Test1: Difference between revisions

28,140 bytes added ,  11 months ago
Line 105:
==Ἀναλογικότητα==
===Γενεαλογία τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας===
Πῶς ὅμως γεννήθηκε ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας; «Μία ἀπό τίς πάγιες τάσεις τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος, ἀπό τίς ἀπαρχές του καί τουλάχιστον ὡς τήν δεκαετία τοῦ 1970 πάνω-κάτω, [...] ἦταν μία ἀργή ἀλλά σταθερή αὔξηση τῆς πραγματικῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους»70. Ὁ 18ος αἰώνας περιόρισε τήν ἀποσπασματική καί τελετουργική ἄσκηση τῆς ἐξουσίας πού χαρακτήριζε τήν φεουδαρχία καί τήν ἀπόλυτη μοναρχία, ἐπεξεργαζόμενος «μία, θά λέγαμε, νέα οἰκονομία τῶν μηχανισμῶν ἐξουσίας: ἕνα σύνολο διαδικασιῶν, καί ταυτόχρονα ἀναλύσεων, πού ἐπιτρέπουν νά μεγιστοποιηθοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς ἐξουσίας, νά περιοριστεῖ τό κόστος ἄσκησής της καί νά ἐνσωματωθεῖ ἡ ἄσκηση τῆς ἐξουσίας στούς μηχανισμούς παραγωγῆς»71.
 
Ἡ κρατική ἐξουσία, γονιμοποιούμενη ἀπό τήν «ἁγία ἀποδοτικότητα»72 τοῦ ἀστικοῦ πνεύματος, ἔφερε στόν κόσμο τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, πού ἐφαρμόστηκε ἀρχικά σέ ἕναν προνομιακό χῶρο ἐκδήλωσης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, τό ποινικό δίκαιο. Στήν προηγούμενη ἐποχή, μεταξύ τοῦ ἐγκλήματος καί τῆς τιμωρίας του δέν ὑφίστατο κανένα εἴδος κοινοῦ μέτρου. «Ἡ ἀκρότητα τῆς τιμωρίας ἔπρεπε νά ἀπαντᾶ στήν ἀκρότητα τοῦ ἐγκλήματος καί ἔπρεπε νά τήν ξεπερνάει»73. Ἡ κλασσική ἐποχή θά ἐφεύρει ἕνα κοινό μέτρο ἐγκλήματος καί τιμωρίας, «μία μονάδα μέτρησης πού νά ἐπιτρέπει τήν προσαρμογή τῆς τιμωρίας κατά τρόπο τέτοιο, ὥστε νά εἶναι ἀκριβῶς ὅση χρειάζεται γιά νά τιμωρηθεῖ τό ἔγκλημα καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ»74. Πόσο πράγματι τοῦτο διαφέρει ἀπό τήν περιγραφή τοῦ μέτρου ἀπό τόν L.B. Alberti: «καμμιά δαπάνη δέν ἐπιτρέπεται νά εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅσο ἀπαιτεῖ ἡ ἀνάγκη καί καμμιά μικρότερη ἀπ’ ὅσο ἐπιτάσσει ἡ εὐπρέπεια»75;
 
Μέ τήν ἐπικέντρωση τοῦ φιλελεύθερου κράτους στήν διαχείριση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος καί τήν ἐπέκταση τῶν ἐπαφῶν πολιτῶν καί κρατικῆς γραφειοκρατίας, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας μεταφυτεύεται ἀρχικά στο γερμανικό και γαλλικό αστυνομικό δίκαιο και ἀκολούθως, μέ τήν ἄνοδο τῆς κοινωνικῆς πολιτικῆς, ἐπεκτείνεται σέ ὅλο τό φάσμα τοῦ διοικητικοῦ δικαίου. Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἐφαρμόζεται πλέον ἀπό τήν πάγια νομολογία τοῦ Γερμανικοῦ Ὁμοσπονδιακοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου- συναγόμενη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κράτους δικαίου-, ἀναγνωρίζεται στήν αὐστριακή θεωρία καί νομολογία τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου. Ἡ ἀρχή κατοχυρώνεται ρητῶς στό ἄρθρο 36 § 3 τοῦ ἰσχύοντος ὁμοσπονδιακοῦ συντάγματος τῆς Ἐλβετίας (1999)76, ἐνῶ μέ τήν ἀναθεώρηση τοῦ 2001, κατοχυρώνεται ρητῶς στό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. δ΄ τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «οἱ κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά (δηλαδή, τα δικαιώματα του ανθρώπου) πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Σέ εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο, ἐφαρμόζεται ἀπό τό δικαστήριο τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων (ΔΕΚ), τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ), ἐνῶ προβλέπεται ρητῶς στήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΣΔΑ).
 
===Ἀνάλυση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας===
Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ὑπέστη τήν ἐννοιολογική της ἐπεξεργασία στήν γερμανική συνταγματική νομολογία καί θεωρία. Ἔτσι, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἀναλύεται σέ τρεῖς ἐπί μέρους ἀρχές:
 
α) τήν ἀρχή τῆς καταλληλότητας (Geeignetheit),
 
β) τήν ἀρχή τῆς ἀναγκαιότητας (Erfoderlichkeit), καί
 
γ) τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἐν στενῇ ἐννοίᾳ (Verhältnismäßigkeit im engeren Sinn).77
 
Ἕνα μέτρο θεωρεῖται:
 
* κατάλληλο, ἄν μέ αὐτό ἐπιτυγχάνεται ἡ πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ, ἔστω καί ἔν μέρει.
* ἀναγκαῖο, ἄν ἀποκλείεται ἡ ἐπιλογή ἰσοδύναμου ἀλλά λιγότερο περιοριστικοῦ μέτρου.
 
Ἐπί παραδείγματι, δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, ἡ διάλυση παράνομης συνάθροισης ἀπό τήν ἀστυνομία μέ χρήση πυροβόλων ὅπλων, ἐνῶ εἶναι προφανές ὅτι ἀρκοῦσαν καί ἠπιότερα μέσα.78
 
Ἡ stricto sensu ἀναλογικότητα ἐπιτάσσει τήν εὔλογη σχέση μεταξύ τοῦ μέτρου καί τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ. Αὐτό πού ἀλλάζει σέ τοῦτο τό στάδιο εἶναι ἡ σταθερότητα τοῦ σκοποῦ. Ἐνῶ ἡ καταλληλότητα καί ἡ ἀναγκαιότητα ἀποτελοῦν μίαν τεχνική στάθμισης μέσων πρός ἕναν σταθερό -μή ἀμφισβητούμενο ἀπό τόν δικαστή- σκοπό, ἡ stricto sensu ἀναλογικότητα ἐλέγχει τόν ἴδιο τόν σκοπό τοῦ νομοθέτη ἤ τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς. «Μέ δίαυλο τόν ἔλεγχο τῆς ἀναλογικότητας», παρατηρεῖ ὁ Βουτσάκης, «ὁ δικαστής φθάνει ἔτσι μέχρι τήν δυνητική ἀμφισβήτηση τῶν κατ’ ἀρχήν ἀδέσμευτων δικαιοπολιτικῶν ἐπιλογῶν τοῦ νομοθέτη»79. Καί προσφυῶς συμπληρώνει: «Ἐξ οὗ καί ἡ σύμφυτη μέ τόν ἔλεγχο τῆς ἀναλογικότητας καταγγελία τῆς ὑποκατάστασης τοῦ νομοθέτη ἤ τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς ἀπό τόν δικαστή»80.
 
===Ἀναλογικότητα καί θεσμική ἐφαρμογή===
Ἡ καταγγελία τῶν θεωρητικῶν τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς καταλαμβάνει ἕνα δευτερεύον μά ὄχι καί ἔλασσον μέρος τοῦ ἔργου τους, τήν κριτική τῆς στάθμισης. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τους δομεῖται σέ ἕνα πλέγμα σημείων, βασισμένων στίς ἄρχες πού ἤδη ἔχουν σχολιαστεῖ, καί καταλήγει στό ἐρώτημα: Judex legibus solutus81; Γι’ αὐτούς, ἡ μεθοδολογία τῆς στάθμισης -οὐσιαστικά δύο ἐννόμων συμφερόντων- καλύπτεται ἀπό ἀσάφεια ἡ ὁποία «ἔγκειται, ἐκτός τῶν ἄλλων, στό ὅτι ὁποιοδήποτε συμφέρον εὔκολα μπορεῖ νά παρουσιαστεῖ ὡς "ὑψηλή καί εὐγενής ἀξία", ἐνισχυομένης κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σημαντικά καί τῆς εὐχέρειας τῆς δικαστικῆς κρίσης καί τῆς ἀβεβαιότητας τοῦ δικαίου. Ἡ στάθμιση κατηγορεῖται γιά ἔλλειψη ἀντικειμενικότητας»82.
 
Ἡ πραγματική λειτουργία τῆς Δικαιοσύνης δέν ἐπιβεβαιώνει τά ἐπιχειρήματα τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Ἀντιθέτως, ἐπαληθεύεται ἡ ὑπόθεση ὅτι «σέ πολιτικά καί κοινωνικά ὁμαλές συνθῆκες, σέ περιόδους "κανονικότητας", καί ἀναφορικά μέ ζητήματα τρέχουσας διαχείρισης τά δικαστήρια ἐλέγχουν ἐντατικότερα τήν συμφωνία τοῦ νόμου μέ τό Σύνταγμα. Ἀντιθέτως, σέ συνθῆκες ἀσυνήθιστες ἤ ἐξαιρετικές, σέ περιόδους μεγάλων ἀλλαγῶν ἤ κρίσεων, ἄρα σέ συνθῆκες ἀβεβαιότητας, τά δικαστήρια εἶναι πιό ἐπιφυλακτικά καί ὑποβάλλουν σέ ἀσθενῆ ἤ ὁριακό μόνον ἔλεγχο συνταγματικότητας τόν νόμο, ἰδίως ὅταν αὐτός ἀποτελεῖ ἔκφραση μεγάλης πολιτικῆς»83. Ἄλλωστε, στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη, τό τεκμήριο συνταγματικότητας τοῦ δηλωμένου σκοποῦ τοῦ νομοθέτη, στό ὁποῖο ἤδη ἔχουμε ἀναφερθεῖ, ταυτίζοντας κατ’ οὐσίαν τήν δράση τοῦ νομοθέτη σύμφωνα μέ τό κατά τήν γνώμη του δημόσιο συμφέρον μέ τήν τυπική ἐπίκληση τοῦ Συντάγματος, καί τῆς νομιμότητας, θέτει τό σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς, τό τόσο ἀπαραίτητο γιά τήν κόλουρη ἀναλογικότητα τῆς ἑλληνικῆς νομολογίας84. Ἡ πρακτική ἐξάρτηση τῆς δικαιοσύνης ἀπό τήν ἑκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία ἐπισφραγίζεται καί θεσμικά μέσῳ τῆς ἐπιλογῆς τῶν προεδρειῶν τῶν ἀνωτάτων δικαστηρίων85.
 
Οἱ φόβοι τῶν θεωρητικῶν τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς γιά τήν πολιτική σκοπιμότητα τοῦ δικαστῆ φαίνονται ταυτοχρόνως βάσιμοι καί ἀβάσιμοι. Οἱ δικαστές ἀσκοῦν πράγματι πολιτική, ἀλλά πρός ὄφελος τῆς κοινοβουλευτικῆς πλειοψηφίας πού εἶναι τελικῶς ἐκείνη πού παράγει τό δίκαιο καί ἑρμηνεύει αύθεντικά τό νομικῶς ὀρθό86.
 
==Γενικά συμπεράσματα==
===Σύντομη ἀποτίμηση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς===
Ἡ θεσμική ἐφαρμογή προσπάθησε νά εἶναι μία θεωρία ὑπέρ τῆς κοινωνίας. Πέρα ὅμως ἀπό τήν σχετικότητα τῆς προστασίας τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων, κρίνεται ἐδῶ σκόπιμο -καί ὡς μία συνολική ἀποτίμηση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς- νά παρατεθεῖ ἕνα ἐκτετεμένο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀρ. Μάνεση -ὅσον ἀφορᾶ τό ζήτημα τῆς πολιτικῆς ἄσκησης τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων- κατά τόν ὁποῖο τά προβλεπόμενα στό Σ 25 «δέν ἀρκοῦν γιά νά προσδώσουν νέο περιεχόμενο στίς ἀτομικές ἐλευθερίες καί νά τίς μεταβάλουν ἀπό ἀνταγωνιστικές ἐλευθερίες, δηλαδή ἐλευθερίες ἀπό τήν πολιτική κοινωνία, ἀσκούμενες γιά ἐπιδίωξη ἰδιωτικῶν συμφερόντων, σέ ἐλευθερίες ἐξυπηρετικές τοῦ "κοινοῦ συμφέροντος", πραγματοποιούμενες μέσα στήν πολιτική κοινωνία καί μέσῳ αὐτῆς.
 
Μία τέτοια ἀντίληψη θά ἦταν ἀβάσιμη, ἀλλά καί παραπλανητική. Οἱ σχετικές διατάξεις τοῦ ἄρθρου 25 Συντ. ἔχουν ἔκδηλο ἰδεολογικό χαρακτήρα: φαίνεται νά ἀγνοοῦν ὅτι ἡ κοινωνικοποίηση τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν προηγούμενη κοινωνικοποίηση τῶν συμφερόντων, ἡ ὁποία εἶναι, μέ τήν σειρά της, ἀδύνατη μέσα στά πλαίσια τῆς σημερινῆς ταξικά δομημένης κοινωνίας. Καί τό οὐσιαστικό ξεπέρασμα τῆς ἀντίθεσης μεταξύ κράτους (=πολιτικῆς κοινωνίας) καί (ἰδιωτικῆς) κοινωνίας, δέν πραγματοποιεῖται μέ τήν διατύπωση ὁρισμένων μεγαλόστομων διατάξεων τοῦ Συντάγματος –πού περιβάλλουν, σάν νά θέλουν νά ἐξωραΐσουν, τήν διάταξη τῆς παρ. 3 τοῦ ἄρθρου 25- ἀλλά προϋποθέτει, ἀναγκαία, ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό»87.
 
===Θετική ἐξέταση τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας===
Κάθε θετική θεωρία τοῦ δικαίου πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν δυναμική λειτουργία τοῦ γράμματος τοῦ νόμου ἐντός τῆς πραγματωμένης ἔννομης τάξης. Πρέπει, λοιπόν, ἀμέσως νά ἐξετάσουμε τίς ἔννοιες τῆς τριτενέργειας καί τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. γ’, τά συνταγματικά δικαιώματα ἰσχύουν καί στίς σχέσεις μεταξύ ἰδιωτῶν στίς ὁποῖες προσιδιάζουν. Τό ἐδάφιο αὐτό προκαλεῖ ἀπορία ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ «προσιδιάζειν». Ἡ ἰδιωτική ἐξουσίαση ὡς causa τῆς τριτενέργειας τῶν δικαιωμάτων μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀνεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ἐκκινώντας ἀπό ἕναν πολύ ἐμπειρικό ὁρισμό τῆς ἐξουσίας, ὅπως ὅτι «ἐξουσία ἀσκεῖται ὅταν ὁ Α βάζει τόν Β νά κάνει κάτι πού ὁ Β δέν θά ἔκανε ἀπό μόνος του»88, ὁδηγούμαστε στό συμπέρασμα ὅτι πάρα πολλές κοινωνικές σχέσεις εἶναι πράξεις ἰδιωτικῆς ἐξουσίασης. Ὅμως, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, καταλήγουμε στήν φορμαλιστικά σχηματοποιημένη ταύτιση τοῦ ἀμυνομένου καί ἐξουσιαζομένου ἀφ’ ἑνός, καί ἐπιτιθέμενου καί ἐξουσιαστῆ ἀφ’ ἑτέρου. Καί ἄν ἡ ἄρνηση μιᾶς τέτοιας θέσης ἄγεται σέ ἀνακρίβειες89, ἡ ἀποδοχή της καταλήγει σέ μία παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας, ὅπου ὁ συγκεκριμένος φορέας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος περιορίζεται χάριν τῶν ὅποιων δικαιωμάτων τῶν τρίτων, φορέων ἴσως ἰδιωτικῆς ἐξουσίας90.
 
Ἡ ὁμοιότητα (τό «προσιδιάζειν») σημαίνει ὅτι, στά πλαίσια μίας ἰδιωτικῆς σχέσης, τό ἕνα μέρος παρουσιάζει κοινά γνωρίσματα μέ τό κράτος καί τό ἄλλο μέρος ἔχει δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις πρός τό πρῶτο μέρος πού ἐμφανίζουν κοινά στοιχεῖα μέ ὅ,τι συνεπάγεται γιά ἕνα ἄτομο ἡ σύνδεση μέ ἕνα κράτος. Κατ’ ἐξοχήν ἀντίστοιχος μέ τό κράτος χῶρος εἶναι τό ἐργοστάσιο: μία κλειστή ἰδιόκτητη χώρα ἐντός τῆς ὁποίας ἕνας λαός ἐργατῶν τίθεται ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός ἡγεμόνα, δηλαδή τά διευθυντικά δικαιώματα τοῦ ἐργοδότη. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἐμπνευστής τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας Hans Carl Nipperdey91 ἦταν ἕνας ἀπό τούς διαμορφωτές τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ δικαίου στήν Γερμανία καί σχολιαστής τοῦ περίφημου Νόμου γιά τήν Ὀργάνωση τῆς Ἐθνικῆς Ἐργασίας τοῦ 1934 (Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit)92. Ἡ γενική ποιοτική ἀντιστοιχία κράτους-ἐργοστασίου μπορεῖ νά ἐξειδικευτεῖ καί στήν σύνδεση συγκεκριμένης κρατικῆς ὑπηρεσίας μέ μία ἀντίστοιχη ἰδιωτική. Ἔτσι, π.χ. κανόνες πού ἀφοροῦν τήν παροχή ὑπηρεσιῶν σέ ἕνα κρατικό νοσοκομεῖο μποροῦν νά ἰσχύσουν καί γιά μία ἰδιωτική κλινική.
 
Ἄς περάσουμε στό θέμα τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. δ’, ἡ ἀναλογικότητα ἀναφέρεται στόν περιορισμό τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἀπό τήν κρατική ἐξουσία. Χρήσιμη μεθοδολογικά εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Ε. Μπέη περί διάκρισης μεταξύ διμεροῦς καί τριμεροῦς ἀναλογικότητας. Διμερής ἀναλογικότητα ὑφίσταται στίς σχέσεις κράτους καί ἰδιώτη, δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ συμφέροντος. Ἀντίθετα, ἡ τριμερής ἀναλογικότητα προϋποθέτει «δύο ἰδιῶτες, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας ἀσκεῖ τό ἀτομικό του δικαίωμα εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, καί ἕνα φορέα δημόσιας ἐξουσίας. Παράλληλα, στό παραπάνω σχῆμα προσώπων ἀντιστοιχεῖ τό ἀκόλουθο σχῆμα ἔννομων σχέσεων: Ἀξίωση τοῦ Α ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά μήν ἐπέμβει στό ἀτομικό του δικαίωμα, ἀξίωση τοῦ Β ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά προστατεύσει τό θιγόμενο ἀτομικό του δικαίωμα ἀπό τήν δράση τοῦ Α καί ὑποχρέωση τοῦ δημοσίου νά ὁριοθετήσει τά συγκρουόμενα ἀτομικά δικαιώματα»93. Ἡ ἄποψη αὐτή ἐξηγεῖ ἐπαρκῶς τήν λειτουργία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων94, ἐν τούτοις μόνον ὅσο αὐτά ἀφοροῦν τήν ἐλεύθερη ἰδιωτική δράση σχετικά ἴσων ἀτόμων, δηλαδή δέν λαμβάνουν ταξική καί πολιτική χροιά. Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ἀπολιτική ἄσκηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων δέν θίγεται, συνήθως, ἀπό τήν κρατική ἐξουσία -καί μάλιστα οὔτε ἀπό τά δικτατορικά καθεστῶτα»95, ἀλλά, σέ κάθε περίπτωση, τό περιεχόμενο τῶν ἀπολίτικων ἀτομικῶν δικαιωμάτων ρυθμίζεται ἀπό συγκεκριμένους νόμους, ἰσχύοντες καί δίχως τήν διακήρυξη δικαιωμάτων, ἐπειδή τό κράτος ὤφελεῖται ἀπό τήν ἐξομάλυνση τῶν μικροεντάσεων μεταξύ τῶν πολιτῶν, ἰδεολογικά ἐπιβεβαιουμένου κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τοῦ ρόλου του ὡς φύλακα τοῦ κοινωνικοῦ συμβολαίου.
 
Τί συμβαίνει ὅμως ὅταν πρόκειται γιά τήν πολιτική ἄσκηση ἀτομικῶν δικαιωμάτων ἤ γιά τά λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα; Ἡ ἐμπειρία δεικνύει ὅτι ἡ νομική προστασία αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων εἶναι ἀνύπαρκτη ἤ, πάντως, ὑπό αἵρεση. Τά κοινωνικά δικαιώματα (ὑπό τήν μορφή κρατικῶν παροχῶν) κατοχυρώνονται μέν στό Σύνταγμα, ἀλλά δέν θεμελιώνουν ἀγώγιμη ἀξίωση γιά τήν ἀπόλαυσή τους, «μία ἰδιορρυθμία πού καθιστᾶ ἀμφίβολη, μερικές φορές, τήν ἰδιότητά τους ὡς κατά κυριολεξία δικαιωμάτων»96, ἐνῶ ἕνα τυπικό δικαίωμα τοῦ κλασσικοῦ καταλόγου, τό δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι, ἀσκούμενο ἐξυπηρετώντας πολιτικούς σκοπούς (π.χ. ἀντίθεση στήν κυβέρνηση) σχεδόν πλήρως ἀπεμπολεῖται -ἰδίως κατά τό διάστημα τῶν τελευταίων τριῶν ἐτῶν- μέσῳ τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀστυνομικῆς καί παρακρατικῆς βίας. Τό ἀναγκαῖο συμπέρασμα πού προκύπτει εἶναι ὅτι, ἐνῶ τό οὐδέτερο ἀμυντικό δικαίωμα ἔναντι τοῦ κράτους προσλαμβάνει νομική μορφή, τά κοινωνικά καί πολιτικοποιημένα δικαιώματα ἐπαφίενται στήν διακριτική εὐχέρεια τῆς πολιτικῆς ρύθμισης, διά νά πληρωθεῖ τό ρηθέν ὑπό τοῦ Μάνεση: «Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ πρακτική ἀξία τῆς κατοχύρωσης ἑνός ἀτομικοῦ δικαιώματος δέν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπό τήν συνταγματική ἐξαγγελία του, ὅσο ἀπό τήν νομοθετική καί διοικητική ρύθμισή του»97. Αὐτό σημαίνει, γιά ἐπιστρέψουμε στό σχῆμα τοῦ Μπέη, ὅτι ἡ ἀξίωση τοῦ Α γιά ἀποχή συνιστᾶ σταθερό στοιχεῖο τῆς ἔννομης τάξης, ἐνῶ ἡ ἀξίωση τοῦ Β γιά προστασία ἐξαρτᾶται ἀπό τίς κοινωνικοπολιτικές ἀλλαγές. Ἔτσι, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἀποδεικνύεται ὡς ἔχουσα κατά βάσιν συντηρητικό περιεχόμενο, διότι μπορεῖ ἐν τέλει νά λειτουργήσει ἁρμονικά μέ τήν προαναφερθεῖσα παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας98.
 
==Ἐπίλογος==
Ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς προσπαθεῖ τελικῶς νά συνδυάσει τήν παλαιά ἐμπιστοσύνη τοῦ νομικοῦ θετικισμοῦ στό συλλογικό νομοθετικό ὄργανο, τήν Βουλή, μέ τήν ἱστορική περίοδο τῆς ἀνοδου τοῦ κράτους πρόνοιας καί τήν συνακόλουθη βελτίωση τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου μεγάλου μέρους τοῦ πληθυσμοῦ, δίχως νά ἀναγνωρίσει τήν τελευταία ὡς ἀπόρροια συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικοῦ συσχετισμοῦ δύναμης πού ὑπό τήν πίεση τῆς γενικευμένης καπιταλιστικῆς κρίσης καταρρέει ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δημιουργοῦν ἕνα θεωρητικό ἀμάλγαμα συχνά ἑλκυστικό λόγῳ τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἰδεωδῶν πού προβάλλει ἀλλά καί πολλές φορές βαθιά ἀντιφατικό, καθῶς ἐπιχειρεῖ νά συμπλέξει στοιχεῖα ἀπό διαφορετικές ἔννομες τάξεις καί πολιτικές φιλοσοφίες99. Οἱ προοδευτικές καί δημοκρατικές πολιτικές ἀντιλήψεις τῶν θεωρητικῶν αὐτῶν δέν ἀμφισβητοῦνται, ἀλλά ἡ σύγχυση τοῦ ὄντος καί τοῦ δέοντος ἀπολήγουν τελικῶς σέ ἀποτελέσματα πού οἱ ἴδιοι οὔτε θά μποροῦσαν νά ὑποθέσουν.
 
Οἱ ἀντιφάσεις λύνονται στό πεδίο τῆς πραγματικότητας καί χρέος τῆς ἐπιστήμης δέν εἶναι οὔτε νά τίς κρύβει κάτω ἀπό τό χαλί, οὔτε νά τίς ἐπιλύει μέ ἰδεαλιστικές κατασκευές, ἀλλά νά τίς παρουσιάζει σέ ὅλη τήν λιτή τους αἰχμηρότητα.