταγματικῶν δικαιωμάτων πού προκύπτουν στίς σχέσεις κράτους-πολιτῶν, ἡ γερμανική θεωρία, ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς νομολογίας τοῦ ΓΟΣΔ, κατέληξε σέ δύο μεθόδους ἄρσης τους, θέτοντας ὡς κριτήριο τήν ὕπαρξη ἤ μή ἐπιφύλαξης νόμου (Vorbehalt des Gesetzes): τήν βασιζόμενη στήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας μέθοδο (Verhältnismäßigkeitsprinzip), ὅταν ὑφίσταται ἐπιφύλαξη νόμου, καί τήν μέθοδο τῆς πρακτικῆς ἁρμονίας (praktische Konkordanz), γιά τόν περιορισμό τῶν δικαιωμάτων χωρίς ἐπιφύλαξη νόμου. Ἐν ὄψει τῆς κατίσχυσης τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας, μερίδα νομικῶν ὑπεστήριξε μία μέθοδο πού θά μποροῦσε νά ἐφαρμοστεῖ ἐξ ἴσου στίς σχέσεις κράτους-ἰδιώτη καί στίς σχέσεις μεταξύ ἰδιωτῶν, τήν θεσμική ἐφαρμογή.
 
Ἡ θεσμική ἐφαρμογή τοποθετεῖται μεθοδολογικά πιό κόντα στήν πρακτική ἐναρμόνιση, ἀξιοποιώντας ὡστόσο πρωτότυπα καί τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας. Ὅπως θά καταδειχθεῖ στήν συνέχεια, ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἐμμένει στήν κλασσική νομική ὑπαγωγή20ὑπαγωγή,<ref>Βλ. Δημητρόπουλο, 2008, σελ. 234 ἑπ.</ref> μπολιάζοντάς τά θεμέλια της μέ μιά πληθώρα νομικοπολιτικῶν στοιχείων καί μεθόδων. Αὐτή ἡ πρακτική ὁδηγεῖ τελικῶς σέ ἕνα σύστημα ἀντιφάσεων, οἱ ὁποῖες εἴτε ἐπιλύονται μέ περίπλοκες κατασκευές εἴτε -τίς περισσότερες φορές- ἀφήνονται νά πλανῶνται στήν ἀτμόσφαιρα αἰνιγματικές. Παρακάτω θά μελετηθοῦν κάποιες πτυχές τους.
 
Ἡ θεσμική ἐφαρμογή στηρίζεται σέ τρία ὑποσύνολα βασικῶν θεωρητικῶν παραδοχῶν, πού ἀφοροῦν τήν διάκριση τοῦ περιεχομένου τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων, τόν τρόπο ἐφαρμογῆς τους στήν ἔννομη τάξη, καί τίς σχέσεις δικαιωμάτων καί θεσμῶν. Ἔτσι: