Test1: Difference between revisions

From Archiopedia
Jump to navigation Jump to search
Content added Content deleted
No edit summary
No edit summary
 
(39 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
<div style='text-align: right;'>''σχολῇ βαδίζων ὁ χρόνος ἀφικνεῖται τὸ πᾶν''


==Πρόλογος==
Χαιρήμων
Σέ μία πραγματικότητα κοινωνικῶν ανταγωνισμῶν, οἱ συγκρούσεις ἀνάμεσα στά ἐπί μέρους συμφέροντα μεταφράζονται σέ νομικές συγκρούσεις. Ἀρκετές θεωρίες ἔχουν προταθεῖ γιά τήν ἀποτελεσματικότερη ἐπίλυση τῶν διαφορῶν, μέ πιό ἰδιάζουσα ἐκείνη τῆς θεσμικῆς εφαρμογῆς. Στήν πορεία της εργασίας θά ἐξεταστοῦν οἱ θεμελιώδεις παραδοχές τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς εφαρμογῆς καί θά γενεαλογηθεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, ὥστε νά ἐξαχθοῦν τά κατάλληλα συμπεράσματα καί νά διαγνωστοῦν οἱ περαιτέρω θεωρητικές καί πρακτικές δυνατότητες, στά ὅρια συχνά μεταξύ Συνταγματικοῦ Δικαίου καί Φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου.


Ἄς ξεκινήσουμε μέ τόν δογματικό ὁρισμό. «Σύγκρουση δικαιωμάτων ὑπό νομική ἔννοια εἶναι ἡ ταυτόχρονη ἀναγνώριση καί νόμιμη ἄσκηση τῶν δικαιωμάτων περισσότερων φορέων κατά τρόπο ὥστε ἡ νόμιμη ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἑνός νά περιορίζει τήν ἐπίσης νόμιμη ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἄλλου».<ref>Ἄν. Γ. Δημητρόπουλος, ''Σύστημα Συνταγματικοῦ Δικαίου: Συνταγματικά Δικαιώματα'', Γ’, τεύχη Ι-ΙΙΙ, Σάκκουλας, Ἀθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 219.</ref> Χαρακτηριστικό τῆς νομικῆς σύγκρουσης εἶναι ἡ νόμιμη ἄσκηση τῶν δικαιωμάτων ἀπό τούς συγκρουομένους φορεῖς. Ἡ σύγκρουση δικαιωμάτων προϋποθέτει τήν, κατά τό δυνατόν, πληρέστερη καί πιό λυσιτελῆ ἐνσωμάτωση ἀνταγωνιστικῶν κοινωνικῶν δυνάμεων σέ ὁρισμένο πολιτικό καθεστώς, δηλαδή -σέ περισσότερο νομική ὁρολογία- τήν δικαιϊκή ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος παροχῆς δικαστικῆς προστασίας σέ ἀντιτιθέμενα πρόσωπα (φυσικά ἤ νομικά) ἐντός ὁρισμένης ἔννομης τάξης. Τῆς ὡς ἄνω νομικῆς κατάστασης ἔχει προηγηθεῖ, βεβαίως, ἡ ἀποδοχή τῆς γενικότερης σκόπιμης δράσης ἀτόμων ἤ ὁμάδων ἀπό τό δίκαιο, δηλαδή ἡ ἀναγωγή τῶν σκοπῶν τῶν προσώπων σέ ἔννομα συμφέροντα. Ποιά εἶναι ὅμως τά αἴτια μίας τέτοιας συμπεριφορᾶς τοῦ δικαίου; Μέ ἄλλα λόγια, γιατί τό κράτος, παραγωγός τοῦ δικαίου, προχωρᾶ στήν ὑλοποίηση τακτικῶν ἐνσωμάτωσης;
(Chaer., fr. 20 [Nauck])</div>


==Ἱστορικά προλεγόμενα==
==Εἰσαγωγή==
===Γένεση τῶν ἐλευθεριῶν===
Ὁ Τζών Ρώλς συστηματοποίησε τήν παράδοση τῆς δυτικῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, καί πρότεινε κάποιους πρωτότυπους θεσμικούς μετασχηματισμούς. Ἡ γνώση τῶν κλασσικῶν πολιτικῶν φιλοσόφων, ἡ ἐνημέρωσή γιά τίς σύγχρονες ἐξελίξεις στόν χῶρο τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, καθώς καί ἡ ἀριστοτελική νηφαλιότητα τοῦ ὕφους, συνέβαλαν στήν διαχρονική ἀναγνώριση τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου. Ἡ πλούσια βιβλιογραφία γιά τήν σκέψη τοῦ Ρώλς ἔχει, σέ συντριπτικό βαθμό, ἀναλωθεῖ στόν ἐξαντλητικό ἔλεγχο ἄτυχων λεπτομερειῶν καί στήν συστηματική κατασκευή ἀποπροσανατολιστικῶν γενικεύσεων. Ὁ ἴδιος ὁ Ρώλς στήν περίοδο πού ἀκολούθησε τήν ἔκδοση τῆς ''Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης'' ἐνεπλάκη σέ αὐτό τό παιχνίδι κριτικῶν καί ἀπαντήσεων. Ἴσως ἔτσι δρομολογήθηκε ὁ ἀπόλυτος ἐκνομικισμός ἑνός ἔργου κατ’ ἀρχήν πολιτικῆς φιλοσοφίας.<br>
Ὁ Φ. Μπρωντέλ ἔγραφε: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἔχουμε μία γενική ἐποπτεία τοῦ συνόλου τῶν γνώσεών μας γιά τήν εὐρωπαϊκή ἱστορία, ἀπό τόν 5ον αἰώνα ὥς τήν σημερινή ἐποχή ἤ, καλύτερα, ὥς τόν 18ο αἰώνα, καί ὅτι μποροῦμε νά ἐγγράψουμε ὅλον αὐτόν τόν ὄγκο τῶν γνώσεων σέ μία ἠλεκτρονική μνήμη (ἄς ποῦμε ὅτι εἶναι δυνατή μιά τέτοια ἐγγραφή), καί ὅτι τέλος ἔχουμε τήν περιέργεια νά ρωτήσουμε τήν πολυτάλαντη αὐτή μνήμη ποιό εἶναι τό πρόβλημα πού ἐμφανίζεται πιό συχνά καί στόν χρόνο ἀλλά καί στόν χῶρο ὅπου διαδραματίζεται ἡ ἀτέλειωτη αὐτή ἱστορία. Ἔ λοιπόν, πρῶτο θά προβάλει, εἶναι βέβαιο, τό πρόβλημα τῆς ἤ καλύτερα τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐλευθεριῶν. Ἡ λέξη ἐλευθερία εἶναι ἡ λέξη κλειδί».<ref>F. Braudel, ''Γραμματική τῶν Πολιτισμῶν'', γ’ ἀνατ., ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 2003, σελ. 435. Οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ Μπρωντέλ.</ref>


Οἱ μεσαιωνικές ἐλευθερίες (libertates) εἶναι κατ’ οὐσίαν συλλογικά προνόμια, θεσμική ἔκφραση τῶν φυγόκεντρων ἀνταγωνιστικῶν κοινωνικοϊστορικῶν δυνάμεων πού ἀπελευθερώθηκαν μέ τήν πτώση τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί, κυρίως, μέ τήν παρακμή τῆς καρολλίγειας ἐπανίδρυσής της. Βασικός φορέας, βεβαίως, τῶν ἐλευθεριῶν εἶναι οἱ μεσαιωνικές πόλεις, πού ἀγωνίζονται διαρκῶς ἐναντίον τῆς συνδυασμένης ἐξουσίας τοῦ Πάπα, τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορα καί τῶν φεουδαρχῶν: Stadtluft macht frei (ὁ ἀέρας τῆς πόλης ἀπελευθερώνει), μᾶς πληροφορεῖ παραστατικά ἡ γνωστή ρήση. Ἀπό τόν 11ο αἰώνα, ὁ φεουδαλισμός διέρχεται δομική κρίση. «Μέχρι τόν 14ο αἰώνα, ἡ δουλοπαροικία ἄρχισε νά ἐξαφανίζεται ἀπό τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ ἀναδυόμενος ἐλεύθερος γεωργός καί ὁ μικροϊδιοκτήτης ἔγιναν τό ἀγροτικό ἀντίστοιχο τοῦ ἀρχιμάστορα τῆς πόλης».<ref>M. Bookchin, ''Τά ὅρια τῆς πόλης'', Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 81.</ref> «Ἐάν ἡ Εὐρώπη συνέχιζε στόν δρόμο πού πορευόταν, εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε ὅτι τά πρότυπα τῆς μεσαιωνικῆς φεουδαλικῆς Εὐρώπης μέ τό αὐστηρά ἱεραρχικό σύστημα τῶν "τάξεων" ἦταν δυνατό νά ἀνασυγκροτηθοῦν. Πολύ πιθανότερο νά εἶχε ἐξελιχθεῖ ἡ Εὐρωπαϊκή φεουδαλική κοινωνική δομή πρός ἕνα σύστημα σχετικά ἰσοδύναμων μικρῶν παραγωγῶν, πού θά ἰσοπέδωναν περισσότερο τήν ἀριστοκρατία καί θά ἀποκέντρωναν περισσότερο τίς πολιτικές δομές».<ref>Wallerstein, 1987, σελ. 49.</ref> Τό ἀληθινό περιεχόμενο τῆς νεώτερης ἔννοιας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἐντοπίζεται ἀκριβῶς σέ τοῦτα τά ἀνεξάρτητα φυσικά πρόσωπα καί τούς θεσμούς τους.
Συνειδητά ἀπέφυγα νά ἐμπλακῶ στήν ἐμπόλεμη ζώνη τῆς βιβλιογραφίας. Κατά συνέπεια, τό πόνημά μου εἶναι σύντομο καί χωρίς πολλές ἀναφορές σέ δευτερογενεῖς πηγές. Προτίμησα νά διαβάσω τί λέει ὁ ἴδιος ὁ Ρώλς, καί νά περιορίσω εἰδικότερα τήν ἐξέταση τοῦ θέματός μου στήν ''Θεωρία τῆς Δικαιοσύνης'' (1971). Ἡ ἐνασχόληση μέ τά ἐπί μέρους μᾶς ἔχει ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐσωτερική αἴσθηση τῆς ρωλσιανῆς ὀπτικῆς. Ὅμως, «χρειάζεται νά ἀναχθοῦμε στά προβλήματα πού θέτει ἕνας ἰδιοφυής συγγραφέας, σ’ αὐτά πού δέν λέει ''σέ'' ὅσα λέει, προκειμένου νά ἀντλήσουμε ἀπό αὐτό κάτι πού τοῦ ὀφείλουμε πάντοτε, ἀκόμη καί ἄν στραφοῦμε ταυτοχρόνως ἐναντίον του».<ref>G. Deleuze/D. Lapoujade (ἐπιμ.), ''L’ île déserte et autres textes, Textes et entretiens 1953-1974'', Minuit, Παρίσι, 2002, σελ. 192.</ref> Μέ τοῦτο τό κριτήριο κατά νοῦ, σκοπεύω νά ἐξετάσω κάποιες παραμελημένες ὄψεις τοῦ ρωλσιανοῦ ἐγχειρήματος καί, παρακολουθώντας τίς συχνά ἀνομολόγητες συνέπειές τους, νά ἀπαντήσω στό ἐρώτημα: συνιστᾶ ἡ μέθοδος τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας νομική μέθοδο;<br>


Οἱ ἄρχουσες τάξεις αἰσθάνθηκαν τό ἔδαφος νά ὑποχωρεῖ κάτω ἀπό τά πόδια τους. Ἡ μακροπρόθεσμη στρατηγική τους στηριζόταν στό δόγμα τῆς εὐταξίας. Τά πλούσια ἀστικά στρώματα συνασπίζονται μέ τούς φεουδάρχες-ἐμπόρους καί τούς μεγαλοχωρικούς καί στηρίζουν μία νέα πολιτική δομή, τό νεωτερικό κράτος, πού προέκυψε σταδιακά σέ ἐκεῖνον τόν μακρύ 16ο αἰῶνα καί ἀποτέλεσε θεμελιακή ὀργανωτική μονάδα τῆς καπιταλιστικῆς κοσμοοικονομίας. Πρῶτο ἐγχείρημα τοῦ κράτους εἶναι ὄχι μόνο ἡ καταστολή τῶν ὅλο καί πιό συχνῶν ἀγροτικῶν καί ἀστικῶν ἐξεγέρσεων, καί ἡ διάλυση τῆς ἀστικῆς κομμούνας.<ref>Βλ. Π. Ἀ. Κροπότκιν, ''Ἀλληλοβοήθεια: Ἕνας παράγοντας τῆς ἐξέλιξης'', Καστανιώτης, Ἀθήνα, 2009, σελ. 186 ἑπ., καί Bookchin, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 3), σελ. 76 ἑπ.</ref> Τό ζήτημα τότε ἦταν νά ἐξασφαλιστεῖ ὁ ἐγωϊστικός ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν ἀνεξάρτητων καπιταλιστῶν πού τότε ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους.
Στήν δεύτερη ἑνότητα θά ἐπιχειρήσω νά συστηματοποιήσω τίς ἀπόψεις τοῦ Ρώλς σχετικά μέ τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία. Στήν τρίτη ἑνότητα ἀσχολοῦμαι μέ τήν νομικότητα τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας καί στήν τέταρτη μέ τήν μεθοδικότητά της.


===Ἀκμή καί πτῶση τῆς φιλελεύθερης συναίνεσης===
==Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία ὡς διαδικασία==
Ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση -ὁρόσημο τῆς μεταβάσης τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος στήν πιό συνειδητοποιημένη φάση του- εἶχε δύο ὄψεις. Ἀφ’ ἑνός, ἦταν μία πολιτική ἐπανάσταση<ref>«Ποιά εἶναι ἡ βάση μιᾶς μερικῆς, ἁπλῶς πολιτικῆς ἐπανάστασης; Τούτη: ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνίας-τῶν-ἰδιωτῶν χειραφετεῖται καί κατορθώνει να ἐξουσιάσει τό σύνολο τῆς κοινωνίας, μιά ὁρισμένη τάξη ἐπιχειρεῖ, ξεκινώντας ἀπό τήν ἰδιαίτερη κατάστασή της, τήν γενική ἀπελευθέρωση τῆς κοινωνίας» (Marx, 1978, σελ. 27).</ref> πού ἦλθε νά ἐμπεδώσει τήν διάλυση τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, καί τόν νομικό διαχωρισμό τῆς πολιτικῆς κοινωνίας τῶν ἀλληλεπικαλυπτόμενων προνομίων στίς ἀφηρημένες κατηγορίες τοῦ πολιτικοῦ κράτος καί τῆς κοινωνίας τῶν ἰδιωτῶν. «[...] μόνο στήν ἐμπορευματική οἰκονομία γεννιέται ἡ ἀφηρημένη νομική μορφή, μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἱκανότητα κατοχῆς δικαιωμάτων χωρίζεται ἀπό τίς συγκεκριμένες νομικές ἀξιώσεις. Μόνο ἡ ἀδιάκοπη μεταβίβαση δικαιωμάτων πού πραγματοποιεῖται στήν ἀγορά δημιουργεῖ τήν ἰδέα ἑνός ἀμετάβλητου φορέα δικαιωμάτων».<ref>Ἐβ. Πασουκάνις, ''Μαρξισμός καί Δίκαιο'', β’ ἔκδ., Ὀδυσσέας, Ἀθήνα, 1985, σελ. 123.</ref> «Ἡ προστασία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας καί ἰδιοκτησίας ἦταν λοιπόν πρωταρχικό αἴτημα τῶν ἀστῶν. Ἐπρόκειτο οὐσιαστικά γιά τήν ἐλευθερία τῆς ἰδιοκτησίας πού ἀπέληξε στήν ἰδιοκτησία τῆς ἐλευθερίας...».<ref>Μάνεσης, 1980α, σελ. 544-545.</ref> Ἡ πολιτική ἐπανάσταση «θεωρεῖ τήν ἀστική κοινωνία, τόν κόσμο τῆς ἀνάγκης, τῆς ἐργασίας, τοῦ ἰδωτικοῦ συμφέροντος καί τοῦ ἀστικοῦ δικαίου ὡς βάση τῆς ὕπαρξής της, ὡς ἀπώτατη προϋπόθεσή της καί συνεπῶς ὡς φυσική της βάση».<ref>Marx, 2000, σελ. 82.</ref> Τό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ καπιταλιστικοῦ ἀνταγωνισμοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων -τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν- τῆς Διακήρυξης τοῦ 1789.


Ἀφ’ ἑτέρου, ἀπελευθέρωσε μία νέα κοσμοσυστημική δυναμική. Πρίν τό 1789, κυρίαρχη κοσμοθεωρία τῆς νεωτερικότητας ἦταν ἡ κανονικότητα τῆς πολιτικῆς σταθερότητας, ἐνῶ ἡ πολιτική σκέψη περιστρεφόταν, κατά βάσιν, γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ κυρίαρχου Βασιλέως.<ref>Foucault, 2002, σελ. 41 ἑπ.</ref> Μετά τό 1789, ἡ κοσμοσυστημική γεωκουλτούρα ἀνέκρουσε πρύμναν ἀκριβῶς ὅσον ἀφορᾶ τίς δύο προαναφερθεῖσες κατευθύνσεις. Πρῶτον, ἡ πολιτική ἀλλαγή θεσμίστηκε ὡς φαινόμενο κανονικό, φυσιολογικό, κατ’ ἐπέκτασιν δέ ἐπιθυμητό. Δεύτερον, ἡ ἔννοια τῆς κυριαρχίας ἀναπροσανατολίστηκε ἀπό τόν μονάρχη -ἤ τό νομοθετικό σῶμα- στόν λαό. Ἐπακόλουθο τῆς νέας κατάστασης ἦταν ἡ ἐμφάνιση τῶν ἰδεολογιῶν. «Τό ζήτημα τώρα ἦταν: τί κάνουμε μέ τήν "κανονικότητα" τῆς ἀλλαγῆς στόν πολιτικό στίβο, ἀφοῦ αὐτοί πού ἔχουν ἐξουσία εἶναι πάντοτε ἀπρόθυμοι νά τήν παραχωρήσουν. Οἱ ἀντίπαλες ἀπόψεις γιά τό πῶς θά χειριζόμασταν τήν "κανονικότητα" τῆς ἀλλαγῆς ἐντοπίζονται σ’ αὐτές πού ὀνομάσαμε "ἰδεολογίες" τοῦ νεωτερικοῦ κόσμου».<ref>Wallerstein, 2011, σελ. 117.</ref>
Ὁ Ρώλς ἀναπτύσσει ἐκτενῶς τά ἐπιχειρήματά του σχετικά μέ τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία στήν τέταρτη<ref>Τζών Ρώλς, ''Θεωρία τῆς Δικαιοσύνης'', στ’ ἔκδ., Πόλις, Ἀθήνα, 2010, σελ. 45-48.</ref> καί τήν ἔνατη<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 78-81.</ref> ὑποενότητα τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ πρώτου μέρους τῆς Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης. Ἐντάσσει μάλιστα τίς συγκεκριμένες ἀναπτύξεις στά περιορισμένα μεθοδολογικά χωρία τοῦ ἔργου.<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 19.</ref>


Οἱ δομές τοῦ νεωτερικοῦ κράτους, προσφέρονταν ὡς «μοχλοί πολιτικῆς διευθέτησης». Ἔτσι, «δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἔλεγχος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἡ κατάκτηση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἄν ἦταν ἀπαραίτητο, ἦταν ὁ κύριος στρατηγικός στόχος ὅλων τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς πολιτικῆς σκηνῆς, σέ ὅλη τήν ἱστορική ἐμπειρία τοῦ σύγχρονου καπιταλισμοῦ».<ref>Wallerstein, 1987, σελ. 52. Ἐδῶ ἀνήκει καί ἡ παράθεση τῆς προηγούμενης πρότασης.</ref>
Ἄς ἐξετάσουμε ἀρχικά τί ἀκριβῶς λέει ὁ Ρώλς γιά τό θέμα, θεωρώντας –πρός τό παρόν– τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία καί τόν τρόπο ἐπίτευξής της ἁπλῶς ὡς μία διαδικασία. Καλούμαστε σέ πρώτη φάση νά ἐπιλέξουμε κάποιες «ἔγκριτες ἐκτιμήσεις», δηλαδή ἠθικές κρίσεις γιά συγκεκριμένα ζητήματα. Ἡ ἐκφορά τῶν ἔγκριτων ἐκτιμήσεών μας εἶναι δυνατή μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης εὐνοϊκῶν συνθηκῶν γιά τήν ἄσκηση τοῦ αἰσθήματος τῆς δικαιοσύνης πού διαθέτουμε, «σέ περιστάσεις δηλαδή ὅπου οἱ συνηθέστερες δικαιολογίες ἤ ἐξηγήσεις τοῦ ἐνδεχομένου νά ἔχει σφάλει κανείς δέν φαίνονται νά συντρέχουν».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 78.</ref> Ταυτοχρόνως, ζητεῖται ἡ συγκρότηση ἑνός σώματος ἀρχῶν πού νά δικαιολογοῦν τίς ἔγκριτες ἐκτιμήσεις μας κατά τρόπο συνεκτικό.<ref>Ὁ Τίμ Σκάνλον θεωρεῖ τήν ἐπιλογή τῶν ἐκτιμήσεων καί τήν ἐπιλογή τῶν ἀρχῶν δύο διαφορετικά στάδια, ὅπου οἱ ἐκτιμήσεις προηγοῦνται (T. M. Scanlon, ''Rawls on Justification'', εἰς S. Freeman (ed.), ''The Cambridge Companion to Rawls'', Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 2003, σελ. 139-167: 140). Ἐν τούτοις, ὁ Ρώλς προτείνει σαφῶς νά «ξεκινοῦμε ταυτόχρονα καί ἀπό τίς δύο ἄκρες τοῦ νήματος» (Ρώλς, ''ὅπ.π.'' [ὑποσημ. 2], σελ. 46). Βλ. παρακάτω ὑποσημ. 40.</ref>


Ἕξι δεκαετίες μετά τήν ἔκρηξη τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, τό 1848, μία σειρά κοινωνικῶν καί ἐθνικῶν ἐξεγέρσεων συντάραξαν ἐκ νέου τόν εὐρωπαϊκό χῶρο. Τά κατώτερα κοινωνικά στρώματα δέν ἤθελαν νά ζοῦν, ἐνῶ οἱ ἄρχουσες τάξεις δέν μποροῦσαν νά ζήσουν, ὅπως παλιά.<ref>Lenin, σελ. 87.</ref> Στό διάστημα 1848-1914 θεμελιώνεται ἡ λεγόμενη «Φιλελεύθερη Συναίνεση», ἡ κατίσχυση δηλαδή στίς χῶρες τοῦ κοσμοσυστημικοῦ πυρῆνα ἑνός φιλελεύθερου προγράμματος -ὄχι πάντα ἐφαρμοσμένο ἀπό τούς ἐμπνευστές του-, βασιζόμενου σέ «τρεῖς κύριους ἄξονες: τήν βαθμιαία ἐπέκταση τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώματος καί συνάμα -ἕνα ἀναπόσπαστο καί οὐσιαστικό της στοιχεῖο- τήν ἐπέκταση τῆς πρόσβασης στήν ἐκπαίδευση. Δεύτερο, τήν ἐπέκταση τοῦ ρόλου τοῦ κράτους στήν προστασία τῶν πολιτῶν ἀπό ἀτυχήματα στούς χώρους ἐργασίας, τήν ἐπέκταση τῶν ὑπηρεσιῶν ὑγείας καί τῆς πρόσβασης σ’ αὐτές, καί τέλος τόν μετριασμό τῶν διακυμάνσεων τοῦ εἰσοδήματος πού περιλάμβανε ὁ κύκλος τῆς ζωῆς. Τρίτο, τήν σφυρηλάτηση, καί πάλι ἀπό τό κράτος, τοῦ "ἔθνους". Ἄν κοιτάξουμε προσεκτικά, βλέπουμε πώς αὐτά τά τρία στοιχεῖα δέν εἶναι παρά ἕνας τρόπος γιά νά μεταφραστεῖ σέ δημόσια πολιτική τό σύνθημα "ἐλευθερία, ἰσότητα, ἀδελφοσύνη"».<ref>Wallerstein, 2009, σελ. 121-122.</ref> Ὡστόσο, ἡ διεύρυνση τῶν ὁρίων τοῦ κοσμοσυστήματος ὁδήγησε στήν ἀνάδυση νέων «ἐπικίνδυνων» -καί συνεπῶς ἐξημερωτέων- τάξεων, αὐτήν τήν φορά στίς περιφερειακές καί ἡμιπεριφερειακές κοσμοσυστημικές ζῶνες. Μετά τό πέρας τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἡ οὐϊλσώνεια ἀρχή τῆς αὐτοδιάθεσης τῶν ἐθνῶν καί τῆς ἐθνικῆς ἀνάπτυξης ἦταν τό παγκόσμιο ἀνάλογο τῆς καθολικῆς ψηφοφορίας καί τοῦ κράτους πρόνοιας σέ ἐθνικό ἐπίπεδο.
Ἀκολούθως, ὁ Ρώλς ἀναφέρεται στίς ἠθικές ἀρχές ἤ ἐκτιμήσεις οἱ ὁποῖες «παρουσιάζονται (presented)» ἤ «προτείνονται (proposed)» σέ ἕνα πρόσωπο. Τό πρόσωπο σταθμίζει τίς δικές του ἀντιλήψεις καί τίς προτεινόμενες/παρουσιαζόμενες σέ αὐτό ἀπόψεις οὕτως ὥστε νά προσεγγίσει τήν κατάσταση τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας μέσῳ εἴτε τῆς ἀποδοχῆς εἴτε τῆς ἀπόρριψης μέρους ἤ τοῦ συνόλου τῶν ἀντιλήψεων πού καλεῖται νά συνδυάσει (συμπεριλαμβανομένων βεβαίως καί τῶν δικῶν του).


Πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅτι σέ ὅλη τήν χρονική ἔκταση τῆς Φιλελεύθερης Συναίνεσης, οἱ δύο θεωρητικῶς ἰδεολογικοί ἀντίπαλοι τοῦ φιλελευθερισμοῦ -ὁ σοσιαλισμός καί ὁ συντηρητισμός- εἶχαν μετατραπεῖ κατ’ οὐσίαν σέ προσωπεῖα του.
Τέλος, ὁ Ρώλς ὑπαινίσσεται τήν διάκριση μεταξύ τῆς στενῆς καί τῆς εὐρείας ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας:<ref>Ἡ διάκριση ὀνοματοδοτεῖται καί ἀποσαφηνίζεται στόν J. Rawls, ''The Independence of Moral Theory (1975)'', εἰς S. Freeman, ''John Rawls: Collected Papers'', Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 1999, σελ. 286-302: 288 ἑπ.). Βλ. ἀκόμη, J. Rawls, ''Political Liberalism'', Columbia University Press, Νέα Υόρκη, 2005, σελ. 384.</ref> ἡ πρώτη ἐκκινεῖ ἀπό καί περιορίζεται στήν ἠθική διαίσθηση τοῦ κάθε ἀτόμου, ἐνῷ ἡ δεύτερη προκύπτει μετά ἀπό τήν ἐξέταση «ὅλων τῶν δυνατῶν περιγραφῶν πρός τίς ὁποῖες [ἕνα πρόσωπο] θά μποροῦσε εὔλογα νά προσαρμόσει τίς κρίσεις του, συνοδευόμενες ἀπό τά σχετικά φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα πού τίς στηρίζουν»,<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 79.</ref> ἤ, ἔστω, τῶν περισσότερο γνωστῶν ἀντιλήψεων τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας.<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 80.</ref>


Στήν ένσωμάτωση τῶν ἀντισυστημικῶν -σοσιαλιστικῶν καί έθνικῶν- κινημάτων στό νεωτερικό κοσμοσύστημα, δηλαδή στήν ἀδυναμία τους νά ἀλλάξουν τόν κόσμο, καί στήν γενικώτερη ὀργή γιά τόν τρόπο λειτουργίας τοῦ κοσμοσυστήματος, ὀφείλεται ἡ παγκόσμια ἐπανάσταση τοῦ 1968, ἡ ὁποία ἐγκαινίασε τήν ἀρχή τοῦ τέλους τῆς Συναίνεσης. Στήν θραύση τῆς Συναίνεσης συνετέλεσε καί ἡ εἴσοδος τῆς οἰκονομίας, στίς ἀρχές τοῦ ’70, σέ μία περίδο στασιμότητας καί σταδιακῆς ὕφεσης. Τά προσωπεῖα ἔπεσαν: ὁ συντηρητισμός ἀποκάλυψε τό πιό σκληρό πρόσωπό του, ἐνῶ ἡ Ἀριστερά, ἀπομακρυνόμενη ἀπό τό σοβιετικό μοντέλο, στράφηκε -γενικῶς καί ἀορίστως- στά νέα κοινωνικά κινήματα. Ὁ νεοφιλελευθερισμός ὑπῆρξε ἡ πολιτική καί οἰκονομική ἀπάντηση τῶν προνομιούχων τοῦ κοσμοσυστήματος: ἡ μείωση τῶν ἀμοιβῶν καί ἡ ἀποδόμηση τοῦ κράτους πρόνοιας (παιδεία, ὑγεία, διά βίου ἐγγυημένο εἰσόδημα) ἐπέφερε πράγματι μία μικρή ἀνάσχεση τῆς συμπίεσης τῶν κεφαλαιοκρατικῶν κερδῶν, ὄχι ὅμως ἱκανή νά ἀποτρέψει τήν παγκόσμια κρίση πού ξέσπασε τελικῶς τό 2008.
Προχωρώντας σέ μία ἀποκωδικοποίηση τῶν ρωλσιανῶν θέσεων, θά μπορούσαμε νά κατατάξουμε τά δεδομένα σέ ἕξι στιγμές:


===Ἡ θέση τῆς Ἑλλάδας===
# τήν στιγμή τῆς ἐπιλογῆς τῶν ἔγκριτων ἐκτιμήσεων καί τῶν δικαιολογητικῶν τους ἀρχῶν.
Ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στά ἡμιπεριφερειακά κράτη. Δομική ἰδιομορφία τῶν κρατῶν αὐτῶν εἶναι ἡ εὔθραυστη ἰσορροπία τους ἀνάμεσα στόν ἀνεπτυγμένο πυρήνα καί τήν ὑπανάπτυκτη περιφέρεια. Τά ἡμιπεριφερειακά κράτη ἐνδιαφέρονται νά διατηρήσουν τουλάχιστον τήν μεσαία θέση τους, καί ἐπί πλέον «ν’ ἀποφύγουν τά στραβοπατήματα πού θά τά ὁδηγοῦσαν στήν περιφέρεια καί νά κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά ν’ ἀνοίξουν δρόμο πρός τόν πυρήνα».<ref>Wallerstein, 2009, σελ. 61.</ref> Κατά συνέπεια, οἱ χῶρες τῆς ἡμιπεριφέρειας ἀκολουθοῦν στρατηγική κρατικοῦ παρεμβατισμοῦ γιά νά προστατευθοῦν τόσο ἀπό τήν πίεση τοῦ πυρῆνα ὅσο καί ἀπό τόν ἐσωτερικό τους ἀνταγωνισμό.
# τήν στιγμή τῆς ἀρχικῆς<ref>Ἡ ἐπιλογή τοῦ ἐπιθέτου εἶναι δική μου.</ref> ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεων πού ἔχουμε ἐπιλέξει.
# τήν στιγμή τῆς διατάραξης τῆς ἀρχικῆς ἰσορροπίας ἐξ αἰτίας τῆς ἐμφάνισης ἀντίθετων ἑλκυστικῶν -ἤ ἀπειλητικῶν- ἀντιλήψεων.
# τήν στιγμή τῆς στενῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, μίας νέας κατάστασης ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεών μας, πού, κατά πᾶσα πιθανότητα, ἐνσωματώνουν πλέον -μέ τρόπο μή ἀντιφατικό- κάποιες ἤ ὅλες ἀπό τίς ἀντιλήψεις πού ἐμφανίστηκαν τήν προηγούμενη στιγμή.
# τήν στιγμή τῆς διατάραξης τῆς στενῆς ἰσορροπίας ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέτασης ὅλων τῶν δυνατῶν ἤ, ἔστω, τῶν περισσότερο γνωστῶν ἀντιλήψεων τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας.
# τήν στιγμή τῆς εὐρείας ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, μίας νέας κατάστασης ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεών μας, πού ἐνσωματώνουν ὄχι μόνο μέ τρόπο συνεκτικό, ἀλλά καί κατά τό δυνατόν πλήρη, τίς ἀντιλήψεις πού ἐμφανίστηκαν τήν προηγούμενη στιγμή, ὥστε νά ἀχθοῦμε στό ἐπίπεδο τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας.


Γιά τήν Ἑλλάδα, τά τελευταῖα ἑξῆντα χρόνια δέν ἦταν εὔκολα. Κατεστραμμένη ἀπό τήν γερμανική κατοχή καί τόν Ἐμφύλιο πού ἀκολούθησε, ἡ Ἑλλάδα ἄρχισε νά «ἀνοικοδομεῖται» μετά τό 1950. Ἀρχῆς γενομένης μέ τό Σχέδιο Μάρσαλ, ἡ χώρα μας προσδέθηκε στό ἅρμα τῶν Ἠ.Π.Α.. Ἡ μαζική εἰσβολή τοῦ ξένου κεφαλαίου<ref>Π. Ροδάκης, ''Τάξεις καί Στρώματα στήν νεοελληνική κοινωνία'', Μυκῆναι-Σμυρνιώτης, Ἀθήνα, 1975, σελ. 324 ἑπ.</ref> καί ἡ ἀνελευθερία τοῦ δεξιοῦ καθεστῶτος,<ref>«Σέ ὅλη τήν περίοδο 1953-1967 ἐκδίδονται 946 νόμοι καί 1358 ν.δ. [νομοθετικά διατάγματα, κατά τό Σύνταγμα τοῦ 1952], ὥστε νά ἀπορεῖ κανείς ποιό εἶναι τό κανονικό νομοθετικό ὄργανο» (Ἀντ. Μ. Παντελής, ''Ἐγχειρίδιο Συνταγματικοῦ Δικαίου'', β’ ἔκδ., Λιβάνης, Ἀθήνα, 2007, σελ. 268).</ref> ἀπό κοινοῦ μέ τίς ἔντονες ἐπεμβάσεις τῶν Ἀνακτόρων στήν πολιτική ζωή, συνθλίβει τόν ἑλληνικό λαό, δημιουργώντας ἐπαναστατικές συνθῆκες κατά τήν δεκαετία τοῦ 1960. Ἤδη, στίς ἐκλογές τοῦ 1958, ἡ Ἑ.Δ.Α., νόμιμο σκέλος τοῦ Κ.Κ.Ε., ἀναδεινύεται ἀξιωματική ἀντιπολίτευση. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ἡ κρίση ἐντός τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος ὠθεῖ τίς μᾶζες καί ἰδίως τά μεσαῖα στρώματα νά συνταχθοῦν πίσω ἀπό τό σύνθημα τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου περί «Ἀνενδότου Ἀγῶνος» ἐναντίον τῶν ἐκλογῶν τῆς «βίας καί νοθείας» τοῦ 1961. Μετά τήν δολοφονία Λαμπράκη (1963), ἡ πολιτική ἀποσταθεροποίηση κορυφώνεται μέ τήν Ἀποστασία τοῦ 1965 καί ὁδηγεῖ τάχιστα στήν Ἀπριλιανή Δικτατορία. Μέ τήν ἐξομάλυνση τῆς πολιτικῆς καί πολιτειακῆς κατάστασης, ἡ Ἀριστερά, ἔτι μία φορά, προδίδει τήν ἐπαναστατική συνθήκη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού στρέφεται στόν λαϊκιστικό πολιτικό διάδοχο τῆς Ἕνωσης Κέντρου, τό ΠΑΣΟΚ τοῦ Ἀ. Παπανδρέου. Ἔτσι, γιά τήν σύντομη περίοδο 1981-1985, γνωρίζει καί ἡ Ἑλλάδα μία μορφή κράτους πρόνοιας, μεταφρασμένη στήν πράξη στήν διόγκωση τοῦ δημοσίου τομέα καί τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων. Ἦταν μία πολιτική πού δημιούργησε τήν πεποίθηση ὅτι τά χειρότερα πέρασαν καί ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει πλέον στόν δυτικό πυρήνα, μέ ὅποια ὀφέλη αὐτό συνεπάγεται. Ἀπό τό 1986, ὅμως, ἡ πρακτική τοῦ ΠΑΣΟΚ σιγά-σιγά «νεοφιλελευθεροποιεῖται», προχωρώντας σέ μεταρρυθμίσεις (ἰδιωτικοποιήσεις, ἐπιχειρηματικοποίηση τοῦ Δημοσίου, «ἀπελευθέρωση» τῆς ἐγχώριας ἀγορᾶς), πού κορυφώνει ἡ κυβέρνηση Μητσοτάκη (1989-1993). Οἱ ἐπιδοτήσεις τῆς ΕΟΚ δέν εἶχαν μεταφραστεῖ οὔτε σέ ἔργα κοινῆς ὠφέλειας οὔτε σέ παραγωγική ἀνασυγκρότηση, ἐνῶ ὁ πολιτικός κόσμος προσπαθοῦσε νά συντηρήσει τόν μύθο μίας «μεταβιομηχανικῆς ἀνάπτυξης», στηριγμένης στόν τουρισμό καί τίς ὑπηρεσίες.<ref>Ἤδη ἀπό τό 1985, ὁ τότε ὑπουργός Ἐθνικῆς Οἰκονομίας Κ. Σημίτης παρατηροῦσε ὅτι «ἴσως ἡ λύση βρίσκεται στήν ὑπέρβαση τῆς βιομηχανικῆς ἀνάπτυξης. Στίς μεταβιομηχανικές δραστηριότητες (τουρισμός, ἐμπόριο, τραπεζικές ὑπηρεσίες) πού δέν ἀπαιτοῦν μεγάλο κεφαλαιουχικό ἐξοπλισμό. Ὑπάρχουν χῶρες πού εὐημεροῦν μόνο ἀπό τήν παροχή γενικῶν ὑπηρεσιῶν» (ὅπως παρατίθεται εἰς Β. Γιαχνῆ, «Μετά τόν “σοσιαλιστικό μετασχηματισμό” ὁ “μεταβιομηχανικός σοσιαλισμός”», [http://pandemos.panteion.gr/index.php?lang=el&op=record&type=&page=0&pid=iid:15007&q=isMemberOfCollection-cid:486 ''Ἀντί'' 305], 06/12/1985, σελ. 20-22: 20., σελ. 20).</ref> Ἡ Ἑλλάδα τελικῶς δέν ἀπέφυγε τό στραβοπάτημα: ἡ νομότυπη πολιτική ἐξάρτηση τήν ὁποία ἐπισφράγησε τό Μνημόνιο τοῦ 2010 εἶναι ἕνα στοιχεῖο ἀνάμεσα στά πολλά πού ἀποκαλύπτει τό μέλλον τῆς χώρας πιό κοντά στήν περιφέρεια.
Δύο παρατηρήσεις. Κατ’ ἀρχάς, εἶναι ἐμφανής μία ἐναλλαγή τάξης («ἰσορροπίας») καί ἀταξίας («διατάραξης»). Σημειωτέον δέ ὅτι ἡ ἀταξία καί ἡ ὑπονόμευση τῆς ἰσορροπίας βρίσκονται συνεχῶς στήν ἡμερήσια διάταξη, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι «ἀμφίβολο ἄν μπορεῖ κανείς πράγματι νά φθάσει στήν κατάσταση αὐτή [τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας]».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 80. Πρβλ. καί σελ. 47: «Αὐτή ἡ ἰσορροπία ὅμως δέν εἶναι ἀπαραιτήτως σταθερή. Ἐνδέχεται πάντα νά ὑποστεῖ διαταραχές λόγῳ τῆς περαιτέρω διερεύνησης τῶν ὅρων πού θά ἔπρεπε νά ἐπιβληθοῦν στήν κατάσταση τοῦ συμβολαίου, καθώς καί λόγῳ ἰδιαζουσῶν περιπτώσεων, ἱκανῶν νά ὁδηγήσουν στήν ἀναθεώρηση τῶν κρίσεών μας».</ref> Ὡστόσο, ἡ ἀταξία δέν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀρνητική συνέπεια ἐξωγενῶν παρεμβάσεων, ἀλλ’ ἀπεναντίας θεωρεῖται ὅτι ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας. Εἶναι δέ πολύ πιθανό ἡ «διατάραξη» νά προκαλεῖται ἀπό τό ἴδιο τό ὑποκείμενο πού πρίν εἶχε ἐπιτύχει τήν ἰσορροπία. Μήπως ἡ ἀταξία ὑπακούει σέ κάποια ἀνώτερη ἀρχή;


===Συμπεράσματα===
Ἐπί πλέον, φαίνεται ὅτι ὁ συνεκτικισμός -πού γιά πολλούς συνιστᾶ τό κυρίαρχο χαρακτηριστικό τῆς ὅλης διαδικασίας- ἐξαντλεῖται μόνο στό ἐπίπεδο τῆς τρίτης καί τέταρτης στιγμῆς. Ἡ εὐρεῖα ἀναστοχαστική ἰσορροπία, πέρα ἀπό τήν ἀξίωση τῆς συνοχῆς, προβάλλει καί ἕνα αἴτημα πληρότητας. Σέ ἀντίθεση μέ τήν στενή ἀναστοχαστική ἰσορροπία, ὅπου μέ ἐξαιρετική εὐκολία μποροῦμε νά δεχθοῦμε ἤ νά ἀπορρίψουμε κατά τό δοκοῦν τήν ὅποια προτεινόμενη πεποίθηση ὑπό τόν μόνον ὅρο νά συγκροτοῦμε τίς ἀντιλήψεις μας σέ ἕνα συνεκτικό ὅλο,<ref>Βλ. M. R. DePaul, ''Balance and Refinement: Beyond Coherence Methods of Moral Inquiry'', Routledge, Νέα Υόρκη, 1993, σελ. 3-4.</ref> ἐδῶ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅλες τίς εὔλογες καί περισσότερο γνωστές ἀντιλήψεις τῆς ἠθικοφιλοσοφικῆς παράδοσης, καί μάλιστα νά τό πράξουμε ὄχι ἄν καί ὅποτε μᾶς προβληθοῦν μέσῳ κάποιου ἐξωτερικοῦ παράγοντα ἤ διαύλου, ἀλλά hic et nunc, μέ δική μας πρωτοβουλία. Πῶς δικαιολογεῖται ὅμως τούτη ἡ ὑποχρεώση; Τά ἐρωτήματα θά μείνουν προσωρινά ἀναπάντητα.
Τά διδάγματα πού μποροῦμε νά ἀποκομίσουμε ἀπό τούτη τήν -μακρά- ἱστορική ἀναδρομή εἶναι τά ἐξῆς. Τό κράτος συνιστᾶ ἀναγκαῖο στοιχεῖο τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος καί ἰσχυροποιεῖται διαρκῶς τούς δύο τελευταίους αἰῶνες, καθ’ ὅτι ἀπετέλεσε πεδίο τῆς ἐπιτυχοῦς ἐνσωμάτωσης: α) τοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἀνάμεσα στούς καπιταλιστές, καί β) τῆς πάλης μεταξύ τῶν τάξεων. Ἔτσι, ἐπετεύχθη ἡ ἰσορροπία τοῦ κοσμοσυστήματος: μέ τόν μεσοπρόθεσμο μετριασμό τῶν σκοπῶν κάθε κοινωνικῆς δύναμης. Ἡ συσσώρευση κεφαλαίου ἀπολήγει στό μονοπώλιο, τό ὁποῖο ὅμως μέσῳ τοῦ κράτους ἐμποδίζεται ἤ αὐτοκαταστρέφεται, ἐνῶ τό λαϊκό αἴτημα γιά «ἀλλαγή» ποτέ δέν φτάνει στήν πλήρη ἱκανοποίηση του, καθῶς «ὅλα ἀλλάζουν ἔτσι ὥστε νά μήν ἀλλάζει τίποτε».


Τούς τελευταίους δύο αἰῶνες, ἡ φιλελεύθερη ἔννομη τάξη ἐμφανίστηκε κυρίως ὡς ἕνα οὐδέτερο θεσμικό πλαίσιο, ἱκανό νά ἐγγυηθεῖ τό ''fair play'' τῶν ἀντιπάλων κοινωνικῶν τάξεων, καί, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀριστερῶν ἐρευνητῶν, χρήσιμο ὡς ἐργαλεῖο ἐξυπηρέτησης τῶν λαϊκῶν συμφερόντων, χωρίς νά παρατηρηθεῖ ὅτι τό κράτος συνέχισε νά βασίζεται στό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ 1789. Ἡ κοινωνική εὐφορία πού δημιουργοῦσαν οἱ ὁποιεσδήποτε -συχνά ἀπειροελάχιστες- κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ὁδήγησαν στήν ἀκραία ἄποψη ὅτι τό κράτος μπορεῖ τελικῶς νά χρησιμοποιηθεῖ μόνον πρός ὄφελος τῶν καταπιεζομένων καί πρός περιορισμό τῶν καταπιεστῶν.
Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία εἶναι ἡ νοητική ἀπεικόνιση τῆς ἀνάπτυξης τῆς κοινωνίας πρός τήν -κατά τό δυνατόν- πλήρη εὐταξία καί ὡριμότητά της. Στόχος τοῦ Ρώλς εἶναι νά παρουσιάσει «μία ἀντίληψη περί δίκαιης κοινωνίας τήν ὁποία θά πρέπει, ἄν εἶναι δυνατόν, νά ὑλοποιήσουμε».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 294.</ref> Ἡ εὐτεταγμένη κοινωνία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς θέσης, καί διακρίνεται σαφῶς ἀπό τό σημερινό κοινωνικό σύστημα: «Οἱ ὑπαρκτές (existing) κοινωνίες, βέβαια, σπάνια εἶναι εὐτεταγμένες μέ τήν ἔννοια αὐτή, ἐφ’ ὅσον τό τί εἶναι δίκαιο καί τί ἄδικο ἀποτελεῖ συνήθως ἀντικείμενο διαμάχης».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. σελ. 29. Ὁ Ρώλς τονίζει τόν «ἄδικο χαρακτήρα τῶν ὑπαρχόντων θεσμῶν» (σελ. 331).</ref>


Τούτη τήν πεποίθηση δέν ἀπέφυγε οὔτε ἡ νομική ἐπιστήμη. Εἰδικώτερα στήν Ἑλλάδα, ἡ ψήφιση ἑνός δημοκρατικοῦ Συντάγματος καί ἡ μετέπειτα ἐπικράτηση τῆς «μεγάλης ἀριστερῆς παράταξης» τοῦ ΠΑΣΟΚ ἀπέληξε σέ κλῖμα θεωρησιακῆς αἰσιοδοξίας, πού θεώρησε τό μεταπριλιανό καθεστώς ὡς τό ἀπαύγασμα τῆς δημοκρατίας καί τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἀρνούμενοι νά συγκροτήσουν μία θετική νομική θεωρία ἱκανή νά θεμελιώσει τήν ἐπιστήμη τουλάχιστον στήν ἀποδοχή ἁπτῶν ἐμπειρικῶν δεδομένων. Οἱ νομικοί ἐκείνης τῆς γενιᾶς γαλουχήθηκαν μέ τήν πίστη ὅτι, παρά τά ἀνακύπτοντα προβλήματα, ὁ κάθε νόμος ἦταν ἀντικειμενικός, εἶχε μία ''rationem'', καί τά πάντα διασφαλίζονταν μέ θεσμικά ἀντίβαρα. Κατέληξαν, λοιπόν, ἀντί νά μιλοῦν γιά τό δίκαιο ὅπως εἶναι, νά ἀναλύουν τό δίκαιο ὅπως ἔπρεπε νά εἶναι, καί, ἀκόμη χειρότερα, νά μελετοῦν τό ἰσχύον δίκαιο ὡς τό δέον δίκαιο, λησμονώντας ὅτι «ἡ ὕπαρξη τοῦ δικαίου εἶναι ἕνα ζήτημα ἡ ἄξία ἤ ἡ ἀπαξία του εἶναι ἄλλο ζήτημα».<ref>J. Austin, ''The Province of Jurisprudence Determined'', Cambridge University Press, Κέιμπριτζ, 1995 [1832], σελ. 157.</ref>
Ἐν τούτοις, ἡ εὐτεταγμένη κοινωνία δέν προκύπτει ἐκ τοῦ μηδενός: ἀπορρέει ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς ἱκανότητας τῶν προσώπων νά διαθέτουν αἴσθημα δικαιοσύνης.<ref>Τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης διαθέτει φυσική, ἴσως καί βιολογική, βάση. Βλ. Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 575:


Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τίς παραπάνω παραμέτρους, μποροῦμε νά προχωρήσουμε περαιτέρω στήν ἐξέταση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς.
<blockquote>«Ὑποθέτω ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῆς ἀνθρωπότητας διαθέτει τήν ἱκανότητα νά ἔχει αἴσθημα δικαιοσύνης. [...] Τό νά διαθέτει κάποιος σέ μεγαλύτερο βαθμό τήν ἱκανότητα νά ἔχει αἴσθημα δικαιοσύνης, ..., εἶναι ἔμφυτο χάρισμα, ὅπως κάθε ἄλλη ἱκανότητα»·</blockquote>
σελ. 563: <blockquote>«... τό αἴσθημα δικαιοσύνης πού ἔχει διαμορφωθεῖ μέσῳ τῆς ἀμοιβαιότητας, ἐμφανίζεται ὡς συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνικότητας»·</blockquote>
σελ. 556: <blockquote>«Μέ ἄλλα λόγια, σέ ὅποιον λείπει τό αἴσθημα δικαιοσύνης λείπουν καί ὁρισμένες θεμελιώδεις στάσεις καί ἱκανότητες πού ἐμπεριέχονται στήν ἰδέα τῆς ἀνθρωπιᾶς»·</blockquote>
σελ. 528: <blockquote>«Ξεκινῶ ἀπό τήν προϋπόθεση ὅτι τά νέα μέλη τῆς κοινωνίας ἀποκτοῦν βαθμιαία, μεγαλώνοντας, τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης. Ἡ διαδοχή τῶν γενεῶν καί ἡ ἀνάγκη καλλιέργειας (ἀκόμη καί τῶν ἁπλούστερων) ἠθικῶν στάσεων στά παιδιά συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν προϋποθέσεων τοῦ ἀνθρώπινου βίου».</blockquote></ref> Εἶναι λοιπόν δυνατόν νά διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Ρώλς διακρίνει μεταξύ τριῶν εἰδῶν κοινωνικῶν κόσμων, ὅπου κάθε εἶδος ἀντιστοιχεῖ καί σέ ἕνα ὁρισμένο στάδιο ἀνάπτυξης τοῦ αἰσθήματος δικαιοσύνης:<ref>Βλ. Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 11, ὅπου γίνεται λόγος γιά «τήν ἐπαρκῆ ἀνάπτυξη ... τῆς ἱκανότητάς τους ... νά διαθέτουν ἕνα αἴσθημα δικαιοσύνης».</ref>


==Θεσμική ἐφαρμογή==
# τήν θεωρητική κοινωνία τῆς πρωταρχικῆς θέσης (ἁπλῆ ἱκανότητα αἰσθήματος δικαιοσύνης),
===Εἰσαγωγικά===
# τήν κάθε μή εὐτεταγμένη κοινωνία, ὅπως τό σύγχρονο κοινωνικό σύστημα (ἀλυσιτελής ἐνεργοποίηση αἰσθήματος δικαιοσύνης),
Ὅσον ἀφορᾶ τίς διαφορές συνταγματικῶν δικαιωμάτων πού προκύπτουν στίς σχέσεις κράτους-πολιτῶν, ἡ γερμανική θεωρία, ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς νομολογίας τοῦ ΓΟΣΔ, κατέληξε σέ δύο μεθόδους ἄρσης τους, θέτοντας ὡς κριτήριο τήν ὕπαρξη ἤ μή ἐπιφύλαξης νόμου (''Vorbehalt des Gesetzes''): τήν βασιζόμενη στήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας μέθοδο (''Verhältnismäßigkeitsprinzip''), ὅταν ὑφίσταται ἐπιφύλαξη νόμου, καί τήν μέθοδο τῆς πρακτικῆς ἁρμονίας (''praktische Konkordanz''), γιά τόν περιορισμό τῶν δικαιωμάτων χωρίς ἐπιφύλαξη νόμου. Ἐν ὄψει τῆς κατίσχυσης τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας, μερίδα νομικῶν ὑπεστήριξε μία μέθοδο πού θά μποροῦσε νά ἐφαρμοστεῖ ἐξ ἴσου στίς σχέσεις κράτους-ἰδιώτη καί στίς σχέσεις μεταξύ ἰδιωτῶν, τήν θεσμική ἐφαρμογή.
# τήν εὐτεταγμένη κοινωνία ὡς πραγμάτωση τῆς προηγούμενης (λυσιτελής ἐνεργοποίηση αἰσθήματος δικαιοσύνης).


Ἡ θεσμική ἐφαρμογή τοποθετεῖται μεθοδολογικά πιό κόντα στήν πρακτική ἐναρμόνιση, ἀξιοποιώντας ὡστόσο πρωτότυπα καί τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας. Ὅπως θά καταδειχθεῖ στήν συνέχεια, ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἐμμένει στήν κλασσική νομική ὑπαγωγή,<ref>Βλ. Δημητρόπουλο, 2008, σελ. 234 ἑπ.</ref> μπολιάζοντάς τά θεμέλια της μέ μιά πληθώρα νομικοπολιτικῶν στοιχείων καί μεθόδων. Αὐτή ἡ πρακτική ὁδηγεῖ τελικῶς σέ ἕνα σύστημα ἀντιφάσεων, οἱ ὁποῖες εἴτε ἐπιλύονται μέ περίπλοκες κατασκευές εἴτε -τίς περισσότερες φορές- ἀφήνονται νά πλανῶνται στήν ἀτμόσφαιρα αἰνιγματικές. Παρακάτω θά μελετηθοῦν κάποιες πτυχές τους.
Κατόπιν αὐτῆς τῆς ταξινόμησης δέν μοιάζει παράδοξη ἡ ὑποστήριξη τῆς θέσης ὅτι κάθε στάδιο ἀνάπτυξης τοῦ αἰσθήματος δικαιοσύνης καί, ἄρα, κάθε εἶδος κοινωνικοῦ κόσμου ἐντάσσονται σέ μία ὀργανική ἑνότητα μέσῳ τῆς διαδικασίας τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, ἡ ὁποία προσδιορίζει τίς στιγμές τῆς μετάβασης ἀπό τό ἕνα στάδιο στό ἄλλο. Ἡ ἀρχική ἰσορροπία ἐξασφαλίζει ὅτι πλέον μποροῦμε νά συζητοῦμε μέ ὅρους συνοχῆς καί συστηματοποίησης. Ἡ στενή ἰσορροπία, μέ τήν συνεκτικιστική ἐλευθερία πού προσφέρει, ὁδηγεῖ τήν ποικιλία τῶν ἠθικῶν συστημάτων στήν σημερινή κοινωνία. Τελικῶς, ἡ εὐρεῖα ἰσορροπία διαμορφώνει τήν δημόσια ἀντίληψη περί δικαιοσύνης πού χαρακτηρίζει μία εὐτεταγμένη κοινωνία.<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 29: «Θά μποροῦσε νά φανταστεῖ κανείς τήν δημόσια ἀντίληψη δικαιοσύνης ὡς τόν καταστατικό χάρτη μίας εὐτεταγμένης ἀνθρώπινης συνένωσης».</ref>


Ἡ θεσμική ἐφαρμογή στηρίζεται σέ τρία ὑποσύνολα βασικῶν θεωρητικῶν παραδοχῶν, πού ἀφοροῦν τήν διάκριση τοῦ περιεχομένου τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων, τόν τρόπο ἐφαρμογῆς τους στήν ἔννομη τάξη, καί τίς σχέσεις δικαιωμάτων καί θεσμῶν. Ἔτσι:
==Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία ὡς μέθοδος==
Ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας χρησιμεύει γιά τήν δικαιολόγηση τῶν δύο ἀρχῶν δικαιοσύνης,<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 92.</ref> οἱ ὁποῖες τίθενται ὡς βασικοί πυλῶνες τῆς ρωλσιανῆς ἠθικῆς θεωρίας, πού μέ τήν σειρά της ἀφορᾶ τήν βασική θεσμική δομή μίας εὐτεταγμένης κοινωνίας.<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 31:


<blockquote>«Γιά μᾶς τό πρωταρχικό ζήτημα τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ βασική διάρθρωση τῆς κοινωνίας ἤ, ἀκριβέστερα, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ μείζονες κοινωνικοί θεσμοί διανέμουν θεμελιώδη δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις, καθορίζοντας τήν κατανομή τῶν πλεονεκτημάτων τῆς κοινωνικῆς συνεργασίας».</blockquote>


'''1.''' Τό περιεχόμενο κάθε συνταγματικοῦ δικαιώματος διακρίνεται σέ ἀμυντικό, προστατευτικό καί διασφαλιστικό.
Ἡ ἰδέα ἐπαναλαμβάνεται σέ πολλά σημεῖα, π.χ.:


'''2. i.''' Τά συνταγματικά δικαιώματα ἐφαρμόζονται στήν συνολική ἔννομη τάξη (ἀρχή τῆς καθολικῆς ἐφαρμογῆς).
<blockquote>«... οἱ δύο ἀρχές συγκροτοῦν ἀπό κοινοῦ μία ἀντίληψη περί δικαιοσύνης ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας» (σελ. 196)·</blockquote>


'''2. ii.''' Ὅλα τά συνταγματικά δικαιώματα ἐφαρμόζονται σέ ὅλες τίς ἔννομες σχέσεις καί κατ’ ἀρχήν ὡς πρός ὅλο τό περιεχόμενό τους (ἀρχή τῆς βασικῆς ἰσχύος).
<blockquote>«... ἡ δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή διάρθρωση τῆς κοινωνίας» (σελ. 309).</blockquote></ref> Μέ αὐτά τά δεδομένα, εἶναι σαφές ὅτι ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας ἀδυνατεῖ νά ἀποτελέσει νομική μέθοδο, ἄν μέ τήν τελευταία ἐννοοῦμε ἕνα σῶμα ὑποδείξεων καί κατευθυντηρίων ἀπευθυνομένων στόν δικαστή κατά τήν διαδικασία ἑρμηνείας καί ἐφαρμογῆς τοῦ ἰσχύοντος δικαίου. Σέ μία κοινωνία μακράν τοῦ νά θεωρηθεῖ «εὐτεταγμένη», ὅπως, γιά παράδειγμα, τό σημερινό ἑλληνικό κράτος, ὁ παραπάνω καθορισμός τῆς νομικῆς μεθόδου θά σηματοδοτοῦσε τήν ἀπεμπόληση τοῦ κριτικοῦ χαρακτῆρα τῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης καί τήν μετατροπή της σέ ἰδεολογικό ἄλλοθι τυραννικῶν καθεστώτων.


'''2. iii.''' Μόνον τό ἀμυντικό περιεχόμενο τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἐφαρμόζεται στίς διαπροσωπικές σχέσεις.
Μήπως αὐτό συνεπάγεται ὅτι κάθε σύνδεση τῆς διαδικασίας τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας μέ τήν νομική ἐπιστήμη εἶναι ἀπορριπτέα; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἐφ’ ὅσον ἀποδεχόμαστε τήν διαπλοκή δικαίου καί ἠθικοπολιτικῶν ἀρχῶν δικαιοσύνης,<ref>Π. Κ. Σούρλας, ''Justi atque injusti scientia: Μιά εἰσαγωγή στήν ἐπιστήμη τοῦ δικαίου'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1995, σελ. 100. Γενικότερα, βλ. Π. Κ. Σούρλα, ''Ἡ διαπλοκή δικαίου καί πολιτικῆς καί ἡ θεμελίωση τῶν νομικῶν κρίσεων'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1989. </ref> ὁ περιορισμός τῆς διαπλοκῆς αὐτῆς στό πρόσωπο τοῦ δικαστῆ καί μόνον εἶναι ἀδικαιολόγητη. Οἱ τρεῖς πολιτειακές λειτουργίες (νομοθετική, ἐκτελεστική, δικαστική) ἀποτελοῦν «προσωπεῖα» τῆς λογικά μίας καί ἀδιαίρετης κρατικῆς ἐξουσίας:<ref>Βλ. Θ. Δ. Τσάτσο, ''Αἱ Γενικαί Ἀρχαί τοῦ Πολιτειακοῦ Δικαίου'', Τό Νομικόν, Ἀθήνα, 1959, σελ. 104 ἑπ. καί ἰδίως σελ. 117.</ref> συνέπειες ἀπορρέουσες ἀπό τήν ἀρχή τῆς διαπλοκῆς δικαίου καί ἠθικῆς ἀφοροῦν τόν ὁποιονδήποτε σχετιζόμενο μέ τό δίκαιο εἴτε εἶναι ὁ δημιουργός του εἴτε εἶναι ὁ ἐφαρμοστής του εἴτε εἶναι ὁ ἑρμηνευτής του.<ref>Βλ. Π. Κ. Σούρλα, ''Θεμελιώδη ζητήματα τῆς μεθοδολογίας τοῦ δικαίου'', μέρος α’: θεωρητική στοιχείωση, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1986, σελ. 30, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει ὅτι στίς νομικές κρίσεις ὡς ἀντικείμενο τῆς μεθοδολογίας «ἀνήκουν ὄχι μόνο οἱ δικαστικές, ἀλλά καί οἱ νομοθετικές καθώς καί οἱ κρίσεις (προτάσεις) τῆς φιλοσοφίας τοῦ δικαίου [...]».</ref>


'''3.''' Τά δικαιώματα καί οἱ θεσμοί προστατεύονται ταυτόχρονα (μέ μερικότερες ἐκφάνσεις: τήν διάκριση τῶν δύο ἐπιπέδων ἐφαρμογῆς [γενική καί θεσμική ἐφαρμογή], καί τήν ἀντιπαράθεση ὑποκειμενικοῦ δικαιώματος πρός ἀντικειμενικό θεσμό-ἔννομη σχέση). Εἰδική ὑποκατηγορία, ἀπορρέουσα ἀπό τήν ταυτόχρονη προστασία, ἀποτελεῖ ἡ ἀρχή τοῦ αἰτιώδους τῶν περιορισμῶν (μέ μερικότερες -πιό φορμαλιστικές- ἐκφάνσεις: τήν διάκριση τῶν διαφόρων ἐπιβαρύνσεων πού ὑφίστανται τά συνταγματικά δικαιώματα σέ ἁπλές ἐπιδράσεις, ἁπλούς περιορισμούς καί προσβολές, τήν διάκριση περιορισμοῦ καί ὁριοθέτησης, τήν ἀρχή ''nulla restrictio sine lege constitutonale certa'', καί τήν ἀρχή κατά τήν ὁποία τά συνταγματικά δικαιώματα, ἐφαρμοζόμενα στήν γενική σχέση, δέν ὑπόκεινται σέ περιορισμούς, παρά μόνο σέ ὁριοθετήσεις).
Μέ ποιούς ὅρους εἴμαστε λοιπόν σέ θέση νά μιλοῦμε γιά μία νομική μέθοδο τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας; Ἄς ἀκολουθήσουμε τήν σκέψη τοῦ Ρώλς: «Οἱ ὑπάρχοντες θεσμοί θά πρέπει νά κρίνονται μέ βάση τήν ἀνωτέρω ἀντίληψη καί νά χαρακτηρίζονται ἄδικοι στόν βαθμό πού ἀποκλίνουν ἀπ’ αὐτήν, χωρίς νά συντρέχουν ἱκανοποιητικοί λόγοι».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 294.</ref> Γι’ αὐτό, «...παρά τά ἀτομιστικά χαρακτηριστικά τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀκριβοδικίας, οἱ δύο ἀρχές τῆς δικαιοσύνης μᾶς παρέχουν ἕνα ἀρχιμήδειο σημεῖο γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν ὑπαρχόντων θεσμῶν, καθώς καί τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν στόχων πού παράγουν».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 591. Γιά τήν ἔννοια τοῦ ἀρχιμήδειου σημείου, βλ. ἀκόμη σελ. 312 καί 315. Πρβλ. τήν ἀναφορά τοῦ Kant στήν καθαρή ἠθικότητα ὡς ''λυδία λίθο'' (Ἰ. Κάντ, ''Κριτική τοῦ Πρακτικοῦ Λόγου'', β’ ἔκδ., Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, 2006, 2006, σελ. 223).</ref> Συνεπῶς, ἡ μέθοδος τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, συνδεόμενη ὀργανικά μέ τήν δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία, δέν δικαιολογεῖ τούς ὑπάρχοντες θεσμούς,<ref>Βλ. καί Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 363: <blockquote>«Δεχόμενοι ὅτι οἱ ὑπάρχουσες συνθῆκες ὑπολείπονται πάντοτε τῶν ἰδανικῶν ὅρων, ἔχουμε ἤδη μία ἔννοια δικαίου. Ἐπί πλέον, εἴμαστε σέ καλύτερη θέση νά ἐκτιμήσουμε τήν σοβαρότητα τῶν ὑπαρχουσῶν ἀτελειῶν καί νά ἀποφασίσουμε τόν καλύτερο τρόπο προσέγγισης τοῦ ἰδανικοῦ».</blockquote></ref> ἀλλά χρησιμεύει ὡς τό κριτήριο τῆς ὀρθότητάς τους.<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 324: <blockquote>«Ἡ ἰδανική ἀντίληψη μπορεῖ τότε νά νά χρησιμοποιηθεῖ γιά τήν ἀποτίμηση τῶν ὑπαρχουσῶν ρυθμίσεων καί, ταυτόχρονα, ὡς πλαίσιο γιά τόν προσδιορισμό τῶν ἀλλαγῶν πού πρέπει νά ἐπιχειρηθοῦν».</blockquote></ref>


Γνωρίζοντας τόσο τίς ἀρχές τῆς δικαιοσύνης ὅσο καί τήν κατάσταση τῶν θεσμῶν στό παρόν, σχεδιάζουμε ἕνα πιό εὐτεταγμένο μέλλον. Καί αὐτή (πρέπει νά) εἶναι μία διαδικασία συντονισμένης κίνησης τοῦ νομοθετικοῦ σώματος, τῆς Κυβέρνησης, τῶν δικαστηρίων, καί κάθε ἄλλου πολιτικοῦ φορέα. Ὅπως παρατηροῦσε –ἀρκετά χρόνια μετά τήν πρώτη ἔκδοση τῆς Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης– ὁ Ρομπέρτο Οὔνγκερ: «Δέν ὑφίσταται αὐτό πού ὀνομάζεται "νομική συλλογιστική": ἕνα σταθερό τμῆμα ἑνός φανταστικοῦ Ὀργάνου τῶν μορφῶν ἔρευνας καί διαλόγου, μέ ἕναν μόνιμο πυρήνα σκοποῦ καί μεθόδου. Ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἱστορικῶς ἐντοπισμένες ρυθμίσεις καί ἱστορικῶς ἐντοπισμένες συζητήσεις. Στερεῖται νοήματος τό νά ρωτάμε "Τί εἶναι ἡ νομική ἀνάλυση;" ὡς ἐάν ὁ διάλογος (τῶν νομικῶν) περί τοῦ δικαίου ἀφοροῦσε μία σταθερή οὐσία. Ἀντιμετωπίζοντας ἕναν τέτοιο διάλογο, αὐτό πού μποροῦμε εὔλογα νά ρωτήσουμε εἶναι "Σέ ποιά μορφή ἔχουμε παραλάβει τό δίκαιο, καί σέ τί ὀφείλουμε νά τό μετατρέψουμε;"».<ref>Unger (1996), σελ. 36.</ref> Ὁ Οὔνγκερ ἐπανανοηματοδοτεῖ τήν νομική μέθοδο ὡς «θεσμική φαντασία»,<ref>Unger (1996), σελ. 129 ἑπ..</ref> μία ἔννοια πού ἤδη εἰσάγει ὁ Ρώλς ὑπό τόν ὅρο «Ἀριστοτελική Ἀρχή».


Οἱ δύο πρῶτες παραδοχές σχετίζονται μέ τήν θεωρία τῆς τριτενέργειας, ἐνῶ ἡ τελευταία μέ τήν σχέση μεταξύ τοῦ νομοθέτη καί τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας. Παράλληλα, ἡ ὅλη θεωρία ἅπτεται τοῦ συνολικότερου θέματος τῆς ἑνότητας καί –συνεπόμενης ἀντικειμενικότητας τοῦ δικαίου.
Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή ὁρίζει ὅτι «ceteris paribus, οἱ ἄνθρωποι ἀπολαμβάνουν τήν ἄσκηση τῶν -ἔμφυτων ἤ ἐπίκτητων- ἱκανοτήτων τους, καί αὐτή ἡ ἀπόλαυση αὐξάνεται ἀνάλογα μέ τόν βαθμό ἀνάπτυξης ἤ τόν βαθμό περιπλοκότητας τῶν τελευταίων».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 490.</ref> Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, ἀπελευθερώνοντας τήν φαντασία καί τήν δημιουργικότητα,<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 491, 494, 496.</ref> ἀποτελεῖ, κατά τήν γνώμη μου, τό ἐπιστέγασμα τῆς ρωλσιανῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης. Ἐπισημαίνοντας τήν ἰδιαίτερη σημασία της γιά τήν διαμόρφωση καί ἀναμόρφωση τῶν θεσμῶν,<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2): «Ἐπί πλέον, ὅμως, ἡ ἀριστοτελική ἀρχή ἰσχύει ἐξ ἴσου γιά τούς θεσμούς ὅσο καί γιά κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη δραστηριότητα».</ref> ὁ Ρώλς τήν παρομοιάζει μέ τήν «ἰδεαλιστική ἔννοια τῆς αὐτοπραγμάτωσης»<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 495.</ref> καί θεωρεῖ τήν εὐτεταγμένη κοινωνία ἀκριβῶς ὡς τόν χῶρο ὅπου ἡ Ἀρχή ἐπιτυγχάνει τό «εὐρύτερο ἀποτέλεσμά της».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 648.</ref>


===Θεσμική ἐφαρμογή καί τριτενέργεια===
Ἡ ρωλσιανή διαλεκτική ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια. Τό ὅλο σχῆμα τῆς σταδιακῆς ἀνάβασης ἀπό τίς ἀφηρημένες ἠθικές ἀντιλήψεις στήν συγκεκριμένη θεωρητική σύλληψη τῆς δικαιοσύνης<ref>Εὔκολα ἀναγνωρίζουμε στήν ἀρχική ἰσορροπία τήν ἑγελιανή ἀμεσότητα, στήν πολλαπλότητα τῆς στενῆς ἰσορροπίας τίς θέσεις καί ἀντιθέσεις, στήν συμπεριληπτικότητα τῆς εὐρείας ἰσορροπίας τήν διαλεκτική ἀναίρεση (Ἕγελος, 2007· Hegel, 1991). Πρβλ. Anderheiden (1998), ὅπου ὑποστηρίζεται –μέ ἐντελῶς ὡστόσο διαφορετική, περισσότερο «ἐσωτερική», προσέγγιση ἀπό τήν ἐδῶ ἐπιχειρούμενη– ἡ συγκρότηση τῆς εὐρείας ἰσορροπίας ἀπό περισσότερες στενές ἰσορροπίες.</ref> φανερώνει τό ἀνομολόγητο –ἤ, μᾶλλον, «ἀνεπίσημα» ὁμολογημένο–<ref>«Κατά μία ἔννοια, οἱ διαλέξεις γιά τόν Hegel [Rawls, 2000b] σκιαγραφοῦν τήν γέφυρα μεταξύ τῆς καντιανῆς ἠθικῆς σκέψης καί τοῦ φιλελευθερισμοῦ τοῦ ἔργου τοῦ ἴδιου τοῦ Rawls» (Herman, 2000, σελ. xv), ἐνῶ ἤδη ὁ Rawls, πραγματευόμενος τίς «θεμελιώδεις ἰδέες» τῆς θεωρίας του, εἶχε ἀνακαλύψει ἕναν ἀπό τούς ρόλους τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας, ἐκεῖνον τῆς συμφιλίωσης (reconciliation), στήν ''Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου'' τοῦ Hegel (Rawls, 2001, σελ. 3, θέση πού ἐπαναλαμβάνεται στόν Rawls, 2007, σελ. 10).</ref> χρέος τοῦ Ρώλς στόν Χέγκελ.<ref>Βλ. σχετικά Houlgate (2001)· Schwarzenbach (1991)· Meek Lange (2009).</ref> Τά ἐρωτήματα πού θέσαμε προηγουμένως (§ 1.2.) ἀπαντῶνται ἐντός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου. Ἡ διαλεκτική μέθοδος, τήν ὁποία δικαιολογεῖ ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, περιορίζει τήν ἐντύπωση τῆς «ἀταξίας» στό ἐνδιάμεσο τῶν καταστάσεων ἰσορροπίας: ὅπως ἀπεδείκνυε ἕνας ἄλλος κρυπτο-διαλεκτικός, ὁ Ἀνρί Μπεργκσόν,<ref>Εἶναι γνωστές οἱ σχέσεις τοῦ Bergson μέ τόν ἀμερικανικό πραγματισμό, μέ τόν ὁποῖον ὁ Rawls ἦλθε σέ ἐπαφή μέσῳ τῆς μελέτης τοῦ John Dewey, ἀλλά καί τῶν ἀμερικανῶν νομικῶν ρεαλιστῶν, βλ. Weber (2010). Ὅσο γιά τήν σχέση τοῦ Dewey μέ τόν Hegel, ἡ θέση τοῦ ἴδου τοῦ Rawls εἶναι ἀποκαλυπτική: «Συνηθίζουμε νά τόν θεωροῦμε ὡς τόν ἱδρυτή ἑνός χαρακτηριστικά ἀμερικανικοῦ καί ὀργανικοῦ νατουραλισμοῦ καί, ἔτσι, παραβλέπουμε τό γεγονός ὅτι ὁ Dewey ξεκίνησε τήν φιλοσοφική του ζωή, ὅπως πολλοί ἄλλοι στά τέλη τοῦ 19<sup>ου</sup> αἰῶνα, ἐξαιρετικά ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Hegel· καί ἡ ἰδιοφυία του ἔγκειται στό ὅτι προσήρμοσε μεγάλο μέρος ἀπό ὅ,τι ἀξίζει στόν ἑγελιανό ἰδεαλισμό σέ μία μορφή τοῦ νατουραλισμοῦ, ταιριαστή μέ τήν κουλτούρα μας» (Rawls, 1980, σελ. 303-304).</ref> ἡ φαινομενική «ἀταξία» εἶναι ἁπλῶς ἡ περιστολή τῆς γεωμετρικῆς τάξης χάριν τῆς ζωτικῆς τάξης, τῆς τάξης τῆς δημιουργικῆς ἐξέλιξης.<ref>Βλ. Μπερξόν (2006), σελ. 214 ἑπ., 265 ἑπ. .</ref>
Ἡ βασική θέση τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας ἔγκειται στήν «ἐπέκταση τῆς νομικῆς προστασίας, τήν ὁποία ἀπολαύουν οἱ ἰδιῶτες ὅσον ἀφορᾶ τίς σχέσεις τους μέ τό Κράτος, στίς σχέσεις τους μέ τούς ἄλλους ἰδιῶτες μέ τήν ἀναγνώριση τῆς δυνατότητας νά ἐπικαλοῦνται ἑκατέρωθεν στίς μεταξύ τους σχέσεις τά συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα καί ἐλευθερίες».<ref>Τζ. Ἡλιοπούλου-Στράγγα, ''Ἡ «τριτενέργεια» τῶν ἀτομικῶν καί κοινωνικῶν δικαιωμάτων τοῦ Συντάγματος 1975'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1990, σελ. 27.</ref> Ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δημιουργεῖ ἀμφιβολίες γιά τήν τοποθέτησή της ἀπέναντι στήν τριτενέργεια. Ἐνῶ τονίζεται ὅτι τά συνταγματικά δικαιώματα ἐφαρμόζονται στό σύνολο τῆς ἔννομης τάξης (ἀρχή τῆς καθολικῆς ἐφαρμογῆς) καί κατ’ ἀρχήν ὡς πρός ὅλο τό περιεχόμενό τους (ἀρχή τῆς βασικῆς ἰσχύος) καί ἔχει ἤδη δηλωθεῖ ἡ ἀντίθεση μέ τήν θεωρία τῆς ἔμμεσης τριτενέργειας, ἐν τέλει ἐπισημαίνεται ὅτι μόνον τό ἀμυντικό (καί ὄχι τό προστατευτικό καί διασφαλιστικό) περιεχόμενο τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἐφαρμόζεται στίς διαπροσωπικές σχέσεις.


Ἀλλά, σέ τί συνίσταται ἡ διάκριση τοῦ περιεχομένου τῶν δικαιωμάτων σέ ἀμυντικό, προστατευτικό καί διασφαλιστικό, στήν ὁποία προβαίνουν οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς; Σύμφωνα μέ τήν θεσμική ἐφαρμογή, ρητῶς ἀναγνωρίζεται ὅτι «ἡ ἔννοια τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος δέν διαφέρει βασικά ἀπό τήν ἔννοια τοῦ κοινοῦ δικαιώματος, τοῦ παρεχόμενου μέ τήν κοινή νομοθεσία».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 94.</ref> Δεδομένου ότι, ως γνωστόν, δικαίωμα εἶναι «ἡ ἐξουσία πού ἀπονέμεται ἀπό τό δίκαιο στό πρόσωπο (φυσικό ἤ νομικό) γιά τήν ἱκανοποίηση ἐννόμων συμφερόντων του»,<ref>Ἀπ. Γεωργιάδης, ''Γενικές Αρχές Ἀστικοῦ Δικαίου'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2007, σελ. 166.</ref> ἐννοιολογικά στοιχεῖα τοῦ δικαιώματος εἶναι: α) ἡ ἐξουσία, δηλαδή ἡ δύναμη πού παρέχεται στό πρόσωπο γιά νά ἱκανοποιήσει τά συμφέροντά του ἀκόμα καί ἀναγκαστικῶς, δηλαδή μέ τήν βοήθεια τῆς δημόσιας ἀρχῆς, β) ἡ ἀπονομή τῆς ἐξουσίας αὐτῆς ἀπό τό δίκαιο, γ) ἀπονομή σέ ὁρισμένο πρόσωπο, τόν δικαιοῦχο, δ) ἡ χρήση τῆς ἐξουσίας γιά τήν ἱκανοποίηση ἐννόμου συμφέροντος, δηλαδή συμφέροντος προστατευομένου ἀπό τό δίκαιο.<ref>Γεωργιάδης, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 24), σελ. 167.</ref>
Ἡ ἴδια διαλεκτική ἔρχεται νά δώσει ἀπάντηση στό ζήτημα τῆς καταναγκαστικότητας τοῦ αἰτήματος πληρότητας στήν εὐρεῖα ἀναστοχαστική ἰσορροπία. Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, ὡς ἔκφραση τῆς φυσικῆς κοινωνικότητας καί δημιουργικότητας τῶν ἀνθρώπων, ἐξηγεῖ ἱκανοποιητικά γιά ποιό λόγο ὑποχρεούμαστε νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τίς διάφορες φιλοσοφικές παραδόσεις: κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιτυγχάνουμε τήν ἁρμονική ἑνότητα ἀτομικοῦ καί συλλογικοῦ: «ἀτομικά καί συλλογικά κατορθώματα δέν φαντάζουν πλέον ὡς κεχωρισμένα, κατακερματισμένα προσωπικά ἀγαθά».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 648. Ὁ νεαρός Ρώλς τό διατυπώνει μέ περισσότερη ὀξύτητα: «Ἡ διχοτομία μεταξύ τοῦ ἀτόμου καί τῆς κοινωνίας πού προβλημάτισε τήν σύγχρονη δυτική σκέψη δέν εἶναι στήν πραγματικότητα κἄν διχοτομία» (J. Rawls [ἐπιμ. T. Nagel], ''A Brief Inquiry into the Meaning of Sin and Faith, with “On my Religion”'', Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 2009, σελ. 127).</ref> Τό ἀτέρμονο «ἐμπρός-πίσω»<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 46. Βλ. παραπάνω ὑποσημ. 6. Ὁ Hegel καταγγέλει τήν ἀνολοκλήρωτη διαλεκτική κίνηση ὡς ἕνα «κατά βούληση πηγαινέλα διαλογισμῶν» (Hegel, 1991, σελ. 192, § 77) ἤ ἕνα «ἀσυνείδητο παραμιλητό πού πηγαινοέρχεται» (Ἕγελος, 2007, σελ. 208, § 205), ἐνῶ ἡ χρήση τῆς ἔκφρασης εἶναι συνήθης καί στά ὑπόλοιπα ἔργα του. Ἡ γνωστή στούς νομικούς ἀποστροφή τοῦ Engisch (1963, σελ. 15) σχετικά μέ τό «πέρα-δῶθε τοῦ βλέμματος» (Hin- und Herwandern des Blickes) παραπέμπει στήν ἴδια εἰκόνα.</ref> τῆς στενῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας σταδιακά ἀναιρεῖται, καί ἡ ἰδέα τῆς κοινότητας, θεμελιώδης ρωλσιανή ἔννοια καί ἔγνοια,<ref>Ἡ Schwarzenbach (1991, σελ. 564) ἐπικρίνει ὡς ἀποπροσανατολιστικές τίς κοινοτιστικές κριτικές στόν Rawls. Πρβλ. καί Rawls (2009), σελ. 122: «Κάθε πράξη πού καταστρέφει τήν κοινότητα εἶναι πράξη ἁμαρτίας».</ref> ἐπιβεβαιώνεται ὡς ἀνώτερη μορφή συνεργασίας μεταξύ μοναδικῶν προσώπων πού δέν χάνουν τίποτε ἀπό τόν πλοῦτο τῆς μοναδικότητάς τους.<ref>«Τό κράτος εἶναι ἡ οὐσιώδης πραγματικότητα τῆς συγκεκριμένης ἐλευθερίας» (Χέγκελ, 2012, σελ. 297). «Πολλές φορές λέγεται ὅτι ὁ σκοπός τοῦ κράτους εἶναι ἡ εὐτυχία τῶν πολιτῶν. Τοῦτο εἶναι βεβαίως ἀληθές. Ἄν δέν περνοῦν καλά, ἄν δέν ἱκανοποιεῖται ὁ ὑποκειμενικός τους σκοπός, ἄν δέν θεωροῦν ὅτι ἡ διαμεσολάβηση αὐτῆς τῆς ἱκανοποίησης εἶναι τό κράτος ὡς τέτοιο, τότε τοῦτο ἵσταται σέ πήλινα πόδια» (Χέγκελ, 2012, σελ. 302). </ref>


Κατά συνέπεια, μοιάζει νά στερεῖται νοήματος ἡ προαναφερθεῖσα τριμερής διάκριση. Ἄν τό ἀμυντικό περιεχόμενο «ἀνάγεται στήν διαφύλαξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἐπιθετικές ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων»,<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 138.</ref> ἀλλά καί τό προστατευτικό περιεχόμενο «περιέχει (sic) ἀξίωση γιά προστασία ἀπό ἐπιθετικές ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων»<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 140.</ref> καί στρέφεται πρός τό κράτος «τό ὁποῖο ὑποχρεοῦται συνταγματικά, ὄχι μόνον νά σέβεται τό ἴδιο, ἀλλά καί νά προστατεύει τήν ἀνθρώπινη ἀξία καί νά ἐγγυᾶται τήν ἐλεύθερη ἄσκηση τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων»,<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 141.</ref> καθίσταται σαφές ὅτι τό ἀμυντικό περιεχόμενο εἶναι τελικῶς ἄλλη λέξη γιά τήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ δικαιώματος, ἐνῶ τό προστατευτικό ταυτίζεται μέ τό δικαίωμα παροχῆς ἔννομης προστασίας, πού κατοχυρώνεται στό Σ20§1.<ref>Τό δικαίωμα αὐτό θεσπίζεται μέν ρητῶς γιά πρώτη φορά στό Σύνταγμα τοῦ 1975, ἴσχυε ὅμως ἐν τοῖς πράγμασι, θεμελιωμένο στήν διάκριση τῶν ἐξουσιῶν καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τῆς δικαστικῆς λειτουργίας.</ref> Ἡ λειτουργία τοῦ προστατευτικοῦ καί ἀμυντικοῦ στοιχείου ὡς μορφῆς καί περιεχομένου ἀντιστοίχως τοῦ δικαιώματος, συνάγεται καί ἀπό τό γεγονός τῆς μή ρητῆς καί εὐκρινοῦς ἀναγνώρισης τῆς δυνατότητας αὐτοδικίας τοῦ ἀμυνομένου πρός ὑπεράσπισιν τῶν δικαιωμάτων του. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ αὐτοτέλεια τοῦ ἀμυντικοῦ στοιχείου θά μποροῦσε νά θεμελιωθεῖ μόνον στήν αὐτόνομη -δίχως τήν μεσολάβηση τοῦ προστατευτικοῦ στοιχείου, δηλαδή τῆς ἐπίκλησης στό κράτος γιά προστασία- πραγμάτωσή του.
==Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία ὡς ἐνέργημα==
Τίθεται ἕνα τελευταῖο ζήτημα. Μήπως ἡ ἀντίληψη περί «ρωλσιανῆς διαλεκτικῆς» εἶναι ὑπερβολική; Εἰσφέρει ἆραγε ὁ ἴδιος ὁ Ρώλς συγκεκριμένα μεθοδολογικά στοιχεῖα ὥστε νά εἶναι δυνατόν νά στηρίξουμε κάτι τέτοιο; Νομίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική.


Ὅσον ἀφορᾶ τό διασφαλιστικό περιεχόμενο τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων, οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς προβαίνουν σέ μία ἐνδιαφέρουσα ἀνάλυσή του σέ διεκδικητικό καί ἐξασφαλιστικό.<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 142. Προσφυῶς παρατηρεῖται ὅτι ἡ ἐφαρμογή τῶν διεκδικητικῶν δικαιωμάτων διαφέρει ἀπό ἐκείνη τῶν ἀμυντικῶν καί προστατευτικῶν: «ἡ ἱκανοποίηση ὅμως τῆς διεκδικητικῆς ἀξιώσεως μετατρέπει τό διεκδικητικό δικαίωμα σέ ἐξασφαλιστικό δικαίωμα. Ἡ διεκδίκηση μεταβαίνει τότε "σέ ἄλλο γένος" καί μεταβάλλεται σέ ἐξασφάλιση» (Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' [ὑποσημ. 1], σελ. 145).</ref> Ἀναγνωρίζεται ὅτι ἡ ἀρχή τῆς ἐξασφάλισης δέν κατοχυρώνεται συνταγματικά<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 144. Μόνον ἡ ἐξασφάλιση τῶν μέσων τῆς παιδείας κατοχυρώνεται (Σ16 § 2), καί γιά αὐτό σημειώνεται ὅτι «ὁ ὅρος "δωρεάν" εἶναι ἀδόκιμος, ἀλλά δέν ἀνταποκρίνεται καί στήν πραγματικότητα» (Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' [ὑποσημ. 1], σελ. 143, ὑποσημ. 136). </ref> καί ὅτι δέν εἶναι δυνατή ἡ ἱκανοποίησή τους μέσῳ τῶν δικαστηρίων, ἀλλά συμπεραίνεται ὅτι εἶναι δυνατή ἡ ὑλοποίησή τους «μέ τήν ἐξίσου νομική καί τήν ἐξίσου ἤ περισσότερο ἀποτελεσματική συνταγματική διεκδικητική διαδικασία», τό πλέγμα τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν ἡ ἐκλογική διαδικασία, ὁ πολυκομματισμός, καί ὁ θεσμός τῆς ἀπεργίας.<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 145.</ref> Ἄλλωστε, τονίζεται ὅτι «ἡ ἐξασφαλιστική διάσταση τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων εἶναι νέα διάσταση καί διαμορφώνεται παράλληλα πρός τήν ἐξέλιξη τοῦ κοινωνικοῦ προστατευτικοῦ κράτους, σέ κοινωνικό ἐξασφαλιστικό κράτος».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 143-144.</ref> Δέν φαίνεται, λοιπόν, νά γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τά παραπάνω εἶναι στοιχεῖα πού λειτούργησαν στήν ἀκμή τοῦ φιλελεύθερου κράτους καί σβήνουν μαζί του. Καμμία ἀντισυστημική ἀλλαγή δέν εἶναι δυνατόν νά συντελεσθεῖ ἐντός τῶν προδιαγεγραμμένων πολιτειακῶν θεσμῶν: τό φιλελεύθερο νομικό ''status quo'' -κυρίως ἡ ἐκλογική διαδικασία- μπορεῖ ἴσως νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς ἐργαλεῖο κατάκτησης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἄν καί ἡ ἱστορική ἐμπειρία τῶν σοσιαλδημοκρατικῶν καθεστώτων ἀπέδειξε ὅτι ἡ κατάκτηση αὐτή δέν στέφθηκε μέ μεγάλη ἐπιτυχία.
Ἀποκαλοῦμε συνήθως μέθοδο ἕνα σύστημα ἀκολουθητέων πρός ἐπίτευξιν ὁρισμένου σκοποῦ κανόνων.<ref>Ὁ Σούρλας (1986, σελ. 25) μιλᾶ γιά «προμελετημένη διαδοχή ἐνεργειῶν διαταγμένων σέ ὁρισμένη σειρά, ἔτσι ὥστε ἡ συνεπής πραγμάτωσή τους νά ὁδηγεῖ ὅσο γίνεται καλύτερα στήν ἐπίτευξη ὁρισμένου στόχου». Πρβλ. καί σχετικό λῆμμα Λεξικοῦ Τριανταφυλλίδη, σελ. 833: «ὀργανωμένο σύνολο κανόνων πού ρυθμίζουν ὁρισμένη ἀνθρώπινη δραστηριότητα. 1α. Σύνολο κανόνων ἤ ἐνεργειῶν γιά τήν ἐπίτευξη ὁρισμένου σκοποῦ».</ref> Τό διαζύγιο ἀνάμεσα στίς δύο κουλτοῦρες, προετοιμασμένο ἤδη στά τέλη τοῦ 18ου καί ἐπικυρωμένο στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα,<ref>Βλ. Wallerstein (2011), σελ. 219 ἑπ.</ref> μᾶς ἀναγκάζει νά διακρίνουμε τίς ἐπιστῆμες, ἀναλόγως τῆς χρήσης ἐξηγητικῆς ἤ κατανοητικῆς (/ἑρμηνευτικῆς) μεθόδου, σέ νομοθετικές καί ἰδιογραφικές ἀντιστοίχως.


===Σχέσεις νομοθέτη καί πραγματικότητας===
Εἶναι δυνατόν νά ἐνταχθεῖ ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας σέ κάποιο ἀπό τά δύο πρότυπα; Ἀπό τήν μία, ὁ Ρώλς ἀκολουθεῖ νομοθετική πορεία, δηλώνοντας τήν πρόθεσή του νά συγκροτήσει «μία μορφή ἠθικῆς γεωμετρίας, παρ’ ὅλη τήν ἀκαμψία πού ὑποδηλώνει ὁ ὅρος».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 156. Ὁ Ρώλς προσπαθεῖ νά οἰκοδομήσει ἕνα ἀξιωματικό ἠθικό σύστημα, παραδεχόμενος τήν δύναμη τῆς παραγωγικῆς (deductive) λογικῆς (σελ. 154, 156, 226), ὄχι ὅμως χωρίς κριτική τῶν ὠφελιμιστικῶν ἤ θεμελιοκρατικῶν προϋποθέσεών της (σελ. 228, 655).</ref> Ἐπιδιώκει –ἀκόμη καί ἄν ἀποφεύγει νά χρησιμοποιήσει τήν συγκεκριμένη ἔκφραση– τήν ἀξιωματικοποίηση τῆς ἠθικῆς, τήν δημιουργία ἑνός ἐσωτερικά συνεκτικοῦ καί ἀντικειμενικοῦ ἠθικοῦ συστήματος.<ref>Βλ. χαρακτηριστικά τήν ἐκτεταμένη ἀνάλυση τῆς ἀντικειμενικότητας τῶν ἠθικῶν κρίσεων τῶν αὐτόνομων προσώπων στά πλαίσια τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας (Ρώλς, 2010, σελ. 583 ἑπ.).</ref> Ἐν τούτοις, ὁ Ρώλς μοιάζει νά ἐγκολπώνει καί ἔντονα ἰδιογραφικά στοιχεῖα. Ἤδη ἡ συμβολαιική κατασκευή χρησιμοποιεῖται ἀκριβῶς γιά νά θεσμίσει τά ἀνθρώπινα ὄντα ὡς διακριτά πρόσωπα μέ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά καί πεποιθήσεις.<ref>Ἕναν πρόσθετο παράγοντα σχετικοποίησης τῆς νομοθετικῆς πλευρᾶς τῆς ρωλσιανῆς σκέψης, ἀποτελεῖ ἡ ὁμολογία ὅτι «ὑπάρχουν ἄπειρες παραλλαγές τῆς ἀρχικῆς κατάστασης, καί ἑπομένως δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχουν ἄπειρα θεωρήματα ἠθικῆς γεωμετρίας» (σελ. 162). Παρά ταῦτα, ὁ Rawls δέν θεωρεῖ σημαντική τήν ζημία, δεδομένου ὅτι «ἐλάχιστα ... εἶναι αὐτά πού παρουσιάζουν φιλοσοφικό ἐνδιαφέρον».</ref> Ἡ ἴδια ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία δέν στηρίζεται στήν ἀντικειμενικότητα, ἀλλά θεσπίζεται ὡς διυποκειμενική διαδικασία. Ἐπί πλέον, ἡ ἀξίωση ἐφαρμοσιμότητας<ref>Βλ. Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 18, 194, 364, 640, 661.</ref> τῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης τήν ἐξαναγκάζει νά προσαρμοστεῖ –καί συχνά νά παραμορφωθεῖ ἐξ αἰτίας της– στήν ποικιλία τῶν ἱστορικῶν δεδομένων.<ref>Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 596:
Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, παρ’ ὅτι ἀνέγνωσαν τήν μή δυνατότητα ἐλέγχου τῆς «κατάχρησης τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας»,<ref>Κ. Χρυσογόνος, ''Ἀτομικά καί Κοινωνικά Δικαιώματα'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1998, σελ. 88.</ref> συνεχίζουν νά φρονοῦν ὅτι «σέ περίπτωση σύγκρουσης τοῦ γραπτοῦ δικαίου, μέ τό ἀπό τήν φύση τῶν πραγμάτων παραγόμενο δίκαιο, ἡ σύγκρουση αἴρεται μέ τήν τελική ἐπικράτηση τοῦ δεύτερου, καθόσον ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλει "τά παρά φύσιν"».<ref>Δημητρόπουλος, 2011, σελ. 17. Ἡ φύση τῶν πραγμάτων ταυτίζεται μᾶλλον μέ τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα (ὅπ.π., 16), ἄν καί δέν ἀποσαφηνίζεται γιατί προτιμᾶται ὁ συγκεκριμένος ὅρος μέ τίς τόσες φυσικοδικαιϊκές συνυποδηλώσεις.</ref> Τό ζήτημα τίθεται μέ μεγαλύτερη ἔνταση ὑπό τήν προοπτική τοῦ νόμου 3845/2010,<ref>ΦΕΚ 65 Α’, 6/5/2010 [Μηχανισμός στήριξης τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας].</ref> μέ τόν ὁποῖο τέθηκαν σέ ἐφαρμογή οἱ ἐπιταγές τοῦ πρώτου «Μνημονίου». Ὁ νόμος ἀποτελεῖ «βαθεία τομή» στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη, διότι ἡ πλειοψηφία τῆς ἐκλεγμένης ἀπό τόν κυρίαρχο λαό Βουλῆς ψήφισε μέτρα ἀντισυνταγματικά καί στερούμενα λαϊκῆς νομιμοποίησης, τά ὁποῖα ὡστόσο τό ΣτΕ θεώρησε καθ’ ὅλα νόμιμα.<ref>Ὁλ ΣτΕ 668/2012 [ἀπόφαση Μνημονίου].</ref> Ἐν τούτοις, ἀντίθετα μέ τήν ἀφηρημένη «''Natur der Sache''», ὁ κοινός νομοθέτης,<ref>Δέν μᾶς διαφεύγει βεβαίως ὅτι «σήμερα, στά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία ταυτίζεται μέ τήν πλειοψηφία τῆς Βουλῆς μέσῳ τοῦ πλειοψηφοῦντος καί κυβερνώντος κόμματος» καί ὅτι οἱ ἐλευθερίες «βρίσκονται στό ἔλεος τῆς ἑκάστοτε πλειοψηφίας, πού δέν ἀποκλείεται νά ἀποδειχτεῖ πλειοψηφία χωρίς ἔλεος γιά τίς ἀτόμικές ἐλευθερίες, πάντα μέσα στά τυπικά πλαίσια τοῦ Συντάγματος» (Μάνεσης, 1979, σελ. 69), κάτι πού τό Μνημόνιο ἤδη ἐπιβεβαίωσε, ὅπως εἴδαμε παραπάνω. Χρησιμοποιοῦμε γιά τυπικούς λόγους τόν ὅρο «νομοθέτης» γιά νά χαρακτηρίσουμε ὅλο τό συμπαγές οἰκοδόμημα κοινοβουλευτικῆς πλειοψηφίας καί κυβέρνησης.</ref> κατά τήν θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, περιβάλλεται μέ ὑπερεξουσίες, ἀφ’ ἑνός καθορίζοντας τό περιεχόμενο τῶν θεσμῶν, ἀφ’ ἑτέρου περιορίζοντας κατά τό δοκοῦν τά συνταγματικά δικαιώματα, λαμβανομένου πάντα ὑπ’ ὄψιν τοῦ δεδομένου τοῦ «τεκμηρίου συνταγματικότητας»<ref>Θ. Τσάτσος, Τό πρόβλημα τῆς ἑρμηνείας ἐν τῷ Συνταγματικῷ Δικαίῳ, 1970, σελ. 28 ἑπ.</ref> τοῦ ἑκάστοτε νόμου καί τοῦ παρεπομένου δικαστικοῦ ἐλέγχου μόνον τοῦ «δηλωμένου σκοποῦ» του.<ref>ΣτΕ 373/1997 [Διαδικασία ἐκλογῶν γιά τά Ἐπιμελητήρια] (ΕλΔικ, 1997, σελ. 1369), Ὁλ ΣτΕ 2152/1993 [Μεταφορά ἁρμοδιοτήτων ἀπό ἕναν σχηματισμό ΣτΕ σέ ἄλλον, Ν. 2145/1993] (ΤοΣ, 1994, σελ. 117 ἑπ.)</ref> Ἄς τά διερευνήσουμε μέ τήν σειρά.
<blockquote>«Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν ἱστορικό σημαίνει πώς ἡ πραγμάτωση τῶν δυνατοτήτων ἀτόμων πού ζοῦν κάποια δεδομένη στιγμή προαπαιτεῖ τήν συνεργασία πολλῶν γενεῶν (ἤ ἀκόμη καί κοινωνιῶν) γιά ἕνα μακρό χρονικό διάστημα. Σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι ἡ συνεργασία αὐτή καθοδηγεῖται κάθε στιγμή ἀπό μία κατανόηση τῶν πεπραγμένων τοῦ παρελθόντος, ὅπως αὐτά ἑρμηνεύονται ἀπό τήν κοινωνική παράδοση».</blockquote>
Ἔτσι, π.χ., γιά τό ποιό κοινωνικό σύστημα εἶναι τό κατάλληλο γιά τήν ὑλοποίηση τῆς θεωρία τῆς δικαιοσύνης τήν ἀπάντηση δίνουν «οἱ ἱστορικές συνθῆκες καί οἱ παραδόσεις, οἱ θεσμοί καί οἱ κοινωνικές δυνάμεις τῆς κάθε χώρας» (σελ. 15).
Βλ. ἐπίσης, σελ. 325:
<blockquote>«μιά τέτοια ἀπάντηση ἐξαρτᾶται, σέ μεγάλο βαθμό, ἀπό τίς παραδόσεις, τούς θεσμούς καί τίς κοινωνικές δυνάμεις κάθε χώρας, καθώς καί ἀπό τίς ἰδιαίτερες ἱστορικές περιστάσεις της»,</blockquote>
καί σελ. 333:
<blockquote>«...τό ποιό σύστημα εἶναι τό καλύτερο γιά ἕναν δεδομένο λαό ἐξαρτᾶται ἀπό τίς περιστάσεις, τούς θεσμούς καί τίς ἱστορικές παραδόσεις του».</blockquote>
Πρβλ. τό ἐπιχείρημα γιά τήν ἀνισότητα τῶν πολιτικῶν ἐλευθεριῶν ὡς «ἐπιτρεπτή προσαρμογή στά ἱστορικά δεδομένα» (σελ. 295-296).</ref> Ἄλλωστε, τό ἐγχείρημα μίας ἠθικῆς δικαιολογημένης ordine geometrico φαίνεται νά ὑπονομεύεται ἀπό τήν παραδοχή τοῦ Ρώλς ὅτι «δυστυχῶς, ἡ συλλογιστική μου ἀπέχει πολύ ἀπ’ αὐτό τόν στόχο, γιατί εἶναι σέ μεγάλο βαθμό διαισθητική».<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 156. Πρβλ. καί σελ. 543: «Δέν θά ἰσχυριζόμουν βέβαια ὅτι ἡ δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία εἶναι ἡ μόνη θεωρία πού μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει πειστικά τό αἴσθημα δικαιοσύνης».</ref>


Ἡ μέθοδος τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἀποτελεῖ κατ’οὐσίαν μία «κοινωνιολογική» γενίκευση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας:<ref>Γιά τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, βλ. παρακάτω, ὑπό 4.</ref> στό αἴτημα γιά εὔλογη σχέση μεταξύ περιοριζομένου δικαιώματος καί σκοποῦ τοῦ νομοθέτη, ὁ τελευταῖος ἀντικαθίσταται μέ τήν ἰδέα τοῦ θεσμοῦ.<ref>«Ἡ θεσμική ἐφαρμογή βασίζεται στήν αἰτιώδη συνάφεια πού ἀντικειμενικά ὑπάρχει ἀνάμεσα στά πράγματα. Ἄλλωστε καί ἡ ἀναλογικότητα εἶναι μία μορφή αἰτιώδους συνάφειας (ἀνάμεσα στόν σκοπό καί τό χρησιμοποιούμενο μέσο). Ἡ ἐνδιαφέρουσα στήν θεσμική ἐφαρμογή αἰτιώδης συνάφεια εἶναι ἐκείνη, πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό περιοριζόμενο δικαίωμα καί στόν θεσμό, μέσα στόν ὁποῖο ἀσκεῖται» (Δημ, 233).</ref> Κανείς, φυσικά, δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν πραγματικότητα τῆς ἐντός τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν δράσης τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τό ἐρώτημα πού ἀνακύπτει εἶναι τό πῶς θά καθορισθεῖ τό περιεχόμενο τοῦ κάθε θεσμοῦ. Μήπως μέ τήν προσφυγή στά πορισμάτα τῆς ἀνθρωπιστικῆς ἐπιστήμης πού τόν μελετᾶ; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική. Τό περιεχόμενο τῶν θεσμῶν καί τῶν δικαιωμάτων καθορίζονται ἀπό τήν «φύση τῶν πραγμάτων», ὅπως αὐτή γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τήν κρατική βούληση<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 68.</ref> -ἤ τήν θεωρητική δικαιολόγηση τῆς κρατικῆς βούλησης.<ref>«Ἡ αἰτιώδης συνάφεια ἀποτελεῖ φυσική σχέση, ἑπομένως καί νομική σχέση τῶν πραγμάτων. Ὡς φυσική σχέση ἀπορρέει ἀπό τήν φύση τῶν πραγμάτων, πού ἀποτελεῖ πηγή δικαίου. Κατά συνέπεια, ἡ αἰτιώδης συνάφεια δέν εἶναι ἁπλά "πραγματική", ἀλλά καί νομική σχέση. Ἐνδεχόμενη ἀντίθετη γραπτή ρύθμιση δέν μπορεῖ νά μεταβάλει τήν φύση τοῦ πράγματος καί νωρίτερα ἤ ἀργότερα θά προσαρμοστεῖ πρός αὐτή» (Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 70). Ἄλλη μία συνηγορία ὑπέρ τῆς θεωρίας τοῦ φυσικοῦ δικαίου πού δημιουργεῖ ἐρωτήματα τόσο ὡς πρός τό ποιά εἶναι ἡ φύση τῶν πραγμάτων καί ποιός τήν καθορίζει, ὅσο καί ποιά -θεσμική ἤ πραγματική- δύναμη θά ἐπαναφέρει τήν νομοθετική ἐξουσία σέ ἁρμονία μέ τήν φύση τῶν πραγμάτων, ἐφ’ ὅσον αὐτή φαίνεται νά εἶναι ἡ μόνη νόμιμη παραγωγός δικαίου.</ref> Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ἡ ἔννοια τοῦ θεσμοῦ χρησιμοποιεῖται ὡς ἔνδειξη ἀντικειμενικότητας καί κοινωνικότητας τοῦ δικαίου, παρ’ ὅλ’ αὐτά δέν ἀπομακρύνεται καί πολύ ἀπό τήν παραδοσιακή ἀντίληψη τοῦ θεσμοῦ ὡς συνόλου «ἐννόμων σχέσεων καί καταστάσεων συγκροτουμένων ἐπί τῇ βάσει ὡρισμένων χαρακτηριστικῶν εἰς ἑνότητα μέ ἰδιαιτέραν αὐτοτέλειαν καί διεπομένην, ὑπό ἑνιαῖον πνεῦμα, ἀπό κλειστόν πλέγμα κανόνων δικαίου».<ref>Ἰ. Κ. Σημαντήρας, ''Γενικαί Ἀρχαί τοῦ ἀστικοῦ δικαίου'', γ’ ἔκδ. ἀναθ., ἡμίτομος Α’, Ἀφοί Π. Σάκκουλα, Ἀθήνα, 1980, σελ. 135.</ref>
Ἄν ὅμως ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία εἶναι καί νομοθετική καί ἰδιογραφική μέθοδος, ἤ, μᾶλλον, οὔτε νομοθετική οὔτε ἰδιογραφική, τότε μήπως δέν ἀποτελεῖ κἄν μέθοδο, ἤ, ἀκόμη, μήπως βρίσκεται πέρα ἀπό τήν μέθοδο; Ὁ Ρώλς διστάζει νά ἀναφερθεῖ στήν διαλεκτική, ἐμμένει στόν διαδηλωμένο καντιανισμό<ref>Ἡ ρωλσιανή μεταχείριση τοῦ Kant παραμένει διαρκῶς σημεῖο ἀντιλεγόμενο, βλ. Budde (2007).</ref> του, ἀλλά τελικῶς τό ἀποτέλεσμα θυμίζει ἐκείνη τήν εἰκόνα τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου. Ἀπό τήν ἀκαθόριστη ὅλην οὐσίαν συμπήγνυνται, σάν ἀπό κερί, δεντράκια, ἀλογάκια, ἀνθρωπάκια, καί ὅ,τι ἄλλο: ὑπάρχουν γιά λίγο, κι ὕστερα λειώνουν κι ἐπιστρέφουν στήν ροή τῆς φύσης. Ἔτσι καί ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης: ξεπηδᾶ πάνοπλη ἀπό τό κεφάλι τοῦ Ρώλς , ἀλλά ὁ γονέας της γνωρίζει καλά ὅτι δέν εἶναι παρά μιά θεωρία, καταδικασμένη νά παραμορφωθεῖ καί ἴσως ἐν τέλει νά ἀχρηστευθεῖ.<ref>Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 81.</ref>

Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στήν ὑπόθεση τῶν Σατανιστῶν, σωματεῖο τῶν ὁποίων ὑποστηρίζει ὅτι διάταξη νόμου ἀπαγορεύουσα τήν λατρεία τῆς μαγείας, προσβάλλει τό συνταγματικῶς κατοχυρωμένο δικαίωμα τους τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (ἄρθ.13 Σ). Ὑποστηρίζεται ὅτι δέν προσβάλλεται τό δικαίωμά τους, διότι προστατευόμενο ἀγαθό τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ θρησκεία, δηλαδή ἡ πίστη καί ἡ λατρεία στήν «καλή» ἀνώτερη δύναμη, ἐνῶ οἱ Σατανιστές πιστεύουν καί λατρεύουν τήν «κακή» ἀνώτερη δύναμη.<ref>Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, 2007β, σελ. 1-7.</ref> Ἀφ’ ἑνός, ἡ θρησκεία ὁρίζεται ὡς «ἡ (γνωστή) πίστη καί λατρεία τοῦ θείου».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 646.</ref> Ἀπό ποῦ ὅμως συνάγεται ὅτι «ἡ θρησκεία ἀναφέρεται στό "θεῖο", δηλαδή στήν "καλή ἀνώτερη δύναμη", στόν Θεό»;<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 648.</ref> Ἄραγε ὁ πολυθεϊσμός (ὅπου ἀνάμεσα στήν θεϊκή πολλαπλότητα εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν καί «κακές» θεότητες) δέν εἶναι θρησκεία; Ὁ Ἰνδουϊσμός πού βασίζεται στήν πίστη τοῦ Μπράχμαν ὡς βαθύτερης ἀπρόσωπης θείας οὐσίας ἀπεμπολεῖ γι’ αὐτό τά χαρακτηριστικά τοῦ θρησκεύματος; Ἀφ’ ἑτέρου, ὁ χαρακτηρισμός μίας πίστης ὡς «καλῆς» ἤ «κακῆς» ἀποδίδεται ἀπό τόν παρατηρητή βάσει τῶν προσωπικῶν του πεποιθήσεων: κανένας θρησκευτικός ὁπαδός δέν θά δεχθεῖ ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς λατρείας του εἶναι «κακό», ἀλλά καί κάτι τέτοιο εὑρίσκεται ἐκτός τῶν ὁρίων τοῦ Δικαίου, τό ὁποῖο ἐκ δογματικοῦ ὁρισμοῦ ἀρκεῖται στήν ρύθμιση τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς τῶν πολιτῶν, δίχως νά ὑπεισέρχεται στίς ἐσώτερες διαθέσεις τους. Στήν προκείμενη ὑπόθεση, θά πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι πράγματι θίγεται ἡ θρησκευτική ἐλευθερία τῶν Σατανιστῶν, ἀλλά ὅτι τοῦτο μπορεῖ νά ἀνάγεται σέ προληπτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (διότι π.χ. οἱ σατανιστικές λατρεῖες ὑπάγονται συχνά σέ διατάξεις τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα) ἤ ὅτι σχετίζεται μέ τήν ἀντίθεση Σατανισμοῦ καί ἐπικρατούσης θρησκείας.<ref>Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας -καί μέ κρατική ἐπικύρωση μάλιστα- συνηγοροῦν ὑπέρ τοῦ δευτέρου ἐπιχειρήματος πού ἐξετέθη παραπάνω: «ἡ ἰδεολογία τοῦ Σατανισμοῦ ἐμφανίστηκε μέ τήν «Νέα Ἐποχή» (New Age), πού ὑπόσχεται ὅτι δῆθεν θά φέρει τήν παγκόσμια τάξη, τήν παγκόσμια κυβέρνηση, τήν παγκόσμια θρησκεία, ἕναν τέλειο κόσμο...» (Χ. Γκότση/π. Γ. Μεταλληνό/Γ. Φίλια, ''Ὀρθόδοξη Πίστη καί Λατρεία, Α’ Γενικοῦ Λυκείου'', ΟΕΔΒ, Ἀθήνα, 2007, σελ. 187).</ref>

Τό δεύτερο πεδίο τῆς νομοθετικῆς παντοδυναμίας ἀφορᾶ τό σημαντικό ζήτημα τῶν περιορισμῶν τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων. Βάσει τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, ἀναπτύσσεται ἕνα ὁλόκληρο σύστημα λεπτοφυῶν διακρίσεων ἀνάμεσα σέ ὁριοθετήσεις, ἁπλούς περιορισμούς, ἁπλές ἐπιδράσεις, προσβολές. Ἐδῶ ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπάντηση στό θεμελιῶδες ἐρώτημα: μέχρι ποιοῦ σημείου μπορεῖ νά περιοριστεῖ ἕνα δικαίωμα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι κατ’ ἀρχήν εὐκρινής: κανένα δικαίωμα δέν μπορεῖ νά θιγεῖ στόν πυρήνα του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ πυρήνας εἶναι «μία περιοχή τῆς ὁποίας ἡ συρρίκνωση δέν εἶναι κατά δίκαιο ἀνεκτή».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 107.</ref> Σέ τί συνίσταται ὅμως ὁ πυρήνας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος; «Πυρήνας εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ κτήση τοῦ δικαιώματος».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 109.</ref> Ἀλλά, κτήση εἶναι «ἡ νομική σύνδεση δικαιώματος καί δικαιούχου»<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 109.</ref> καί, βεβαίως, «πραγματική καί νομική ἱκανότητα κτήσης δέν συμπίπτουν ἀναγκαία».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 114.</ref> Τό ἐπιχείρημα ὁλοκληρώνεται μέ τήν διακήρυξη «οὐδείς περιορισμός στήν γενική σχέση»,<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 201.</ref> δηλαδή «ὁ κοινός νομοθέτης δέν μπορεῖ νά διαπλάσσει περιορισμούς κατά τέτοιο τρόπο πού νά καταλαμβάνουν τήν γενική σχέση καί νά ἀφοροῦν ὅλους ἀδιάκριτα τούς φορεῖς συνταγματικῶν δικαιωμάτων».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 202.</ref> Τά παραπάνω πρακτικῶς σημαίνουν ἕνα πρᾶγμα: ὅσο ἕνα δικαίωμα βρίσκεται διατυπωμένο στό συνταγματικό κείμενο, κάθε περιορισμός του δέν ἀφορᾶ ποτέ τόν πυρήνα, ὁ ὁποῖος θά ἐθίγετο μόνο μέ τήν κατάργηση τῆς συνταγματικῆς διάταξης.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τά προαναφερθένα ἀποτελοῦν σέ τελική ἀνάλυση μία σχετικά ἀκριβῆ περιγραφή τοῦ τρόπου λειτουργίας τῶν δικαιωμάτων πού ἀναδεικνύει ὅτι τό σημερινό κράτος λέγει τήν τελευταία λέξη. Ἐνῶ ὅμως ὅλα τοῦτα γίνονται -διά μακρῶν ἀναλυόμενα- δεκτά, οἱ ὑπέρμαχοι τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἀντιφάσκουν μέ τόν ἑαυτό τους. Ἐπί παραδείγματι, στό πεδίο τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων, τά ὁποῖα, μή θεμελιώνοντας ἀγώγιμη ἀξίωση, ὑπόκεινται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο στίς γενικές περί πυρῆνα ἀρχές,<ref>Πρβλ. Μάνεση, 1979, σελ. 22-23.</ref> οἱ ὑπερασπιστές τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς θεωροῦν ὅτι τά κοινωνικά δικαιώματα περιλαμβάνουν ἕνα minimum ποσοτικό περιεχόμενο, «ἀναφέρονται καταρχήν σέ ἕνα κατώτατο ὅριο διαβίωσης, σέ ἕνα existenzminimum»,<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 131.</ref> τό ὁποῖο δέν νοεῖται μόνον ὡς διατήρηση στήν ζωή, ἀλλά πρέπει νά ἀνταποκρίνεται «στήν στάθμη τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 132. Ἀντιθέτως, ὁ Μάνεσης (1979, σελ. 77) ταυτίζει ἐξ ἀρχῆς τήν πλήξη τοῦ πυρῆνα τοῦ δικαιώματος ὄχι μόνο μέ τήν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση, ἀλλά καί μέ τήν ὑπέρμετρη δυσχέρανση, «μέ ἐκτεταμένους καί ὑπερβολικούς κατά περιεχόμενο ἤ κατά τόπο ἤ κατά χρονική διάρκεια περιορισμούς».</ref>

===Ἑνότητα καί ἀντικειμενικότητα δικαίου===
====Περιεχόμενο καί ὁρολογία====
Ἡ προσπάθεια νά ἀποδειχθεῖ ὁ μονισμός καί ἡ συνακόλουθη ἑνιαία καί ἀντικειμενική ἀντιμετώπιση τοῦ δικαίου, ἀποτελεῖ ἴσως τό θεμέλιο τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, καί μπορεῖ νά συνοψιστεῖ στό ἐναγώνιο ἐρώτημα: «Στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης ἔννομης τάξης πῶς εἶναι δυνατό τό δίκαιο νά ἐπιδοκιμάζει καί νά ἀποδοκιμάζει, νά ἐπιτρέπει καί νά ἀπαγορεύει ταυτόχρονα τήν ἴδια συμπεριφορά;».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 222-223.</ref> Τό ζήτημα τοποθετεῖται φυσικά ἐντός τῶν πλαισίων τῆς πνευματικῆς εὐφορίας τῆς Μεταπολίτευσης (βλ. ἀνωτέρω ὑπό 2.3). Ὡστόσο, ἐνσκήπτουν πιό περίπλοκα ζητήματα ἀφορῶντα τό πραγματικό νόημα τῆς μονιστικῆς ὀπτικῆς τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Τοποθετοῦνται ἄραγε στά ἴδια πλαίσια;

Ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τήν ὁρολογία. Κατ’ ἀρχάς, τονίζεται ὅτι τήν ἀφετηρία τῆς διαπάλης μονισμοῦ καί δυϊσμοῦ ἀποτελοῦν οἱ διαφορετικές προσεγγίσεις γιά τήν κατανόηση τῆς οὐσίας, τῆς φύσης τῶν πραγμάτων. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπισημαίνεται ὅτι, κατά τόν μονισμό, ἡ φύση τοῦ πράγματος εἶναι ἑνιαία, ἐνῶ, σύμφωνα μέ τόν δυϊσμό, αὐτή εἶναι δυαδιστική, βασισμένη σέ «δύο διαφορετικά, διαχωριζόμενα, αὐτοτελῶς ὑφιστάμενα στοιχεῖα». Παρά ταῦτα, τό συμπέρασμα μοιάζει ἀναπάντεχο: «Κατά τόν μονισμό, ἡ "φύση τοῦ πράγματος" ἀποτελεῖται ἀναγκαία ἀπό "ὕλη" καί "πνεῦμα", ἐνῶ κατά τόν δυϊσμό μπορεῖ νά ἀποτελεῖται μόνο ἀπό "πνεῦμα" ἤ "ὕλη"».

Ἡ σύγχυση εἶναι προφανής: πῶς ἐξηγεῖται ἄραγε ἡ δόμηση τοῦ μονισμοῦ σέ δύο οὐσίες (πνεῦμα καί ὔλη), ἐνῶ τοῦ δυϊσμοῦ σέ μόνο μία (ἤ πνεῦμα ἤ ὕλη); Στίς δυϊστικές θεωρίες, «ὑπάρχουν δύο ἀρχές, δύο οὐσίες, μία πνευματική καί μία ὑλική, πού δέν μποροῦν νά ἀναχθοῦν ἡ μία στήν ἄλλη».<ref>Χ. Θεοδωρίδης, ''Εἰσαγωγή στήν Φιλοσοφία'', β’ ἔκδ., Ἐκδόσεις τοῦ Κήπου, Ἀθήνα, 1955, σελ. 431.</ref> Τό leitmotiv τῶν θεωριῶν αὐτῶν εἶναι, κατά συνέπεια, ὁ τρόπος ἐπαφῆς δύο τόσο διαφορετικῶν οὐσιῶν. Οἱ μονιστές φιλόσοφοι, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀποδέχονται τίς ξεχωριστές οὐσίες τοῦ δυϊσμοῦ ὡς κατηγορήματα τῆς μίας καί μοναδικῆς αὐτοαίτιας (''causa sui'') Οὐσίας.<ref>Ὁ Σπινόζα ὑπῆρξε ὁ πρῶτος πού διευκρίνησε αὐτές τίς ἀπόψεις «ἔτσι πού μονισμός καί σπινοζισμός εἴτε σπινοζικός πανθεϊσμός κατάντησαν νά σημαίνουν τό ἴδιο» (Θεοδωρίδης, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 59), σελ. 434). Ὁ Σπινόζα ὀνομάζει τήν μόνη Οὐσία «Deus sive Natura».</ref>

Ὁ μονισμός τόν ὁποῖο ἰσχυρίζεται ὅτι ἀκολουθεῖ ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς (μέ τήν ἰσότιμη ἀποδοχή καί ἁρμονική συνύπαρξη δύο διαφορετικῶν οὐσιῶν) δέν εἶναι παρά μία παραλλαγή τοῦ καντιανοῦ συμβιβασμοῦ μεταξύ τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ ἰδεαλισμοῦ, πού δίνει -πιό ἐκλεπτυσμένα σέ σχέση μέ τόν παλαιότερο ὀρθολογισμό- τήν προτεραιότητα στόν τελευταῖο. Ὅπως ὁ Κάντ ἁπλῶς ἀναγνωρίζει τίς ἀντινομίες τοῦ Λόγου, δίχως νά προχωρεῖ -καί χωρίς νά θεωρεῖ ἐφικτό νά προχωρήσει- στήν διαλεκτική ἄρση τους, ἔτσι καί οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δέν ἀναιροῦν τήν διάκριση δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ δικαίου, ἀλλά ἁπλῶς τίς θέτουν ἐφ’ ἑνός ὑπερβατολογικοῦ ζυγοῦ, τοῦ Συντάγματος: «Κατά συνέπεια, τό Σύνταγμα εὑρισκόμενο στήν κορυφή τῆς ἔννομης τάξης ἀποτελεῖ μικρογραφία της καί δέν ρυθμίζει μόνο τίς σχέσεις δημοσίου, ἀλλά καί τίς σχέσεις ἰδιωτικοῦ δικαίου».<ref>Δημ, 2011, σελ. 11.</ref> Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἐπικυρώνεται ὁ ρόλος τοῦ κράτους ὡς ὑπερβασιακοῦ μηχανισμοῦ,<ref>Γιά τόν ὅρο, βλ. Hardt-Negri, σελ. 116 ἑπ.</ref> ὡς ἀληθινά φιλελεύθερου κράτους, οὐδέτερου καί ὑπεράνω τῶν ταξικῶν ἀνταγωνισμῶν.

Ἀλλά, ὁ πολιτικός φιλελευθερισμός -ἡ ἀτομικιστική ἔννομη τάξη- δέν στοιχειοθετεῖ τό ἀντικείμενο κριτικῆς τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς; Πράγματι, διατυπώνεται ἡ κρίση ὅτι τό φιλελεύθερο δικαιϊκό οἰκοδόμημα ἐγκαθιδρύεται στόν δυϊσμό κράτους καί κοινωνίας καί στήν λειτουργία τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ὡς ἐξασφάλιση τῆς μή ἐπέμβασης τοῦ κράτους στήν δράση τῶν μεμονωμένων ἀτόμων,<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 36. Γιά νά τεκμηριωθεῖ μάλιστα τούτη ἡ θέση ἀναπτύσσεται μία πολύ βολική ψευδοδιαλεκτική πολιτειολογία, βάσει τῆς ὁποίας τοῦ φιλελευθερισμοῦ προηγεῖται ὁ ἐτατισμός (κανένα δικαίωμα-ὑπεροχή τοῦ δημοσίου ἐπί τοῦ ἰδιωτικοῦ) καί ἕπεται ὁ κοινωνικός ἀνθρωπισμός (ἀπόλυτη ἀναγνω΄ριση τῶν δικαιωμάτων-συγκερασμός δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ).</ref> ὁπότε «εἶναι ἐπιτρεπτή ἡ παραβίαση τῶν δικαιωμάτων τῶν ἄλλων, ἡ παραβίαση ἀπό τόν ἰσχυρό, τῶν δικαιωμάτων τοῦ λιγότερο δυνατοῦ».<ref>Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 222, ὑποσημ. 240.</ref> Ὅπως, ὅμως, καταδείχθηκε στήν ἱστορική εἰσαγωγή, ἡ οἰκοδόμηση τοῦ κράτους πρόνοιας συνετελέσθη ἀκριβῶς κατά τήν περίοδο τοῦ θριάμβου τοῦ φιλελευθερισμοῦ, καί ἡ ἀποδόμησή του συμπίπτει μέ τήν κατάρρευση τῆς Φιλελεύθερης Συναίνεσης, καί ἄρα ἡ συγκεκριμένη ἀντίφαση μεταξύ λόγῳ ἐπιτίμησης τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί ἔργῳ ὑπεράσπισής του μοιάζει νά αἰτιολογεῖται ἱστορικά, ὅπως διαπιστώθηκε στήν ἀρχή τῆς ἑνότητας.

====Λειτουργία καί κριτική====
Ἄς προχωρήσουμε ὅμως στήν κατ’ ἐξοχήν ἐξέταση τῆς θέσης περί ἑνότητας καί ἀντικειμενικότητας τοῦ δικαίου, ἡ ὁποία ἐπ’ οὐδενί δέν συνιστᾶ πρωτοτυπία τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Τό νεωτερικό κοσμοσύστημα δίνει προτεραιότητα στήν ἀέναη συσσώρευση κεφαλαίου. Ἀπό τήν γένεσή της, λοιπόν, «ἡ οἰκονομία τοῦ καπιταλισμοῦ διακατεχόταν ἀπό τήν ὀρθολογιστική πρόθεση νά αὐξηθεῖ ἡ συσσώρευση σέ μέγιστο βαθμό».<ref>Wallerstein, 1987, σελ. 22.</ref> Ἡ τάση αὐτή, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπιδίωξη, ἀπό μέρους τοῦ κράτους, τῆς ἀποτελεσματικῆς διαχείρισης ἤ/καί καταστολῆς τῶν «ἐπικίνδυνων» τάξεων, ὁδήγησε στήν γραφειοκρατικοποίηση τοῦ σύγχρονου κόσμου. Η ενίσχυση της γραφειοκρατικής οργάνωσης εξηγείται λόγω της καθαρά τεχνικής υπεροχής της έναντι άλλων οργανωτικών δομών.<ref>Βλ. Weber, σελ. 973.</ref> Ἔτσι, ἡ σύγχρονη νομοθεσία καί συνακόλουθα ἡ νομική δογματική εὑρίσκονται ὑπό καθεστώς διαρκοῦς φορμαλιστικῆς συστηματοποίησης: «Καί εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι αὐτή ἡ ἀνάγκη συστηματοποίησης [...] ἀπαντάει σέ μίαν ἀπαίτηση ἀκριβοῦς ὑπολογισμοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, αὐτή ἡ ἴδια ἀπαίτηση ἐπιβάλλει τό νομικό σύστημα νά ἀντιπαρατίθεται στά μεμονωμένα συμβάντα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ὡς κάτι σαφῶς σταθερό καί πάντα διαθέσιμο, ἄρα ὡς αὐστηρό σύστημα».<ref>Γκ. Λούκατς, ''Ἱστορία καί Ταξική Συνείδηση'', Ὀδυσσέας, β’ ἔκδ., Ἀθήνα, 2001, σελ. 195-196.</ref>

Γιά τήν θεσμική ἐφαρμογή, ἡ ἑνότητα ταυτίζεται μέ τήν μή ἀντιφατικότητα τῆς ἔννομης τάξης, καί διασφαλίζεται στήν ἔννομη τάξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, τούτη ἡ κρίση αὐτοαναιρεῖται λόγῳ τοῦ δυϊσμοῦ τῆς πηγῆς τοῦ δικαίου, ὁ ὁποῖος, τεθειμένος ὡς πρωταρχική παραδοχή τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, δυναμιτίζει ἐξ ἀρχῆς κάθε προσπάθεια «συνοχῆς» τοῦ δικαίου: τί γίνεται ἐάν ὁ νομοθέτης ἀντιτεθεῖ στήν φύση τοῦ πράγματος; «Οἱ θεωρητικοί τῆς φύσης τῶν πραγμάτων δέν φτάνουν ὥς τό σημεῖο νά ἐξαρτοῦν τήν ἰσχύ τῶν κανόνων τοῦ (θετικοῦ) δικαίου ἀπό τήν συμφωνία τους πρός τά δεδομένα αὐτῆς τῆς φύσης, ἀλλά προβλέπουν ἁπλῶς ὅτι σέ ἀποφατική περίπτωση οἱ κανόνες αὐτοί θά ἀτονήσουν στήν πράξη καί θά περιέλθουν σέ ἀχρησία».<ref>Μάνεσης, 1980β, σελ. 398, ὑποσημ. 39.</ref>

Σέ κάθε περίπτωση, τά περί συνοχῆς καί πληρότητας αἰτήματα τῆς ἔννομης τάξης ἀπορρέουν ἀπό τήν θέασή της ὡς αὐστηροῦ λογικοῦ συστήματος καί τελικῶς ἀποτελοῦν «''desiderata'' τῆς νομικῆς ἐπιστήμης», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἀραβαντινοῦ, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι «τά ἑκασταχοῦ ἑκάστοτε ἰσχύοντα δίκαια οὐδ’ ἦσαν οὐδ’ εἶναι ἄμοιρα κενῶν καί ἀντινομιῶν», ἀλλά «τά ἐλαττώματα ταῦτα δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ἁπλῶς ὡς νοσήματα ἐνδημοῦντα εἰς τά θετικά δίκαια, ἀλλά δέον περαιτέρω νά ἐκτιμηθοῦν καί ὡς ἐναύσματα, χάρις εἰς τά ὁποῖα ἡ νομολογία τῶν δικαστηρίων ἠδυνήθη καί δύναται νά ἀποβῇ εἰς βασικόν παράγοντα διαπλάσεως τοῦ δικαίου».<ref>Ἰω. Ἀραβαντινός, ''Στοιχεῖα Μεθοδολογίας τοῦ Δικαίου, Α-Β'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1978, σελ. 17.</ref>

Συνεχίζοντας τήν δυναμική τοῦ νεωτερικοῦ κράτους, ἡ θεσμική ἐφαρμογή προτάσσει καί αὐτή τήν ἀντικειμενικότητα τοῦ δικαίου, στά πλαίσια τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό Κοινοβούλιο καί τήν δυσπιστία πρός τόν δικαστή. Οἱ ὑπερασπιστές τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς φοβοῦνται ὅτι ὁ δικαστής θά προχωρήσει σέ πολιτικά σκόπιμες καί ὄχι νομικά ὀρθές κρίσεις. Στέκονται, κατά συνέπεια, κριτικά ἀπέναντι στήν δικαστηριακή ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας.

==Ἀναλογικότητα==
===Γενεαλογία τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας===
Πῶς ὅμως γεννήθηκε ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας; «Μία ἀπό τίς πάγιες τάσεις τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος, ἀπό τίς ἀπαρχές του καί τουλάχιστον ὡς τήν δεκαετία τοῦ 1970 πάνω-κάτω, [...] ἦταν μία ἀργή ἀλλά σταθερή αὔξηση τῆς πραγματικῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους».<ref>Wallerstein, 2009, σελ. 84.</ref> Ὁ 18ος αἰώνας περιόρισε τήν ἀποσπασματική καί τελετουργική ἄσκηση τῆς ἐξουσίας πού χαρακτήριζε τήν φεουδαρχία καί τήν ἀπόλυτη μοναρχία, ἐπεξεργαζόμενος «μία, θά λέγαμε, νέα οἰκονομία τῶν μηχανισμῶν ἐξουσίας: ἕνα σύνολο διαδικασιῶν, καί ταυτόχρονα ἀναλύσεων, πού ἐπιτρέπουν νά μεγιστοποιηθοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς ἐξουσίας, νά περιοριστεῖ τό κόστος ἄσκησής της καί νά ἐνσωματωθεῖ ἡ ἄσκηση τῆς ἐξουσίας στούς μηχανισμούς παραγωγῆς».<ref>Foucault, 2010, σελ. 175.</ref>

Ἡ κρατική ἐξουσία, γονιμοποιούμενη ἀπό τήν «ἁγία ἀποδοτικότητα»<ref>«Sancta cosa la masserizia», κατά τήν ἔκφραση τοῦ L.B. Alberti (1404-1472), I libri della famiglia, editi da Girolamo Mancini, Firenze, 1908, ὅπως παρατίθεται σέ Sombart, σελ. 117, 119.</ref> τοῦ ἀστικοῦ πνεύματος, ἔφερε στόν κόσμο τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, πού ἐφαρμόστηκε ἀρχικά σέ ἕναν προνομιακό χῶρο ἐκδήλωσης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, τό ποινικό δίκαιο. Στήν προηγούμενη ἐποχή, μεταξύ τοῦ ἐγκλήματος καί τῆς τιμωρίας του δέν ὑφίστατο κανένα εἴδος κοινοῦ μέτρου. «Ἡ ἀκρότητα τῆς τιμωρίας ἔπρεπε νά ἀπαντᾶ στήν ἀκρότητα τοῦ ἐγκλήματος καί ἔπρεπε νά τήν ξεπερνάει».<ref>Foucault, σελ. 168. Βλ. καί Andersson, ὑπό 2.2.2 (The Moral Monster).</ref> Ἡ κλασσική ἐποχή θά ἐφεύρει ἕνα κοινό μέτρο ἐγκλήματος καί τιμωρίας, «μία μονάδα μέτρησης πού νά ἐπιτρέπει τήν προσαρμογή τῆς τιμωρίας κατά τρόπο τέτοιο, ὥστε νά εἶναι ἀκριβῶς ὅση χρειάζεται γιά νά τιμωρηθεῖ τό ἔγκλημα καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ».<ref>Foucault, σελ. 178.</ref> Πόσο πράγματι τοῦτο διαφέρει ἀπό τήν περιγραφή τοῦ μέτρου ἀπό τόν L.B. Alberti: «καμμιά δαπάνη δέν ἐπιτρέπεται νά εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅσο ἀπαιτεῖ ἡ ἀνάγκη καί καμμιά μικρότερη ἀπ’ ὅσο ἐπιτάσσει ἡ εὐπρέπεια»;<ref>L.B. Alberti, I libri della famiglia, editi da Girolamo Mancini, Firenze, 1908, ὅπως παρατίθεται σέ Sombart, σελ. 119.</ref>

Μέ τήν ἐπικέντρωση τοῦ φιλελεύθερου κράτους στήν διαχείριση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος καί τήν ἐπέκταση τῶν ἐπαφῶν πολιτῶν καί κρατικῆς γραφειοκρατίας, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας μεταφυτεύεται ἀρχικά στο γερμανικό και γαλλικό αστυνομικό δίκαιο και ἀκολούθως, μέ τήν ἄνοδο τῆς κοινωνικῆς πολιτικῆς, ἐπεκτείνεται σέ ὅλο τό φάσμα τοῦ διοικητικοῦ δικαίου. Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἐφαρμόζεται πλέον ἀπό τήν πάγια νομολογία τοῦ Γερμανικοῦ Ὁμοσπονδιακοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου- συναγόμενη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κράτους δικαίου-, ἀναγνωρίζεται στήν αὐστριακή θεωρία καί νομολογία τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου. Ἡ ἀρχή κατοχυρώνεται ρητῶς στό ἄρθρο 36 § 3 τοῦ ἰσχύοντος ὁμοσπονδιακοῦ συντάγματος τῆς Ἐλβετίας (1999),<ref>Ἀθ. Ράϊκος, ''Συνταγματικό δίκαιο: Θεμελιώδη δικαιώματα'', β’ ἔκδ., Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ. 204-205.</ref> ἐνῶ μέ τήν ἀναθεώρηση τοῦ 2001, κατοχυρώνεται ρητῶς στό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. δ΄ τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «οἱ κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά (δηλαδή, τα δικαιώματα του ανθρώπου) πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Σέ εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο, ἐφαρμόζεται ἀπό τό δικαστήριο τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων (ΔΕΚ), τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ), ἐνῶ προβλέπεται ρητῶς στήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΣΔΑ).

===Ἀνάλυση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας===
Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ὑπέστη τήν ἐννοιολογική της ἐπεξεργασία στήν γερμανική συνταγματική νομολογία καί θεωρία. Ἔτσι, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἀναλύεται σέ τρεῖς ἐπί μέρους ἀρχές:

α) τήν ἀρχή τῆς καταλληλότητας (''Geeignetheit''),

β) τήν ἀρχή τῆς ἀναγκαιότητας (''Erfoderlichkeit''), καί

γ) τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἐν στενῇ ἐννοίᾳ (''Verhältnismäßigkeit im engeren Sinn'').<ref>Ὡς τυπικό παράδειγμα ἐφαρμογῆς τῆς ἀναλογικότητας ἀναφέρεται ὁ νόμος 1867/1989 (ΦΕΚ Α’ 227) γιά τήν προσωπική κράτηση ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου: «τό ἁρμόδιο δικαστήριο ἀποφασίζει τήν προσωπική κράτηση, ἄν κρίνει ὅτι τό μέτρο αὐτό εἶναι, ἰδίως ἐν ὄψει τοῦ ὕψους τοῦ χρέους, ἀναγκαῖο καί πρόσφορο γιά τήν ἐξόφληση τοῦ χρέους, καθῶς καί ὅτι ἡ λήψη τοῦ μέτρου αὐτοῦ εἶναι τό μόνο μέσο, κατ’ ἀποκλεισμό κάθε ἄλλου προβλεπόμενου ἀπό τίς κείμενες διατάξεις ἀναγκαστικοῦ μέτρου εἴσπραξης δημόσιων ἐσόδων, ἱκανοποίηση τῆς σχετικῆς ἀπαίτησης» (Πρ. Δ. Δαγτόγλου, ''Συνταγματικό δίκαιο: Ἀτομικά Δικαιώματα Α’'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2005, σελ. 217).</ref>

Ἕνα μέτρο θεωρεῖται:

* κατάλληλο, ἄν μέ αὐτό ἐπιτυγχάνεται ἡ πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ, ἔστω καί ἔν μέρει.
* ἀναγκαῖο, ἄν ἀποκλείεται ἡ ἐπιλογή ἰσοδύναμου ἀλλά λιγότερο περιοριστικοῦ μέτρου.

Ἐπί παραδείγματι, δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, ἡ διάλυση παράνομης συνάθροισης ἀπό τήν ἀστυνομία μέ χρήση πυροβόλων ὅπλων, ἐνῶ εἶναι προφανές ὅτι ἀρκοῦσαν καί ἠπιότερα μέσα.<ref>Δαγτόγλου, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 77), σελ. 212.</ref>

Ἡ stricto sensu ἀναλογικότητα ἐπιτάσσει τήν εὔλογη σχέση μεταξύ τοῦ μέτρου καί τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ. Αὐτό πού ἀλλάζει σέ τοῦτο τό στάδιο εἶναι ἡ σταθερότητα τοῦ σκοποῦ. Ἐνῶ ἡ καταλληλότητα καί ἡ ἀναγκαιότητα ἀποτελοῦν μίαν τεχνική στάθμισης μέσων πρός ἕναν σταθερό -μή ἀμφισβητούμενο ἀπό τόν δικαστή- σκοπό, ἡ stricto sensu ἀναλογικότητα ἐλέγχει τόν ἴδιο τόν σκοπό τοῦ νομοθέτη ἤ τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς. «Μέ δίαυλο τόν ἔλεγχο τῆς ἀναλογικότητας», παρατηρεῖ ὁ Βουτσάκης, «ὁ δικαστής φθάνει ἔτσι μέχρι τήν δυνητική ἀμφισβήτηση τῶν κατ’ ἀρχήν ἀδέσμευτων δικαιοπολιτικῶν ἐπιλογῶν τοῦ νομοθέτη».<ref>Βουτσάκης, σελ. 218.</ref> Καί προσφυῶς συμπληρώνει: «Ἐξ οὗ καί ἡ σύμφυτη μέ τόν ἔλεγχο τῆς ἀναλογικότητας καταγγελία τῆς ὑποκατάστασης τοῦ νομοθέτη ἤ τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς ἀπό τόν δικαστή».<ref>Βουτσάκης, σελ. 225.</ref>

===Ἀναλογικότητα καί θεσμική ἐφαρμογή===
Ἡ καταγγελία τῶν θεωρητικῶν τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς καταλαμβάνει ἕνα δευτερεύον μά ὄχι καί ἔλασσον μέρος τοῦ ἔργου τους, τήν κριτική τῆς στάθμισης. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τους δομεῖται σέ ἕνα πλέγμα σημείων, βασισμένων στίς ἄρχες πού ἤδη ἔχουν σχολιαστεῖ, καί καταλήγει στό ἐρώτημα: Judex legibus solutus;<ref>Δημητρόπουλος, 2007α, 80.</ref> Γι’ αὐτούς, ἡ μεθοδολογία τῆς στάθμισης -οὐσιαστικά δύο ἐννόμων συμφερόντων- καλύπτεται ἀπό ἀσάφεια ἡ ὁποία «ἔγκειται, ἐκτός τῶν ἄλλων, στό ὅτι ὁποιοδήποτε συμφέρον εὔκολα μπορεῖ νά παρουσιαστεῖ ὡς "ὑψηλή καί εὐγενής ἀξία", ἐνισχυομένης κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σημαντικά καί τῆς εὐχέρειας τῆς δικαστικῆς κρίσης καί τῆς ἀβεβαιότητας τοῦ δικαίου. Ἡ στάθμιση κατηγορεῖται γιά ἔλλειψη ἀντικειμενικότητας».<ref>Δημητρόπουλος, 2007α, 79-80. Πρέπει ἐδῶ, βεβαίως, νά σημειωθεῖ ὅτι π.χ. στήν πολιτική δικονομία, ὑπό τό πρῖσμα τῶν ἀρχῶν τῆς διαθέσεως καί τῆς συζητήσεως (ΚπολΔ, ἄρθρο 106), ὁ φόβος τῆς παρουσίασης ὁποιουδήποτε συμφέροντος ὡς εὐγενοῦς ἀξίας εἶναι πάντα ὑπαρκτός, ἀλλά ἀποδεκτός ἀπό τήν ἔννομη τάξη. Ὁ Ράμμος ἐπισημαίνει ὅτι «αἱ πλεῖσται τῶν νεωτέρων νομοθεσιῶν υἱοθετοῦν μικτόν σύστημα, εἰς τό ὁποῖον εἶναι πολλάκις σαφής καί ἐμφανής ἡ τάσις τῆς ὁλονέν ἐπεκτάσεως τοῦ ἀνακριτικοῦ συστήματος» (Θ. Γ. Ράμμος, ''Ἐγχειρίδιον Ἀστικοῦ Δικονομικοῦ Δικαίου'', τ. Α’, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1978, σελ. 324-325), βλ. ὅμως καί Κ. Ν. Κλαμαρῆς/Ν. Σ. Κουσούλη/Σ. Σ. Πανταζόπουλο, ''Πολιτική Δικονομία'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2012, σελ. 386.</ref>

Ἡ πραγματική λειτουργία τῆς Δικαιοσύνης δέν ἐπιβεβαιώνει τά ἐπιχειρήματα τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Ἀντιθέτως, ἐπαληθεύεται ἡ ὑπόθεση ὅτι «σέ πολιτικά καί κοινωνικά ὁμαλές συνθῆκες, σέ περιόδους "κανονικότητας", καί ἀναφορικά μέ ζητήματα τρέχουσας διαχείρισης τά δικαστήρια ἐλέγχουν ἐντατικότερα τήν συμφωνία τοῦ νόμου μέ τό Σύνταγμα. Ἀντιθέτως, σέ συνθῆκες ἀσυνήθιστες ἤ ἐξαιρετικές, σέ περιόδους μεγάλων ἀλλαγῶν ἤ κρίσεων, ἄρα σέ συνθῆκες ἀβεβαιότητας, τά δικαστήρια εἶναι πιό ἐπιφυλακτικά καί ὑποβάλλουν σέ ἀσθενῆ ἤ ὁριακό μόνον ἔλεγχο συνταγματικότητας τόν νόμο, ἰδίως ὅταν αὐτός ἀποτελεῖ ἔκφραση μεγάλης πολιτικῆς».<ref>Ἀκρ. Καϊδατζῆς, [http://web.archive.org/web/20120111153505/http://www.constitutionalism.gr/html/ent/964/ent.1964.asp «“Μεγάλη πολιτική” καί ἀσθενής δικαστικός ἔλεγχος-Συνταγματικά ζητήματα καί ζητήματα συνταγματικότητας στό “Μνημόνιο”»], ''constitutionalism.gr'', 2011.</ref> Ἄλλωστε, στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη, τό τεκμήριο συνταγματικότητας τοῦ δηλωμένου σκοποῦ τοῦ νομοθέτη, στό ὁποῖο ἤδη ἔχουμε ἀναφερθεῖ, ταυτίζοντας κατ’ οὐσίαν τήν δράση τοῦ νομοθέτη σύμφωνα μέ τό κατά τήν γνώμη του δημόσιο συμφέρον μέ τήν τυπική ἐπίκληση τοῦ Συντάγματος, καί τῆς νομιμότητας, θέτει τό σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς, τό τόσο ἀπαραίτητο γιά τήν κόλουρη ἀναλογικότητα τῆς ἑλληνικῆς νομολογίας.<ref>Τό ΣτΕ δέν ἐφαρμόζει κατά πάγια νομολογία τήν ἀναλογικότητα stricto sensu, περιοριζόμενο στόν ἔλεγχο τῆς ἀναγκαιότητας. Ὡστόσο, κατά τήν Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, ''Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας στό ἐσωτερικό δημόσιο δίκαιο'', 1989, σελ. 47 ἑπ., ἡ ἔκφραση τῆς ἀπόφασης 2112/84 «οἱ περιορισμοί (...) νά συνάπτωνται πρός τόν ὑπό τοῦ νόμου ἐπιδιωκόμενον σκοπόν" ἀποτελεῖ ἀποτύπωση τῆς αρχῆς. Ὁ Βουτσάκης θεωρεῖ ἀνορθόδοξη τήν χρήση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας στήν ἐν λόγῳ ἀπόφαση, ἀλλά ὁ Μπέης (ὑποσημ. 53) πιστεύει ὅτι «ἡ ὁρολογία τοῦ ΣτΕ πάντως (συνάφεια μέσου καί σκοποῦ) ἔχει τό πλεονέκτημα, ὅτι εἶναι ἀνοικτή γιά νά δεχτεῖ τό Δικαστήριο σέ μελλοντική του ἀπόφαση τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ὑπό στενῇ ἐννοίᾳ».</ref> Ἡ πρακτική ἐξάρτηση τῆς δικαιοσύνης ἀπό τήν ἑκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία ἐπισφραγίζεται καί θεσμικά μέσῳ τῆς ἐπιλογῆς τῶν προεδρειῶν τῶν ἀνωτάτων δικαστηρίων.<ref>Σ 90. Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ 2001 δέν ἐπέφερε καμμία οὐσιώδη ἀλλαγή στό ἄρθρο. Βλ. Γ. Κ. Μαυριᾶ, ''Συνταγματικό Δίκαιο'', δ’ ἔκδ. ἐπαυξ., Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2005, σελ. 748 ἑπ.</ref>

Οἱ φόβοι τῶν θεωρητικῶν τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς γιά τήν πολιτική σκοπιμότητα τοῦ δικαστῆ φαίνονται ταυτοχρόνως βάσιμοι καί ἀβάσιμοι. Οἱ δικαστές ἀσκοῦν πράγματι πολιτική, ἀλλά πρός ὄφελος τῆς κοινοβουλευτικῆς πλειοψηφίας πού εἶναι τελικῶς ἐκείνη πού παράγει τό δίκαιο καί ἑρμηνεύει αύθεντικά τό νομικῶς ὀρθό.<ref>Ἡ ἄποψη τῶν Μάνεση καί Μανιτάκη ὅτι ὁ ἑρμηνευτής θά ἀνεύρει τήν πιό ὀρθή συνταγματικά λύση «προσπαθώντας νά ὑποτάξει -χωρίς βέβαια νά ἀποτάξεται- τίς ἰδεολογικοπολιτικές του άντιλήψεις στούς νομικούς, μεθοδολογικούς καί δεοντολογικούς κανόνες, ἄν θέλει νά εἶναι φερέγγυος καί ἀξιόπιστος, ὄχι μόνον ἐπιστημονικά ἀλλά καί πολιτικά» (Μάνεσης/Μανιτάκης, σελ. 98), ἐμφανίζεται ἀποδυναμωμένη ὑπό τό πρῖσμα τῆς σύγχρονης πραγματικότητας τῆς κυριάρχησης τῆς ''Realpolitik'' ἐπί τοῦ δικαίου.</ref>

==Γενικά συμπεράσματα==
===Σύντομη ἀποτίμηση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς===
Ἡ θεσμική ἐφαρμογή προσπάθησε νά εἶναι μία θεωρία ὑπέρ τῆς κοινωνίας. Πέρα ὅμως ἀπό τήν σχετικότητα τῆς προστασίας τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων, κρίνεται ἐδῶ σκόπιμο -καί ὡς μία συνολική ἀποτίμηση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς- νά παρατεθεῖ ἕνα ἐκτετεμένο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀρ. Μάνεση -ὅσον ἀφορᾶ τό ζήτημα τῆς πολιτικῆς ἄσκησης τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων- κατά τόν ὁποῖο τά προβλεπόμενα στό Σ 25 «δέν ἀρκοῦν γιά νά προσδώσουν νέο περιεχόμενο στίς ἀτομικές ἐλευθερίες καί νά τίς μεταβάλουν ἀπό ἀνταγωνιστικές ἐλευθερίες, δηλαδή ἐλευθερίες ἀπό τήν πολιτική κοινωνία, ἀσκούμενες γιά ἐπιδίωξη ἰδιωτικῶν συμφερόντων, σέ ἐλευθερίες ἐξυπηρετικές τοῦ "κοινοῦ συμφέροντος", πραγματοποιούμενες μέσα στήν πολιτική κοινωνία καί μέσῳ αὐτῆς.

Μία τέτοια ἀντίληψη θά ἦταν ἀβάσιμη, ἀλλά καί παραπλανητική. Οἱ σχετικές διατάξεις τοῦ ἄρθρου 25 Συντ. ἔχουν ἔκδηλο ἰδεολογικό χαρακτήρα: φαίνεται νά ἀγνοοῦν ὅτι ἡ κοινωνικοποίηση τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν προηγούμενη κοινωνικοποίηση τῶν συμφερόντων, ἡ ὁποία εἶναι, μέ τήν σειρά της, ἀδύνατη μέσα στά πλαίσια τῆς σημερινῆς ταξικά δομημένης κοινωνίας. Καί τό οὐσιαστικό ξεπέρασμα τῆς ἀντίθεσης μεταξύ κράτους (=πολιτικῆς κοινωνίας) καί (ἰδιωτικῆς) κοινωνίας, δέν πραγματοποιεῖται μέ τήν διατύπωση ὁρισμένων μεγαλόστομων διατάξεων τοῦ Συντάγματος –πού περιβάλλουν, σάν νά θέλουν νά ἐξωραΐσουν, τήν διάταξη τῆς παρ. 3 τοῦ ἄρθρου 25- ἀλλά προϋποθέτει, ἀναγκαία, ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό».<ref>Μάνεσης, 1979, 85-86. Οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ Μάνεση. Ἐδῶ τίθεται καί τό ζήτημα τοῦ κτητικοῦ ἀτομικισμοῦ: ὅσο ἡ δομή τοῦ κάθε δικαιώματος εἶναι ἡ θεωρητική ἀποτύπωση τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας, ὅσο «τό δικαίωμα τῶν ἀνθρώπων στήν ἐλευθερία δέν βασίζεται στήν σχέση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο ἀλλά μᾶλλον στόν χωρισμό ἀνθρώπου ἀπό ἄνθρωπο» (Marx1, σελ. 76), ἡ κοινωνικοποίηση τῶν συμφερόντων δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ καί ἡ ἐλευθερία τῶν ἄλλων θά εἶναι ὅριο ἀλλά ποτέ ὅρος τῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός καί ὅλων, πρβλ. καί Μάνεση, 1979, σελ. 64, καί Duverger, σελ. 155. Οὕτως ἤ ἄλλως, ἡ ἔννοια τοῦ ἀτόμου ἔχει ἐμποτίσει κάθε πτυχή του νομικοῦ βίου καί ἡ παραγνώριση αὐτοῦ τοῦ δεδομένου ὁδηγεῖ σέ ἀντιφάσεις, βλ. παραπάνω ὑποσημ. 82.</ref>

===Θετική ἐξέταση τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας===
Κάθε θετική θεωρία τοῦ δικαίου πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν δυναμική λειτουργία τοῦ γράμματος τοῦ νόμου ἐντός τῆς πραγματωμένης ἔννομης τάξης. Πρέπει, λοιπόν, ἀμέσως νά ἐξετάσουμε τίς ἔννοιες τῆς τριτενέργειας καί τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. γ’, τά συνταγματικά δικαιώματα ἰσχύουν καί στίς σχέσεις μεταξύ ἰδιωτῶν στίς ὁποῖες προσιδιάζουν. Τό ἐδάφιο αὐτό προκαλεῖ ἀπορία ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ «προσιδιάζειν». Ἡ ἰδιωτική ἐξουσίαση ὡς ''causa'' τῆς τριτενέργειας τῶν δικαιωμάτων μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀνεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ἐκκινώντας ἀπό ἕναν πολύ ἐμπειρικό ὁρισμό τῆς ἐξουσίας, ὅπως ὅτι «ἐξουσία ἀσκεῖται ὅταν ὁ Α βάζει τόν Β νά κάνει κάτι πού ὁ Β δέν θά ἔκανε ἀπό μόνος του»,<ref>Heywood, σελ. 32.</ref> ὁδηγούμαστε στό συμπέρασμα ὅτι πάρα πολλές κοινωνικές σχέσεις εἶναι πράξεις ἰδιωτικῆς ἐξουσίασης. Ὅμως, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, καταλήγουμε στήν φορμαλιστικά σχηματοποιημένη ταύτιση τοῦ ἀμυνομένου καί ἐξουσιαζομένου ἀφ’ ἑνός, καί ἐπιτιθέμενου καί ἐξουσιαστῆ ἀφ’ ἑτέρου. Καί ἄν ἡ ἄρνηση μιᾶς τέτοιας θέσης ἄγεται σέ ἀνακρίβειες,<ref>Βλ. Δημητρόπουλος, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 1), σελ. 222, ὅπου ὑποστηρίζεται ὅτι δέν ὑφίστανται νομικές συγκρούσεις στήν σύγχρονη ἔννομη τάξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, «στήν ὁποία ὁ συντακτικός νομοθέτης ρυθμίζει τά νομικά μορφώματα κατά τρόπο ἁρμονικό», ἐνῶ «ἀναγνωρίζεται μόνο ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου στό ἄτομό του (αὐτεξουσία, αὐτοπροσδιορισμός) ὄχι ὅμως καί ἡ ἐξουσία τοῦ ἀτόμου πάνω σέ ἄλλα ἄτομα», καί προστίθεται ἀκόμη ὅτι «ἡ ἐξουσία πάνω σέ πράγματα δέν ἐπιτρέπεται νά ὁδηγεῖ στήν κυριαρχία πάνω σέ ἄλλους ἀνθρώπους».</ref> ἡ ἀποδοχή της καταλήγει σέ μία παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας, ὅπου ὁ συγκεκριμένος φορέας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος περιορίζεται χάριν τῶν ὅποιων δικαιωμάτων τῶν τρίτων, φορέων ἴσως ἰδιωτικῆς ἐξουσίας.<ref>Βλ. Μάνεση, 1979, 53-54. Ἔτσι, δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ συνδικαλιστική δράση ὡς ἐξουσίαση τοῦ ἐργοδότη ἀπό τόν έργαζόμενο, «διότι ὁποιαδήποτε δύναμη κι ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι διαθέτει ἀπέναντι στούς ἐργοδότες, οὔτε τούς ἐκμεταλλεύεται οὔτε τούς ἐξουσιάζει».</ref>

Ἡ ὁμοιότητα (τό «προσιδιάζειν») σημαίνει ὅτι, στά πλαίσια μίας ἰδιωτικῆς σχέσης, τό ἕνα μέρος παρουσιάζει κοινά γνωρίσματα μέ τό κράτος καί τό ἄλλο μέρος ἔχει δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις πρός τό πρῶτο μέρος πού ἐμφανίζουν κοινά στοιχεῖα μέ ὅ,τι συνεπάγεται γιά ἕνα ἄτομο ἡ σύνδεση μέ ἕνα κράτος. Κατ’ ἐξοχήν ἀντίστοιχος μέ τό κράτος χῶρος εἶναι τό ἐργοστάσιο: μία κλειστή ἰδιόκτητη χώρα ἐντός τῆς ὁποίας ἕνας λαός ἐργατῶν τίθεται ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός ἡγεμόνα, δηλαδή τά διευθυντικά δικαιώματα τοῦ ἐργοδότη. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἐμπνευστής τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας Hans Carl Nipperdey<ref>Τό 1933, οἱ ἐθνικοσοσιαλιστές ἀπεκάθαραν τίς νομικές σχολές, δίδοντας ὤθηση σἐ μία νέα γενιά νομικῶν πού κράτησαν τίς θέσεις μέχρι καί τήν δεκαετία τοῦ ’60. «Ὁ Hans Carl Nipperdey, ὁ Ulrich Scheuner, ὁ Hans-Peter Ipsen, καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πού εἶχαν συμμετάσχει στήν διαμόρφωση τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ νομικοῦ συστήματος ἐπέστρεψαν στίς ἕδρες τους καί συνέχισαν νά κυριαρχοῦν στήν γερμανική νομική σκέψη τό ’50, ὅπως ἀκριβῶς τό εἶχαν πράξει στίς δεκαετίες τοῦ ’30 καί τοῦ ’40. Τά σχόλιά τους σέ νόμους συνέχισαν νά ἐμφανίζονται, σάν τίποτε νά μήν εἶχε συμβεῖ, σέ νέες ἐκδόσεις μέ τήν ἐπιμέλεια τῶν παλαιῶν συγγραφέων» (M. G. Specter, ''Habermas: An intellectual biography'', Cambridge Univeristy Press, Νέα Ὑόρκη, 2010, σελ. 47). Μετά τήν λήξη τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Nipperdey μεταπήδησε γρήγορα στόν Ordoliberalismus (γνωστό τό πόνημά του Soziale Marktwirtschaft und Grundgesetz, Heymann, Köln, 1961), τόν γερμανικό νεοφιλελευθερισμό, ἐπίσημο δόγμα τῆς Angela Merkel, βλ. λῆμμα Nipperdey, Hans Carl σέ Hasse et al.. Ἡ μεταστροφή δέν εἶναι ὅσο μεγάλη φαίνεται: ἀλήθεια, ὁ ναζιστικός ὁλοκληρωτισμός πού ἐπεδίωκε τήν συμφιλίωση τῶν τάξεων, δηλαδή τήν ἐπιβίωση τοῦ καπιταλισμοῦ, πόσο διαφέρει ὡς σχῆμα ἀπό τό –κατά τόν A. Rüstow- σύνθημα τοῦ Ordoliberalismus: «Ἐλεύθερη Οἰκονομία-Ἰσχυρό Κράτος» (C. Friedrich, «[https://doi.org/10.2307/1951819 The Political Thought of Neo-Liberalism]», ''American Political Science Review'' 49(2), 1955, σελ. 509-525: 512).</ref> ἦταν ἕνας ἀπό τούς διαμορφωτές τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ δικαίου στήν Γερμανία καί σχολιαστής τοῦ περίφημου Νόμου γιά τήν Ὀργάνωση τῆς Ἐθνικῆς Ἐργασίας τοῦ 1934 (''Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit'').<ref>Alfred Hueck/Hans Karl Nipperdey/Rolf Dietz, ''Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit, Kommentar'', Μόναχο καί Βερολίνο, 1934. Ὁ νόμος αὐτός κατήργησε τά συνδικάτα καί καθόρισε τούς χώρους ἐργασίας ὡς ἐργοστασιακές κοινότητες (''Betriebsgemeinschaft''), διευθυνόμενες ἀπό τόν ἔργοδότη ὡς ἀρχηγό (''Führer''). Ὁ ἀρχηγός περιβαλλόταν ἀπό ἕνα συμβουλευτικό σῶμα (''Vertrauensrat''), ἐκλεγμένο ἀπό τούς ἐργαζομένους καί ἀποδεκτό ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, μέ ἔργο του τήν αὔξηση τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ἐντός τῆς ἐργοστασιακῆς κοινότητας. Οἱ ἐργαζόμενοι ὄφειλαν πίστη καί ὑποταγή στόν ἀρχηγό καί ἐκεῖνος ὄφειλε νά φροντίζει γιά τήν εὐζωΐα τους (''Fürsorgepflicht''). Βλ. David Welch, «[https://doi.org/10.1177/002200940404212 Nazi Propaganda and the ''Volksgemeinschaft'': Constructing a People’s Community]», ''Journal of Contemporary History'' 39(2), 2004, σελ. 213-238: 220 ἑπ. καί Mat. Finkin, «[https://ssrn.com/abstract=503451 Menschenbild: The Conception of the Employee as a Person in Western Law]», ''Comparative Labor Law & Policy Journal'' 23(4), σελ. 577-638: 621 καί τήν ἐκεῖ παρατιθέμενη βιβλιογραφία.</ref> Ἡ γενική ποιοτική ἀντιστοιχία κράτους-ἐργοστασίου μπορεῖ νά ἐξειδικευτεῖ καί στήν σύνδεση συγκεκριμένης κρατικῆς ὑπηρεσίας μέ μία ἀντίστοιχη ἰδιωτική. Ἔτσι, π.χ. κανόνες πού ἀφοροῦν τήν παροχή ὑπηρεσιῶν σέ ἕνα κρατικό νοσοκομεῖο μποροῦν νά ἰσχύσουν καί γιά μία ἰδιωτική κλινική.

Ἄς περάσουμε στό θέμα τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. δ’, ἡ ἀναλογικότητα ἀναφέρεται στόν περιορισμό τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἀπό τήν κρατική ἐξουσία. Χρήσιμη μεθοδολογικά εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Ε. Μπέη περί διάκρισης μεταξύ διμεροῦς καί τριμεροῦς ἀναλογικότητας. Διμερής ἀναλογικότητα ὑφίσταται στίς σχέσεις κράτους καί ἰδιώτη, δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ συμφέροντος. Ἀντίθετα, ἡ τριμερής ἀναλογικότητα προϋποθέτει «δύο ἰδιῶτες, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας ἀσκεῖ τό ἀτομικό του δικαίωμα εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, καί ἕνα φορέα δημόσιας ἐξουσίας. Παράλληλα, στό παραπάνω σχῆμα προσώπων ἀντιστοιχεῖ τό ἀκόλουθο σχῆμα ἔννομων σχέσεων: Ἀξίωση τοῦ Α ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά μήν ἐπέμβει στό ἀτομικό του δικαίωμα, ἀξίωση τοῦ Β ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά προστατεύσει τό θιγόμενο ἀτομικό του δικαίωμα ἀπό τήν δράση τοῦ Α καί ὑποχρέωση τοῦ δημοσίου νά ὁριοθετήσει τά συγκρουόμενα ἀτομικά δικαιώματα».<ref>Μπέης, κεφ. 4.2.</ref> Ἡ ἄποψη αὐτή ἐξηγεῖ ἐπαρκῶς τήν λειτουργία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων,<ref>Ὁ Μπέης, στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου του, ἀναφέρει τό ἐξῆς παράδειγμα: «Προκειμένου ἡ Νομαρχία Α νά ἐκδώσει ἄδεια λειτουργίας σέ ἕνα πλυντήριο αὐτοκινήτων πού στεγάζεται σέ πολυκατοικία, προβαίνει σέ ἠχομέτρηση τοῦ προκαλούμενου θορύβου, γιά νά διαπιστώσει ἄν ἡ ἔνταση τοῦ θορύβου ξεπερνᾶ τά κατά τό ἄρθρο 19 περίπτωση α) Π.Δ. 455/1976 προβλεπόμενα ὅρια τῶν 70 dB. Ἡ ἔκδοση συνοδεύεται ὑπό τόν ὅρο τῆς τοποθέτησης ἠχοπετάσματος στήν εἴσοδο τοῦ πλυντηρίου καί ἐπιφέρει τίς διαμαρτυρίες τῶν γειτόνων πού φοβοῦνται ὑπέρμετρη ἐπιβάρυνση τοῦ δικαιώματός τους γιά σωματική καί ψυχική ἀκεραιότητα κατά τό ἄρθρο 7 § 1 Σ ἀπό τήν "νόμιμη" ἠχορύπανση. Ἀντίθετα, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πλυντηρίου θεωρεῖ ὅτι ὁ ὅρος τῆς τοποθέτησης ἠχοπετάσματος περιορίζει ὑπέρμετρα τήν ἄσκηση τῆς σχεδιαζόμενης ἐπαγγελματικῆς του δραστηριότητας, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 22 § 1 Σ».</ref> ἐν τούτοις μόνον ὅσο αὐτά ἀφοροῦν τήν ἐλεύθερη ἰδιωτική δράση σχετικά ἴσων ἀτόμων, δηλαδή δέν λαμβάνουν ταξική καί πολιτική χροιά. Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ἀπολιτική ἄσκηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων δέν θίγεται, συνήθως, ἀπό τήν κρατική ἐξουσία -καί μάλιστα οὔτε ἀπό τά δικτατορικά καθεστῶτα»,<ref>Γ. Κασιμάτης, ''Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, α’'', Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1980, σελ. 161.</ref> ἀλλά, σέ κάθε περίπτωση, τό περιεχόμενο τῶν ἀπολίτικων ἀτομικῶν δικαιωμάτων ρυθμίζεται ἀπό συγκεκριμένους νόμους, ἰσχύοντες καί δίχως τήν διακήρυξη δικαιωμάτων, ἐπειδή τό κράτος ὤφελεῖται ἀπό τήν ἐξομάλυνση τῶν μικροεντάσεων μεταξύ τῶν πολιτῶν, ἰδεολογικά ἐπιβεβαιουμένου κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τοῦ ρόλου του ὡς φύλακα τοῦ κοινωνικοῦ συμβολαίου.

Τί συμβαίνει ὅμως ὅταν πρόκειται γιά τήν πολιτική ἄσκηση ἀτομικῶν δικαιωμάτων ἤ γιά τά λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα; Ἡ ἐμπειρία δεικνύει ὅτι ἡ νομική προστασία αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων εἶναι ἀνύπαρκτη ἤ, πάντως, ὑπό αἵρεση. Τά κοινωνικά δικαιώματα (ὑπό τήν μορφή κρατικῶν παροχῶν) κατοχυρώνονται μέν στό Σύνταγμα, ἀλλά δέν θεμελιώνουν ἀγώγιμη ἀξίωση γιά τήν ἀπόλαυσή τους, «μία ἰδιορρυθμία πού καθιστᾶ ἀμφίβολη, μερικές φορές, τήν ἰδιότητά τους ὡς κατά κυριολεξία δικαιωμάτων»,<ref>Μάνεσης, 1979, σελ. 22.</ref> ἐνῶ ἕνα τυπικό δικαίωμα τοῦ κλασσικοῦ καταλόγου, τό δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι, ἀσκούμενο ἐξυπηρετώντας πολιτικούς σκοπούς (π.χ. ἀντίθεση στήν κυβέρνηση) σχεδόν πλήρως ἀπεμπολεῖται -ἰδίως κατά τό διάστημα τῶν τελευταίων τριῶν ἐτῶν- μέσῳ τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀστυνομικῆς καί παρακρατικῆς βίας. Τό ἀναγκαῖο συμπέρασμα πού προκύπτει εἶναι ὅτι, ἐνῶ τό οὐδέτερο ἀμυντικό δικαίωμα ἔναντι τοῦ κράτους προσλαμβάνει νομική μορφή, τά κοινωνικά καί πολιτικοποιημένα δικαιώματα ἐπαφίενται στήν διακριτική εὐχέρεια τῆς πολιτικῆς ρύθμισης, διά νά πληρωθεῖ τό ρηθέν ὑπό τοῦ Μάνεση: «Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ πρακτική ἀξία τῆς κατοχύρωσης ἑνός ἀτομικοῦ δικαιώματος δέν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπό τήν συνταγματική ἐξαγγελία του, ὅσο ἀπό τήν νομοθετική καί διοικητική ρύθμισή του».<ref>Μάνεσης, 1979, σελ. 71.</ref> Αὐτό σημαίνει, γιά ἐπιστρέψουμε στό σχῆμα τοῦ Μπέη, ὅτι ἡ ἀξίωση τοῦ Α γιά ἀποχή συνιστᾶ σταθερό στοιχεῖο τῆς ἔννομης τάξης, ἐνῶ ἡ ἀξίωση τοῦ Β γιά προστασία ἐξαρτᾶται ἀπό τίς κοινωνικοπολιτικές ἀλλαγές. Ἔτσι, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἀποδεικνύεται ὡς ἔχουσα κατά βάσιν συντηρητικό περιεχόμενο, διότι μπορεῖ ἐν τέλει νά λειτουργήσει ἁρμονικά μέ τήν προαναφερθεῖσα παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας.<ref>Ἡ σκέψη αὐτή ἴσως γίνει πιό κατανοητή μέ ἕνα παράδειγμα. Ἔστω ὅτι μέσῳ ἐκλογῶν ἀποκτᾶ τήν κοινοβουλευτική πλειοψηφία ἕνα κομμουνιστικό κόμμα, τό ὁποῖο, ἀπό τήν ἑπόμενη κιόλας ἡμέρα, ἀρχίζει νά κρατικοποιεῖ τίς μεγάλες ἐπιχειρήσεις πρός ὄφελος τοῦ λαοῦ, ἀλλά παρ’ ὅλ’ αὐτά κινεῖται στά πλαίσια τῆς νομιμότητας γιά νά μήν ταραχτεῖ ὁ σύγχρονος ἀταβιστικός ἀντικομμουνισμός. Στά πλαίσια τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας, τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας δέν μπορεῖ νά θιγεῖ ὑπέρμετρα κι ἔτσι τό αἴτημα τοῦ μεγαλοεπιχειρηματία γιά ἀποχή τοῦ κράτους ἀπό τίς οἰκονομικές του δραστηριότητες θά προστατευθεῖ. Καί ἄκόμη κι ἄν τό κυβερνῶν κόμμα ἐπικαλεστεῖ τό Σ 106 § 2, καί κηρύξει τόν μεγαλοεπιχειρηματία βλαβερό γιά τήν ἐθνική οἰκονομία, ἡ ὁποία συντονίζεται ἀπό τήν κυβέρνηση (Σ106 § 1), καί πάλι εἶναι μᾶλλον ἀπίθανο νά ἀπαλλοτριωθεῖ τό σύνολο τῆς ἰδιοκτησίας του χωρίς ἀποζημίωση.</ref>


==Ἐπίλογος==
==Ἐπίλογος==
Ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς προσπαθεῖ τελικῶς νά συνδυάσει τήν παλαιά ἐμπιστοσύνη τοῦ νομικοῦ θετικισμοῦ στό συλλογικό νομοθετικό ὄργανο, τήν Βουλή, μέ τήν ἱστορική περίοδο τῆς ἀνοδου τοῦ κράτους πρόνοιας καί τήν συνακόλουθη βελτίωση τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου μεγάλου μέρους τοῦ πληθυσμοῦ, δίχως νά ἀναγνωρίσει τήν τελευταία ὡς ἀπόρροια συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικοῦ συσχετισμοῦ δύναμης πού ὑπό τήν πίεση τῆς γενικευμένης καπιταλιστικῆς κρίσης καταρρέει ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δημιουργοῦν ἕνα θεωρητικό ἀμάλγαμα συχνά ἑλκυστικό λόγῳ τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἰδεωδῶν πού προβάλλει ἀλλά καί πολλές φορές βαθιά ἀντιφατικό, καθῶς ἐπιχειρεῖ νά συμπλέξει στοιχεῖα ἀπό διαφορετικές ἔννομες τάξεις καί πολιτικές φιλοσοφίες.<ref>Ἐνδεικτικά, μποροῦμε νά ἀπαριθμήσουμε: τόν ἄρρητο φιλελευθερισμό, τόν κοινωνι(στι)κό ἀνθρωπισμό, τόν ὑλιστικό μονισμό, τήν καντιανή διδασκαλία, τόν νομικό θετικισμό, τό φυσικό δίκαιο, μαζί μέ ἐπίσης ἄρρητα στοιχεῖα μαρξισμοῦ καί ἐθνικοσοσιαλισμοῦ.</ref> Οἱ προοδευτικές καί δημοκρατικές πολιτικές ἀντιλήψεις τῶν θεωρητικῶν αὐτῶν δέν ἀμφισβητοῦνται, ἀλλά ἡ σύγχυση τοῦ ὄντος καί τοῦ δέοντος ἀπολήγουν τελικῶς σέ ἀποτελέσματα πού οἱ ἴδιοι οὔτε θά μποροῦσαν νά ὑποθέσουν.
Ἆραγε ἡ προηγηθεῖσα ἐπιχειρηματολογία ἀποκαλύπτει τήν κρυφή γοητεία ἑνός ἐπαναστάτη Ρώλς; Σέ καμμία περίπτωση. Αὐτό πού θέλησα νά δείξω εἶναι ἀφ’ ἑνός ὅτι ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης ἀναφέρεται σέ μία μελλοντική «ρεαλιστική οὐτοπία»<ref>Βλ. Rawls (2000a), passim. Θεωρῶ δηλαδή ὅτι χρειάζεται μία ἔντονη ἀσυνέχεια μεταξύ τῆς σημερινῆς μας κατάστασης καί τῆς μελλοντικῆς εὐταξίας. Ἡ κριτική πού ζητᾶ τήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων μόνο μέσῳ τοῦ διαλόγου καί στά πλαίσια τῶν ἰσχυόντων θεσμῶν στήν πραγματικότητα ἀναιροῦν τήν ρωλσιανή σκέψη, θεωρώντας ὅτι ἡ κοινωνία μας εἶναι κατά βάσιν δίκαιη, καί χρειάζεται ἁπλῶς νά ἐκσυγχρονιστεῖ περισσότερο στά σημεῖα. Ὅμως ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία, κατά τόν Ρώλς , κάθε ἄλλο παρά εὔτακτη εἶναι. Μέ ἄλλα λόγια, ἤ ἔχουμε προβληματική δομή ἤ ἔχουμε προβληματικό «ἐποικοδόμημα». Ὁ Ρώλς φαίνεται νά συμφωνεῖ μέ τήν πρώτη ἐκδοχή. Βλ. ἐνδεικτικά καί Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 428-429, ὅπου δικαιολογεῖ τήν ἐπαναστατική δράση, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἀντιμάχεται ἄδικα καί διεφθαρμένα καθεστῶτα (σελ. 423).</ref> καί ἄρα ἀδυνατεῖ νά χρησιμεύσει ὡς νομικό ἐργαλεῖο στόν σημερινό δικαστή, καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι μία καντιανή ἀνάγνωση τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου εἶναι καταδικασμένη νά ἐθελοτυφλεῖ ἔναντι τῶν ὑπορρήτως ἀλλά οὐσιωδῶς διαλεκτικῶν βάσεών του. Ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἕνα πολιτικό ὅραμα, τίποτε λιγότερο, ἀλλά καί τίποτε περισσότερο.


Οἱ ἀντιφάσεις λύνονται στό πεδίο τῆς πραγματικότητας καί χρέος τῆς ἐπιστήμης δέν εἶναι οὔτε νά τίς κρύβει κάτω ἀπό τό χαλί, οὔτε νά τίς ἐπιλύει μέ ἰδεαλιστικές κατασκευές, ἀλλά νά τίς παρουσιάζει σέ ὅλη τήν λιτή τους αἰχμηρότητα.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τό ἔργο τοῦ Ρώλς παραμένει μία δεξαμενή ἄντλησης ἰδεῶν καί ἐπιχειρημάτων ἰσχυρῶν – ἀκόμη καί μέ ἀμφισβητήσιμα τά θεμέλιά τους.<ref>Κάτι πού τό δέχεται καί ὁ ἴδιος ὡς θεμιτή πιθανότητα, βλ. Ρώλς, ''ὅπ.π.'' (ὑποσημ. 2), σελ. 41.</ref> Ἴσως ὅμως τελικῶς ἡ πιό πυκνή κριτική τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου νά ξεκινᾶ ἀπό τήν πρακτική-πολιτική καί ὄχι τήν νομική-θεωρητική ἀνάλυση: «Ὁ πραγματικός κόσμος εἶναι ὁ κόσμος τῆς ταξικῆς διαίρεσης καί ταξικῆς σύγκρουσης. Ἕνα λογικό ἐπιχείρημα δέν εἶναι ἀρκετό γιά νά πείσει μία ἐπιχείρηση πού κερδίζει δισεκατομμύρια».<ref>Χ. Ζίν, ''Διακηρύξεις Ἀνεξαρτησίας'', Ἐξάρχεια, Ἀθήνα, 2009, σελ. 203.</ref>


== Υποσημειώσεις ==
== Υποσημειώσεις ==

Latest revision as of 17:42, 24 July 2023

Πρόλογος

Σέ μία πραγματικότητα κοινωνικῶν ανταγωνισμῶν, οἱ συγκρούσεις ἀνάμεσα στά ἐπί μέρους συμφέροντα μεταφράζονται σέ νομικές συγκρούσεις. Ἀρκετές θεωρίες ἔχουν προταθεῖ γιά τήν ἀποτελεσματικότερη ἐπίλυση τῶν διαφορῶν, μέ πιό ἰδιάζουσα ἐκείνη τῆς θεσμικῆς εφαρμογῆς. Στήν πορεία της εργασίας θά ἐξεταστοῦν οἱ θεμελιώδεις παραδοχές τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς εφαρμογῆς καί θά γενεαλογηθεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, ὥστε νά ἐξαχθοῦν τά κατάλληλα συμπεράσματα καί νά διαγνωστοῦν οἱ περαιτέρω θεωρητικές καί πρακτικές δυνατότητες, στά ὅρια συχνά μεταξύ Συνταγματικοῦ Δικαίου καί Φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου.

Ἄς ξεκινήσουμε μέ τόν δογματικό ὁρισμό. «Σύγκρουση δικαιωμάτων ὑπό νομική ἔννοια εἶναι ἡ ταυτόχρονη ἀναγνώριση καί νόμιμη ἄσκηση τῶν δικαιωμάτων περισσότερων φορέων κατά τρόπο ὥστε ἡ νόμιμη ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἑνός νά περιορίζει τήν ἐπίσης νόμιμη ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἄλλου».[1] Χαρακτηριστικό τῆς νομικῆς σύγκρουσης εἶναι ἡ νόμιμη ἄσκηση τῶν δικαιωμάτων ἀπό τούς συγκρουομένους φορεῖς. Ἡ σύγκρουση δικαιωμάτων προϋποθέτει τήν, κατά τό δυνατόν, πληρέστερη καί πιό λυσιτελῆ ἐνσωμάτωση ἀνταγωνιστικῶν κοινωνικῶν δυνάμεων σέ ὁρισμένο πολιτικό καθεστώς, δηλαδή -σέ περισσότερο νομική ὁρολογία- τήν δικαιϊκή ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος παροχῆς δικαστικῆς προστασίας σέ ἀντιτιθέμενα πρόσωπα (φυσικά ἤ νομικά) ἐντός ὁρισμένης ἔννομης τάξης. Τῆς ὡς ἄνω νομικῆς κατάστασης ἔχει προηγηθεῖ, βεβαίως, ἡ ἀποδοχή τῆς γενικότερης σκόπιμης δράσης ἀτόμων ἤ ὁμάδων ἀπό τό δίκαιο, δηλαδή ἡ ἀναγωγή τῶν σκοπῶν τῶν προσώπων σέ ἔννομα συμφέροντα. Ποιά εἶναι ὅμως τά αἴτια μίας τέτοιας συμπεριφορᾶς τοῦ δικαίου; Μέ ἄλλα λόγια, γιατί τό κράτος, παραγωγός τοῦ δικαίου, προχωρᾶ στήν ὑλοποίηση τακτικῶν ἐνσωμάτωσης;

Ἱστορικά προλεγόμενα

Γένεση τῶν ἐλευθεριῶν

Ὁ Φ. Μπρωντέλ ἔγραφε: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἔχουμε μία γενική ἐποπτεία τοῦ συνόλου τῶν γνώσεών μας γιά τήν εὐρωπαϊκή ἱστορία, ἀπό τόν 5ον αἰώνα ὥς τήν σημερινή ἐποχή ἤ, καλύτερα, ὥς τόν 18ο αἰώνα, καί ὅτι μποροῦμε νά ἐγγράψουμε ὅλον αὐτόν τόν ὄγκο τῶν γνώσεων σέ μία ἠλεκτρονική μνήμη (ἄς ποῦμε ὅτι εἶναι δυνατή μιά τέτοια ἐγγραφή), καί ὅτι τέλος ἔχουμε τήν περιέργεια νά ρωτήσουμε τήν πολυτάλαντη αὐτή μνήμη ποιό εἶναι τό πρόβλημα πού ἐμφανίζεται πιό συχνά καί στόν χρόνο ἀλλά καί στόν χῶρο ὅπου διαδραματίζεται ἡ ἀτέλειωτη αὐτή ἱστορία. Ἔ λοιπόν, πρῶτο θά προβάλει, εἶναι βέβαιο, τό πρόβλημα τῆς ἤ καλύτερα τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐλευθεριῶν. Ἡ λέξη ἐλευθερία εἶναι ἡ λέξη κλειδί».[2]

Οἱ μεσαιωνικές ἐλευθερίες (libertates) εἶναι κατ’ οὐσίαν συλλογικά προνόμια, θεσμική ἔκφραση τῶν φυγόκεντρων ἀνταγωνιστικῶν κοινωνικοϊστορικῶν δυνάμεων πού ἀπελευθερώθηκαν μέ τήν πτώση τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί, κυρίως, μέ τήν παρακμή τῆς καρολλίγειας ἐπανίδρυσής της. Βασικός φορέας, βεβαίως, τῶν ἐλευθεριῶν εἶναι οἱ μεσαιωνικές πόλεις, πού ἀγωνίζονται διαρκῶς ἐναντίον τῆς συνδυασμένης ἐξουσίας τοῦ Πάπα, τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορα καί τῶν φεουδαρχῶν: Stadtluft macht frei (ὁ ἀέρας τῆς πόλης ἀπελευθερώνει), μᾶς πληροφορεῖ παραστατικά ἡ γνωστή ρήση. Ἀπό τόν 11ο αἰώνα, ὁ φεουδαλισμός διέρχεται δομική κρίση. «Μέχρι τόν 14ο αἰώνα, ἡ δουλοπαροικία ἄρχισε νά ἐξαφανίζεται ἀπό τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ ἀναδυόμενος ἐλεύθερος γεωργός καί ὁ μικροϊδιοκτήτης ἔγιναν τό ἀγροτικό ἀντίστοιχο τοῦ ἀρχιμάστορα τῆς πόλης».[3] «Ἐάν ἡ Εὐρώπη συνέχιζε στόν δρόμο πού πορευόταν, εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε ὅτι τά πρότυπα τῆς μεσαιωνικῆς φεουδαλικῆς Εὐρώπης μέ τό αὐστηρά ἱεραρχικό σύστημα τῶν "τάξεων" ἦταν δυνατό νά ἀνασυγκροτηθοῦν. Πολύ πιθανότερο νά εἶχε ἐξελιχθεῖ ἡ Εὐρωπαϊκή φεουδαλική κοινωνική δομή πρός ἕνα σύστημα σχετικά ἰσοδύναμων μικρῶν παραγωγῶν, πού θά ἰσοπέδωναν περισσότερο τήν ἀριστοκρατία καί θά ἀποκέντρωναν περισσότερο τίς πολιτικές δομές».[4] Τό ἀληθινό περιεχόμενο τῆς νεώτερης ἔννοιας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἐντοπίζεται ἀκριβῶς σέ τοῦτα τά ἀνεξάρτητα φυσικά πρόσωπα καί τούς θεσμούς τους.

Οἱ ἄρχουσες τάξεις αἰσθάνθηκαν τό ἔδαφος νά ὑποχωρεῖ κάτω ἀπό τά πόδια τους. Ἡ μακροπρόθεσμη στρατηγική τους στηριζόταν στό δόγμα τῆς εὐταξίας. Τά πλούσια ἀστικά στρώματα συνασπίζονται μέ τούς φεουδάρχες-ἐμπόρους καί τούς μεγαλοχωρικούς καί στηρίζουν μία νέα πολιτική δομή, τό νεωτερικό κράτος, πού προέκυψε σταδιακά σέ ἐκεῖνον τόν μακρύ 16ο αἰῶνα καί ἀποτέλεσε θεμελιακή ὀργανωτική μονάδα τῆς καπιταλιστικῆς κοσμοοικονομίας. Πρῶτο ἐγχείρημα τοῦ κράτους εἶναι ὄχι μόνο ἡ καταστολή τῶν ὅλο καί πιό συχνῶν ἀγροτικῶν καί ἀστικῶν ἐξεγέρσεων, καί ἡ διάλυση τῆς ἀστικῆς κομμούνας.[5] Τό ζήτημα τότε ἦταν νά ἐξασφαλιστεῖ ὁ ἐγωϊστικός ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν ἀνεξάρτητων καπιταλιστῶν πού τότε ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους.

Ἀκμή καί πτῶση τῆς φιλελεύθερης συναίνεσης

Ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση -ὁρόσημο τῆς μεταβάσης τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος στήν πιό συνειδητοποιημένη φάση του- εἶχε δύο ὄψεις. Ἀφ’ ἑνός, ἦταν μία πολιτική ἐπανάσταση[6] πού ἦλθε νά ἐμπεδώσει τήν διάλυση τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, καί τόν νομικό διαχωρισμό τῆς πολιτικῆς κοινωνίας τῶν ἀλληλεπικαλυπτόμενων προνομίων στίς ἀφηρημένες κατηγορίες τοῦ πολιτικοῦ κράτος καί τῆς κοινωνίας τῶν ἰδιωτῶν. «[...] μόνο στήν ἐμπορευματική οἰκονομία γεννιέται ἡ ἀφηρημένη νομική μορφή, μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἱκανότητα κατοχῆς δικαιωμάτων χωρίζεται ἀπό τίς συγκεκριμένες νομικές ἀξιώσεις. Μόνο ἡ ἀδιάκοπη μεταβίβαση δικαιωμάτων πού πραγματοποιεῖται στήν ἀγορά δημιουργεῖ τήν ἰδέα ἑνός ἀμετάβλητου φορέα δικαιωμάτων».[7] «Ἡ προστασία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας καί ἰδιοκτησίας ἦταν λοιπόν πρωταρχικό αἴτημα τῶν ἀστῶν. Ἐπρόκειτο οὐσιαστικά γιά τήν ἐλευθερία τῆς ἰδιοκτησίας πού ἀπέληξε στήν ἰδιοκτησία τῆς ἐλευθερίας...».[8] Ἡ πολιτική ἐπανάσταση «θεωρεῖ τήν ἀστική κοινωνία, τόν κόσμο τῆς ἀνάγκης, τῆς ἐργασίας, τοῦ ἰδωτικοῦ συμφέροντος καί τοῦ ἀστικοῦ δικαίου ὡς βάση τῆς ὕπαρξής της, ὡς ἀπώτατη προϋπόθεσή της καί συνεπῶς ὡς φυσική της βάση».[9] Τό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ καπιταλιστικοῦ ἀνταγωνισμοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων -τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν- τῆς Διακήρυξης τοῦ 1789.

Ἀφ’ ἑτέρου, ἀπελευθέρωσε μία νέα κοσμοσυστημική δυναμική. Πρίν τό 1789, κυρίαρχη κοσμοθεωρία τῆς νεωτερικότητας ἦταν ἡ κανονικότητα τῆς πολιτικῆς σταθερότητας, ἐνῶ ἡ πολιτική σκέψη περιστρεφόταν, κατά βάσιν, γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ κυρίαρχου Βασιλέως.[10] Μετά τό 1789, ἡ κοσμοσυστημική γεωκουλτούρα ἀνέκρουσε πρύμναν ἀκριβῶς ὅσον ἀφορᾶ τίς δύο προαναφερθεῖσες κατευθύνσεις. Πρῶτον, ἡ πολιτική ἀλλαγή θεσμίστηκε ὡς φαινόμενο κανονικό, φυσιολογικό, κατ’ ἐπέκτασιν δέ ἐπιθυμητό. Δεύτερον, ἡ ἔννοια τῆς κυριαρχίας ἀναπροσανατολίστηκε ἀπό τόν μονάρχη -ἤ τό νομοθετικό σῶμα- στόν λαό. Ἐπακόλουθο τῆς νέας κατάστασης ἦταν ἡ ἐμφάνιση τῶν ἰδεολογιῶν. «Τό ζήτημα τώρα ἦταν: τί κάνουμε μέ τήν "κανονικότητα" τῆς ἀλλαγῆς στόν πολιτικό στίβο, ἀφοῦ αὐτοί πού ἔχουν ἐξουσία εἶναι πάντοτε ἀπρόθυμοι νά τήν παραχωρήσουν. Οἱ ἀντίπαλες ἀπόψεις γιά τό πῶς θά χειριζόμασταν τήν "κανονικότητα" τῆς ἀλλαγῆς ἐντοπίζονται σ’ αὐτές πού ὀνομάσαμε "ἰδεολογίες" τοῦ νεωτερικοῦ κόσμου».[11]

Οἱ δομές τοῦ νεωτερικοῦ κράτους, προσφέρονταν ὡς «μοχλοί πολιτικῆς διευθέτησης». Ἔτσι, «δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἔλεγχος τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἡ κατάκτηση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἄν ἦταν ἀπαραίτητο, ἦταν ὁ κύριος στρατηγικός στόχος ὅλων τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς πολιτικῆς σκηνῆς, σέ ὅλη τήν ἱστορική ἐμπειρία τοῦ σύγχρονου καπιταλισμοῦ».[12]

Ἕξι δεκαετίες μετά τήν ἔκρηξη τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, τό 1848, μία σειρά κοινωνικῶν καί ἐθνικῶν ἐξεγέρσεων συντάραξαν ἐκ νέου τόν εὐρωπαϊκό χῶρο. Τά κατώτερα κοινωνικά στρώματα δέν ἤθελαν νά ζοῦν, ἐνῶ οἱ ἄρχουσες τάξεις δέν μποροῦσαν νά ζήσουν, ὅπως παλιά.[13] Στό διάστημα 1848-1914 θεμελιώνεται ἡ λεγόμενη «Φιλελεύθερη Συναίνεση», ἡ κατίσχυση δηλαδή στίς χῶρες τοῦ κοσμοσυστημικοῦ πυρῆνα ἑνός φιλελεύθερου προγράμματος -ὄχι πάντα ἐφαρμοσμένο ἀπό τούς ἐμπνευστές του-, βασιζόμενου σέ «τρεῖς κύριους ἄξονες: τήν βαθμιαία ἐπέκταση τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώματος καί συνάμα -ἕνα ἀναπόσπαστο καί οὐσιαστικό της στοιχεῖο- τήν ἐπέκταση τῆς πρόσβασης στήν ἐκπαίδευση. Δεύτερο, τήν ἐπέκταση τοῦ ρόλου τοῦ κράτους στήν προστασία τῶν πολιτῶν ἀπό ἀτυχήματα στούς χώρους ἐργασίας, τήν ἐπέκταση τῶν ὑπηρεσιῶν ὑγείας καί τῆς πρόσβασης σ’ αὐτές, καί τέλος τόν μετριασμό τῶν διακυμάνσεων τοῦ εἰσοδήματος πού περιλάμβανε ὁ κύκλος τῆς ζωῆς. Τρίτο, τήν σφυρηλάτηση, καί πάλι ἀπό τό κράτος, τοῦ "ἔθνους". Ἄν κοιτάξουμε προσεκτικά, βλέπουμε πώς αὐτά τά τρία στοιχεῖα δέν εἶναι παρά ἕνας τρόπος γιά νά μεταφραστεῖ σέ δημόσια πολιτική τό σύνθημα "ἐλευθερία, ἰσότητα, ἀδελφοσύνη"».[14] Ὡστόσο, ἡ διεύρυνση τῶν ὁρίων τοῦ κοσμοσυστήματος ὁδήγησε στήν ἀνάδυση νέων «ἐπικίνδυνων» -καί συνεπῶς ἐξημερωτέων- τάξεων, αὐτήν τήν φορά στίς περιφερειακές καί ἡμιπεριφερειακές κοσμοσυστημικές ζῶνες. Μετά τό πέρας τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἡ οὐϊλσώνεια ἀρχή τῆς αὐτοδιάθεσης τῶν ἐθνῶν καί τῆς ἐθνικῆς ἀνάπτυξης ἦταν τό παγκόσμιο ἀνάλογο τῆς καθολικῆς ψηφοφορίας καί τοῦ κράτους πρόνοιας σέ ἐθνικό ἐπίπεδο.

Πρέπει νά παρατηρηθεῖ ὅτι σέ ὅλη τήν χρονική ἔκταση τῆς Φιλελεύθερης Συναίνεσης, οἱ δύο θεωρητικῶς ἰδεολογικοί ἀντίπαλοι τοῦ φιλελευθερισμοῦ -ὁ σοσιαλισμός καί ὁ συντηρητισμός- εἶχαν μετατραπεῖ κατ’ οὐσίαν σέ προσωπεῖα του.

Στήν ένσωμάτωση τῶν ἀντισυστημικῶν -σοσιαλιστικῶν καί έθνικῶν- κινημάτων στό νεωτερικό κοσμοσύστημα, δηλαδή στήν ἀδυναμία τους νά ἀλλάξουν τόν κόσμο, καί στήν γενικώτερη ὀργή γιά τόν τρόπο λειτουργίας τοῦ κοσμοσυστήματος, ὀφείλεται ἡ παγκόσμια ἐπανάσταση τοῦ 1968, ἡ ὁποία ἐγκαινίασε τήν ἀρχή τοῦ τέλους τῆς Συναίνεσης. Στήν θραύση τῆς Συναίνεσης συνετέλεσε καί ἡ εἴσοδος τῆς οἰκονομίας, στίς ἀρχές τοῦ ’70, σέ μία περίδο στασιμότητας καί σταδιακῆς ὕφεσης. Τά προσωπεῖα ἔπεσαν: ὁ συντηρητισμός ἀποκάλυψε τό πιό σκληρό πρόσωπό του, ἐνῶ ἡ Ἀριστερά, ἀπομακρυνόμενη ἀπό τό σοβιετικό μοντέλο, στράφηκε -γενικῶς καί ἀορίστως- στά νέα κοινωνικά κινήματα. Ὁ νεοφιλελευθερισμός ὑπῆρξε ἡ πολιτική καί οἰκονομική ἀπάντηση τῶν προνομιούχων τοῦ κοσμοσυστήματος: ἡ μείωση τῶν ἀμοιβῶν καί ἡ ἀποδόμηση τοῦ κράτους πρόνοιας (παιδεία, ὑγεία, διά βίου ἐγγυημένο εἰσόδημα) ἐπέφερε πράγματι μία μικρή ἀνάσχεση τῆς συμπίεσης τῶν κεφαλαιοκρατικῶν κερδῶν, ὄχι ὅμως ἱκανή νά ἀποτρέψει τήν παγκόσμια κρίση πού ξέσπασε τελικῶς τό 2008.

Ἡ θέση τῆς Ἑλλάδας

Ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει στά ἡμιπεριφερειακά κράτη. Δομική ἰδιομορφία τῶν κρατῶν αὐτῶν εἶναι ἡ εὔθραυστη ἰσορροπία τους ἀνάμεσα στόν ἀνεπτυγμένο πυρήνα καί τήν ὑπανάπτυκτη περιφέρεια. Τά ἡμιπεριφερειακά κράτη ἐνδιαφέρονται νά διατηρήσουν τουλάχιστον τήν μεσαία θέση τους, καί ἐπί πλέον «ν’ ἀποφύγουν τά στραβοπατήματα πού θά τά ὁδηγοῦσαν στήν περιφέρεια καί νά κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά ν’ ἀνοίξουν δρόμο πρός τόν πυρήνα».[15] Κατά συνέπεια, οἱ χῶρες τῆς ἡμιπεριφέρειας ἀκολουθοῦν στρατηγική κρατικοῦ παρεμβατισμοῦ γιά νά προστατευθοῦν τόσο ἀπό τήν πίεση τοῦ πυρῆνα ὅσο καί ἀπό τόν ἐσωτερικό τους ἀνταγωνισμό.

Γιά τήν Ἑλλάδα, τά τελευταῖα ἑξῆντα χρόνια δέν ἦταν εὔκολα. Κατεστραμμένη ἀπό τήν γερμανική κατοχή καί τόν Ἐμφύλιο πού ἀκολούθησε, ἡ Ἑλλάδα ἄρχισε νά «ἀνοικοδομεῖται» μετά τό 1950. Ἀρχῆς γενομένης μέ τό Σχέδιο Μάρσαλ, ἡ χώρα μας προσδέθηκε στό ἅρμα τῶν Ἠ.Π.Α.. Ἡ μαζική εἰσβολή τοῦ ξένου κεφαλαίου[16] καί ἡ ἀνελευθερία τοῦ δεξιοῦ καθεστῶτος,[17] ἀπό κοινοῦ μέ τίς ἔντονες ἐπεμβάσεις τῶν Ἀνακτόρων στήν πολιτική ζωή, συνθλίβει τόν ἑλληνικό λαό, δημιουργώντας ἐπαναστατικές συνθῆκες κατά τήν δεκαετία τοῦ 1960. Ἤδη, στίς ἐκλογές τοῦ 1958, ἡ Ἑ.Δ.Α., νόμιμο σκέλος τοῦ Κ.Κ.Ε., ἀναδεινύεται ἀξιωματική ἀντιπολίτευση. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ἡ κρίση ἐντός τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος ὠθεῖ τίς μᾶζες καί ἰδίως τά μεσαῖα στρώματα νά συνταχθοῦν πίσω ἀπό τό σύνθημα τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου περί «Ἀνενδότου Ἀγῶνος» ἐναντίον τῶν ἐκλογῶν τῆς «βίας καί νοθείας» τοῦ 1961. Μετά τήν δολοφονία Λαμπράκη (1963), ἡ πολιτική ἀποσταθεροποίηση κορυφώνεται μέ τήν Ἀποστασία τοῦ 1965 καί ὁδηγεῖ τάχιστα στήν Ἀπριλιανή Δικτατορία. Μέ τήν ἐξομάλυνση τῆς πολιτικῆς καί πολιτειακῆς κατάστασης, ἡ Ἀριστερά, ἔτι μία φορά, προδίδει τήν ἐπαναστατική συνθήκη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού στρέφεται στόν λαϊκιστικό πολιτικό διάδοχο τῆς Ἕνωσης Κέντρου, τό ΠΑΣΟΚ τοῦ Ἀ. Παπανδρέου. Ἔτσι, γιά τήν σύντομη περίοδο 1981-1985, γνωρίζει καί ἡ Ἑλλάδα μία μορφή κράτους πρόνοιας, μεταφρασμένη στήν πράξη στήν διόγκωση τοῦ δημοσίου τομέα καί τῶν κρατικῶν ἐπιχορηγήσεων. Ἦταν μία πολιτική πού δημιούργησε τήν πεποίθηση ὅτι τά χειρότερα πέρασαν καί ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει πλέον στόν δυτικό πυρήνα, μέ ὅποια ὀφέλη αὐτό συνεπάγεται. Ἀπό τό 1986, ὅμως, ἡ πρακτική τοῦ ΠΑΣΟΚ σιγά-σιγά «νεοφιλελευθεροποιεῖται», προχωρώντας σέ μεταρρυθμίσεις (ἰδιωτικοποιήσεις, ἐπιχειρηματικοποίηση τοῦ Δημοσίου, «ἀπελευθέρωση» τῆς ἐγχώριας ἀγορᾶς), πού κορυφώνει ἡ κυβέρνηση Μητσοτάκη (1989-1993). Οἱ ἐπιδοτήσεις τῆς ΕΟΚ δέν εἶχαν μεταφραστεῖ οὔτε σέ ἔργα κοινῆς ὠφέλειας οὔτε σέ παραγωγική ἀνασυγκρότηση, ἐνῶ ὁ πολιτικός κόσμος προσπαθοῦσε νά συντηρήσει τόν μύθο μίας «μεταβιομηχανικῆς ἀνάπτυξης», στηριγμένης στόν τουρισμό καί τίς ὑπηρεσίες.[18] Ἡ Ἑλλάδα τελικῶς δέν ἀπέφυγε τό στραβοπάτημα: ἡ νομότυπη πολιτική ἐξάρτηση τήν ὁποία ἐπισφράγησε τό Μνημόνιο τοῦ 2010 εἶναι ἕνα στοιχεῖο ἀνάμεσα στά πολλά πού ἀποκαλύπτει τό μέλλον τῆς χώρας πιό κοντά στήν περιφέρεια.

Συμπεράσματα

Τά διδάγματα πού μποροῦμε νά ἀποκομίσουμε ἀπό τούτη τήν -μακρά- ἱστορική ἀναδρομή εἶναι τά ἐξῆς. Τό κράτος συνιστᾶ ἀναγκαῖο στοιχεῖο τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος καί ἰσχυροποιεῖται διαρκῶς τούς δύο τελευταίους αἰῶνες, καθ’ ὅτι ἀπετέλεσε πεδίο τῆς ἐπιτυχοῦς ἐνσωμάτωσης: α) τοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἀνάμεσα στούς καπιταλιστές, καί β) τῆς πάλης μεταξύ τῶν τάξεων. Ἔτσι, ἐπετεύχθη ἡ ἰσορροπία τοῦ κοσμοσυστήματος: μέ τόν μεσοπρόθεσμο μετριασμό τῶν σκοπῶν κάθε κοινωνικῆς δύναμης. Ἡ συσσώρευση κεφαλαίου ἀπολήγει στό μονοπώλιο, τό ὁποῖο ὅμως μέσῳ τοῦ κράτους ἐμποδίζεται ἤ αὐτοκαταστρέφεται, ἐνῶ τό λαϊκό αἴτημα γιά «ἀλλαγή» ποτέ δέν φτάνει στήν πλήρη ἱκανοποίηση του, καθῶς «ὅλα ἀλλάζουν ἔτσι ὥστε νά μήν ἀλλάζει τίποτε».

Τούς τελευταίους δύο αἰῶνες, ἡ φιλελεύθερη ἔννομη τάξη ἐμφανίστηκε κυρίως ὡς ἕνα οὐδέτερο θεσμικό πλαίσιο, ἱκανό νά ἐγγυηθεῖ τό fair play τῶν ἀντιπάλων κοινωνικῶν τάξεων, καί, ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀριστερῶν ἐρευνητῶν, χρήσιμο ὡς ἐργαλεῖο ἐξυπηρέτησης τῶν λαϊκῶν συμφερόντων, χωρίς νά παρατηρηθεῖ ὅτι τό κράτος συνέχισε νά βασίζεται στό ἐγωϊστικό ἄτομο τοῦ 1789. Ἡ κοινωνική εὐφορία πού δημιουργοῦσαν οἱ ὁποιεσδήποτε -συχνά ἀπειροελάχιστες- κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ὁδήγησαν στήν ἀκραία ἄποψη ὅτι τό κράτος μπορεῖ τελικῶς νά χρησιμοποιηθεῖ μόνον πρός ὄφελος τῶν καταπιεζομένων καί πρός περιορισμό τῶν καταπιεστῶν.

Τούτη τήν πεποίθηση δέν ἀπέφυγε οὔτε ἡ νομική ἐπιστήμη. Εἰδικώτερα στήν Ἑλλάδα, ἡ ψήφιση ἑνός δημοκρατικοῦ Συντάγματος καί ἡ μετέπειτα ἐπικράτηση τῆς «μεγάλης ἀριστερῆς παράταξης» τοῦ ΠΑΣΟΚ ἀπέληξε σέ κλῖμα θεωρησιακῆς αἰσιοδοξίας, πού θεώρησε τό μεταπριλιανό καθεστώς ὡς τό ἀπαύγασμα τῆς δημοκρατίας καί τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἀρνούμενοι νά συγκροτήσουν μία θετική νομική θεωρία ἱκανή νά θεμελιώσει τήν ἐπιστήμη τουλάχιστον στήν ἀποδοχή ἁπτῶν ἐμπειρικῶν δεδομένων. Οἱ νομικοί ἐκείνης τῆς γενιᾶς γαλουχήθηκαν μέ τήν πίστη ὅτι, παρά τά ἀνακύπτοντα προβλήματα, ὁ κάθε νόμος ἦταν ἀντικειμενικός, εἶχε μία rationem, καί τά πάντα διασφαλίζονταν μέ θεσμικά ἀντίβαρα. Κατέληξαν, λοιπόν, ἀντί νά μιλοῦν γιά τό δίκαιο ὅπως εἶναι, νά ἀναλύουν τό δίκαιο ὅπως ἔπρεπε νά εἶναι, καί, ἀκόμη χειρότερα, νά μελετοῦν τό ἰσχύον δίκαιο ὡς τό δέον δίκαιο, λησμονώντας ὅτι «ἡ ὕπαρξη τοῦ δικαίου εἶναι ἕνα ζήτημα ἡ ἄξία ἤ ἡ ἀπαξία του εἶναι ἄλλο ζήτημα».[19]

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τίς παραπάνω παραμέτρους, μποροῦμε νά προχωρήσουμε περαιτέρω στήν ἐξέταση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς.

Θεσμική ἐφαρμογή

Εἰσαγωγικά

Ὅσον ἀφορᾶ τίς διαφορές συνταγματικῶν δικαιωμάτων πού προκύπτουν στίς σχέσεις κράτους-πολιτῶν, ἡ γερμανική θεωρία, ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς νομολογίας τοῦ ΓΟΣΔ, κατέληξε σέ δύο μεθόδους ἄρσης τους, θέτοντας ὡς κριτήριο τήν ὕπαρξη ἤ μή ἐπιφύλαξης νόμου (Vorbehalt des Gesetzes): τήν βασιζόμενη στήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας μέθοδο (Verhältnismäßigkeitsprinzip), ὅταν ὑφίσταται ἐπιφύλαξη νόμου, καί τήν μέθοδο τῆς πρακτικῆς ἁρμονίας (praktische Konkordanz), γιά τόν περιορισμό τῶν δικαιωμάτων χωρίς ἐπιφύλαξη νόμου. Ἐν ὄψει τῆς κατίσχυσης τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας, μερίδα νομικῶν ὑπεστήριξε μία μέθοδο πού θά μποροῦσε νά ἐφαρμοστεῖ ἐξ ἴσου στίς σχέσεις κράτους-ἰδιώτη καί στίς σχέσεις μεταξύ ἰδιωτῶν, τήν θεσμική ἐφαρμογή.

Ἡ θεσμική ἐφαρμογή τοποθετεῖται μεθοδολογικά πιό κόντα στήν πρακτική ἐναρμόνιση, ἀξιοποιώντας ὡστόσο πρωτότυπα καί τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας. Ὅπως θά καταδειχθεῖ στήν συνέχεια, ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἐμμένει στήν κλασσική νομική ὑπαγωγή,[20] μπολιάζοντάς τά θεμέλια της μέ μιά πληθώρα νομικοπολιτικῶν στοιχείων καί μεθόδων. Αὐτή ἡ πρακτική ὁδηγεῖ τελικῶς σέ ἕνα σύστημα ἀντιφάσεων, οἱ ὁποῖες εἴτε ἐπιλύονται μέ περίπλοκες κατασκευές εἴτε -τίς περισσότερες φορές- ἀφήνονται νά πλανῶνται στήν ἀτμόσφαιρα αἰνιγματικές. Παρακάτω θά μελετηθοῦν κάποιες πτυχές τους.

Ἡ θεσμική ἐφαρμογή στηρίζεται σέ τρία ὑποσύνολα βασικῶν θεωρητικῶν παραδοχῶν, πού ἀφοροῦν τήν διάκριση τοῦ περιεχομένου τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων, τόν τρόπο ἐφαρμογῆς τους στήν ἔννομη τάξη, καί τίς σχέσεις δικαιωμάτων καί θεσμῶν. Ἔτσι:


1. Τό περιεχόμενο κάθε συνταγματικοῦ δικαιώματος διακρίνεται σέ ἀμυντικό, προστατευτικό καί διασφαλιστικό.

2. i. Τά συνταγματικά δικαιώματα ἐφαρμόζονται στήν συνολική ἔννομη τάξη (ἀρχή τῆς καθολικῆς ἐφαρμογῆς).

2. ii. Ὅλα τά συνταγματικά δικαιώματα ἐφαρμόζονται σέ ὅλες τίς ἔννομες σχέσεις καί κατ’ ἀρχήν ὡς πρός ὅλο τό περιεχόμενό τους (ἀρχή τῆς βασικῆς ἰσχύος).

2. iii. Μόνον τό ἀμυντικό περιεχόμενο τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἐφαρμόζεται στίς διαπροσωπικές σχέσεις.

3. Τά δικαιώματα καί οἱ θεσμοί προστατεύονται ταυτόχρονα (μέ μερικότερες ἐκφάνσεις: τήν διάκριση τῶν δύο ἐπιπέδων ἐφαρμογῆς [γενική καί θεσμική ἐφαρμογή], καί τήν ἀντιπαράθεση ὑποκειμενικοῦ δικαιώματος πρός ἀντικειμενικό θεσμό-ἔννομη σχέση). Εἰδική ὑποκατηγορία, ἀπορρέουσα ἀπό τήν ταυτόχρονη προστασία, ἀποτελεῖ ἡ ἀρχή τοῦ αἰτιώδους τῶν περιορισμῶν (μέ μερικότερες -πιό φορμαλιστικές- ἐκφάνσεις: τήν διάκριση τῶν διαφόρων ἐπιβαρύνσεων πού ὑφίστανται τά συνταγματικά δικαιώματα σέ ἁπλές ἐπιδράσεις, ἁπλούς περιορισμούς καί προσβολές, τήν διάκριση περιορισμοῦ καί ὁριοθέτησης, τήν ἀρχή nulla restrictio sine lege constitutonale certa, καί τήν ἀρχή κατά τήν ὁποία τά συνταγματικά δικαιώματα, ἐφαρμοζόμενα στήν γενική σχέση, δέν ὑπόκεινται σέ περιορισμούς, παρά μόνο σέ ὁριοθετήσεις).


Οἱ δύο πρῶτες παραδοχές σχετίζονται μέ τήν θεωρία τῆς τριτενέργειας, ἐνῶ ἡ τελευταία μέ τήν σχέση μεταξύ τοῦ νομοθέτη καί τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας. Παράλληλα, ἡ ὅλη θεωρία ἅπτεται τοῦ συνολικότερου θέματος τῆς ἑνότητας καί –συνεπόμενης ἀντικειμενικότητας τοῦ δικαίου.

Θεσμική ἐφαρμογή καί τριτενέργεια

Ἡ βασική θέση τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας ἔγκειται στήν «ἐπέκταση τῆς νομικῆς προστασίας, τήν ὁποία ἀπολαύουν οἱ ἰδιῶτες ὅσον ἀφορᾶ τίς σχέσεις τους μέ τό Κράτος, στίς σχέσεις τους μέ τούς ἄλλους ἰδιῶτες μέ τήν ἀναγνώριση τῆς δυνατότητας νά ἐπικαλοῦνται ἑκατέρωθεν στίς μεταξύ τους σχέσεις τά συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα καί ἐλευθερίες».[21] Ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δημιουργεῖ ἀμφιβολίες γιά τήν τοποθέτησή της ἀπέναντι στήν τριτενέργεια. Ἐνῶ τονίζεται ὅτι τά συνταγματικά δικαιώματα ἐφαρμόζονται στό σύνολο τῆς ἔννομης τάξης (ἀρχή τῆς καθολικῆς ἐφαρμογῆς) καί κατ’ ἀρχήν ὡς πρός ὅλο τό περιεχόμενό τους (ἀρχή τῆς βασικῆς ἰσχύος) καί ἔχει ἤδη δηλωθεῖ ἡ ἀντίθεση μέ τήν θεωρία τῆς ἔμμεσης τριτενέργειας, ἐν τέλει ἐπισημαίνεται ὅτι μόνον τό ἀμυντικό (καί ὄχι τό προστατευτικό καί διασφαλιστικό) περιεχόμενο τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἐφαρμόζεται στίς διαπροσωπικές σχέσεις.

Ἀλλά, σέ τί συνίσταται ἡ διάκριση τοῦ περιεχομένου τῶν δικαιωμάτων σέ ἀμυντικό, προστατευτικό καί διασφαλιστικό, στήν ὁποία προβαίνουν οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς; Σύμφωνα μέ τήν θεσμική ἐφαρμογή, ρητῶς ἀναγνωρίζεται ὅτι «ἡ ἔννοια τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος δέν διαφέρει βασικά ἀπό τήν ἔννοια τοῦ κοινοῦ δικαιώματος, τοῦ παρεχόμενου μέ τήν κοινή νομοθεσία».[22] Δεδομένου ότι, ως γνωστόν, δικαίωμα εἶναι «ἡ ἐξουσία πού ἀπονέμεται ἀπό τό δίκαιο στό πρόσωπο (φυσικό ἤ νομικό) γιά τήν ἱκανοποίηση ἐννόμων συμφερόντων του»,[23] ἐννοιολογικά στοιχεῖα τοῦ δικαιώματος εἶναι: α) ἡ ἐξουσία, δηλαδή ἡ δύναμη πού παρέχεται στό πρόσωπο γιά νά ἱκανοποιήσει τά συμφέροντά του ἀκόμα καί ἀναγκαστικῶς, δηλαδή μέ τήν βοήθεια τῆς δημόσιας ἀρχῆς, β) ἡ ἀπονομή τῆς ἐξουσίας αὐτῆς ἀπό τό δίκαιο, γ) ἀπονομή σέ ὁρισμένο πρόσωπο, τόν δικαιοῦχο, δ) ἡ χρήση τῆς ἐξουσίας γιά τήν ἱκανοποίηση ἐννόμου συμφέροντος, δηλαδή συμφέροντος προστατευομένου ἀπό τό δίκαιο.[24]

Κατά συνέπεια, μοιάζει νά στερεῖται νοήματος ἡ προαναφερθεῖσα τριμερής διάκριση. Ἄν τό ἀμυντικό περιεχόμενο «ἀνάγεται στήν διαφύλαξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἐπιθετικές ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων»,[25] ἀλλά καί τό προστατευτικό περιεχόμενο «περιέχει (sic) ἀξίωση γιά προστασία ἀπό ἐπιθετικές ἐνέργειες τῶν συνανθρώπων»[26] καί στρέφεται πρός τό κράτος «τό ὁποῖο ὑποχρεοῦται συνταγματικά, ὄχι μόνον νά σέβεται τό ἴδιο, ἀλλά καί νά προστατεύει τήν ἀνθρώπινη ἀξία καί νά ἐγγυᾶται τήν ἐλεύθερη ἄσκηση τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων»,[27] καθίσταται σαφές ὅτι τό ἀμυντικό περιεχόμενο εἶναι τελικῶς ἄλλη λέξη γιά τήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ δικαιώματος, ἐνῶ τό προστατευτικό ταυτίζεται μέ τό δικαίωμα παροχῆς ἔννομης προστασίας, πού κατοχυρώνεται στό Σ20§1.[28] Ἡ λειτουργία τοῦ προστατευτικοῦ καί ἀμυντικοῦ στοιχείου ὡς μορφῆς καί περιεχομένου ἀντιστοίχως τοῦ δικαιώματος, συνάγεται καί ἀπό τό γεγονός τῆς μή ρητῆς καί εὐκρινοῦς ἀναγνώρισης τῆς δυνατότητας αὐτοδικίας τοῦ ἀμυνομένου πρός ὑπεράσπισιν τῶν δικαιωμάτων του. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ αὐτοτέλεια τοῦ ἀμυντικοῦ στοιχείου θά μποροῦσε νά θεμελιωθεῖ μόνον στήν αὐτόνομη -δίχως τήν μεσολάβηση τοῦ προστατευτικοῦ στοιχείου, δηλαδή τῆς ἐπίκλησης στό κράτος γιά προστασία- πραγμάτωσή του.

Ὅσον ἀφορᾶ τό διασφαλιστικό περιεχόμενο τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων, οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς προβαίνουν σέ μία ἐνδιαφέρουσα ἀνάλυσή του σέ διεκδικητικό καί ἐξασφαλιστικό.[29] Ἀναγνωρίζεται ὅτι ἡ ἀρχή τῆς ἐξασφάλισης δέν κατοχυρώνεται συνταγματικά[30] καί ὅτι δέν εἶναι δυνατή ἡ ἱκανοποίησή τους μέσῳ τῶν δικαστηρίων, ἀλλά συμπεραίνεται ὅτι εἶναι δυνατή ἡ ὑλοποίησή τους «μέ τήν ἐξίσου νομική καί τήν ἐξίσου ἤ περισσότερο ἀποτελεσματική συνταγματική διεκδικητική διαδικασία», τό πλέγμα τῆς ὁποίας ἀποτελοῦν ἡ ἐκλογική διαδικασία, ὁ πολυκομματισμός, καί ὁ θεσμός τῆς ἀπεργίας.[31] Ἄλλωστε, τονίζεται ὅτι «ἡ ἐξασφαλιστική διάσταση τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων εἶναι νέα διάσταση καί διαμορφώνεται παράλληλα πρός τήν ἐξέλιξη τοῦ κοινωνικοῦ προστατευτικοῦ κράτους, σέ κοινωνικό ἐξασφαλιστικό κράτος».[32] Δέν φαίνεται, λοιπόν, νά γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τά παραπάνω εἶναι στοιχεῖα πού λειτούργησαν στήν ἀκμή τοῦ φιλελεύθερου κράτους καί σβήνουν μαζί του. Καμμία ἀντισυστημική ἀλλαγή δέν εἶναι δυνατόν νά συντελεσθεῖ ἐντός τῶν προδιαγεγραμμένων πολιτειακῶν θεσμῶν: τό φιλελεύθερο νομικό status quo -κυρίως ἡ ἐκλογική διαδικασία- μπορεῖ ἴσως νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς ἐργαλεῖο κατάκτησης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἄν καί ἡ ἱστορική ἐμπειρία τῶν σοσιαλδημοκρατικῶν καθεστώτων ἀπέδειξε ὅτι ἡ κατάκτηση αὐτή δέν στέφθηκε μέ μεγάλη ἐπιτυχία.

Σχέσεις νομοθέτη καί πραγματικότητας

Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, παρ’ ὅτι ἀνέγνωσαν τήν μή δυνατότητα ἐλέγχου τῆς «κατάχρησης τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας»,[33] συνεχίζουν νά φρονοῦν ὅτι «σέ περίπτωση σύγκρουσης τοῦ γραπτοῦ δικαίου, μέ τό ἀπό τήν φύση τῶν πραγμάτων παραγόμενο δίκαιο, ἡ σύγκρουση αἴρεται μέ τήν τελική ἐπικράτηση τοῦ δεύτερου, καθόσον ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλει "τά παρά φύσιν"».[34] Τό ζήτημα τίθεται μέ μεγαλύτερη ἔνταση ὑπό τήν προοπτική τοῦ νόμου 3845/2010,[35] μέ τόν ὁποῖο τέθηκαν σέ ἐφαρμογή οἱ ἐπιταγές τοῦ πρώτου «Μνημονίου». Ὁ νόμος ἀποτελεῖ «βαθεία τομή» στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη, διότι ἡ πλειοψηφία τῆς ἐκλεγμένης ἀπό τόν κυρίαρχο λαό Βουλῆς ψήφισε μέτρα ἀντισυνταγματικά καί στερούμενα λαϊκῆς νομιμοποίησης, τά ὁποῖα ὡστόσο τό ΣτΕ θεώρησε καθ’ ὅλα νόμιμα.[36] Ἐν τούτοις, ἀντίθετα μέ τήν ἀφηρημένη «Natur der Sache», ὁ κοινός νομοθέτης,[37] κατά τήν θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, περιβάλλεται μέ ὑπερεξουσίες, ἀφ’ ἑνός καθορίζοντας τό περιεχόμενο τῶν θεσμῶν, ἀφ’ ἑτέρου περιορίζοντας κατά τό δοκοῦν τά συνταγματικά δικαιώματα, λαμβανομένου πάντα ὑπ’ ὄψιν τοῦ δεδομένου τοῦ «τεκμηρίου συνταγματικότητας»[38] τοῦ ἑκάστοτε νόμου καί τοῦ παρεπομένου δικαστικοῦ ἐλέγχου μόνον τοῦ «δηλωμένου σκοποῦ» του.[39] Ἄς τά διερευνήσουμε μέ τήν σειρά.

Ἡ μέθοδος τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἀποτελεῖ κατ’οὐσίαν μία «κοινωνιολογική» γενίκευση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας:[40] στό αἴτημα γιά εὔλογη σχέση μεταξύ περιοριζομένου δικαιώματος καί σκοποῦ τοῦ νομοθέτη, ὁ τελευταῖος ἀντικαθίσταται μέ τήν ἰδέα τοῦ θεσμοῦ.[41] Κανείς, φυσικά, δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν πραγματικότητα τῆς ἐντός τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν δράσης τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τό ἐρώτημα πού ἀνακύπτει εἶναι τό πῶς θά καθορισθεῖ τό περιεχόμενο τοῦ κάθε θεσμοῦ. Μήπως μέ τήν προσφυγή στά πορισμάτα τῆς ἀνθρωπιστικῆς ἐπιστήμης πού τόν μελετᾶ; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική. Τό περιεχόμενο τῶν θεσμῶν καί τῶν δικαιωμάτων καθορίζονται ἀπό τήν «φύση τῶν πραγμάτων», ὅπως αὐτή γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τήν κρατική βούληση[42] -ἤ τήν θεωρητική δικαιολόγηση τῆς κρατικῆς βούλησης.[43] Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ἡ ἔννοια τοῦ θεσμοῦ χρησιμοποιεῖται ὡς ἔνδειξη ἀντικειμενικότητας καί κοινωνικότητας τοῦ δικαίου, παρ’ ὅλ’ αὐτά δέν ἀπομακρύνεται καί πολύ ἀπό τήν παραδοσιακή ἀντίληψη τοῦ θεσμοῦ ὡς συνόλου «ἐννόμων σχέσεων καί καταστάσεων συγκροτουμένων ἐπί τῇ βάσει ὡρισμένων χαρακτηριστικῶν εἰς ἑνότητα μέ ἰδιαιτέραν αὐτοτέλειαν καί διεπομένην, ὑπό ἑνιαῖον πνεῦμα, ἀπό κλειστόν πλέγμα κανόνων δικαίου».[44]

Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας στήν ὑπόθεση τῶν Σατανιστῶν, σωματεῖο τῶν ὁποίων ὑποστηρίζει ὅτι διάταξη νόμου ἀπαγορεύουσα τήν λατρεία τῆς μαγείας, προσβάλλει τό συνταγματικῶς κατοχυρωμένο δικαίωμα τους τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (ἄρθ.13 Σ). Ὑποστηρίζεται ὅτι δέν προσβάλλεται τό δικαίωμά τους, διότι προστατευόμενο ἀγαθό τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ θρησκεία, δηλαδή ἡ πίστη καί ἡ λατρεία στήν «καλή» ἀνώτερη δύναμη, ἐνῶ οἱ Σατανιστές πιστεύουν καί λατρεύουν τήν «κακή» ἀνώτερη δύναμη.[45] Ἀφ’ ἑνός, ἡ θρησκεία ὁρίζεται ὡς «ἡ (γνωστή) πίστη καί λατρεία τοῦ θείου».[46] Ἀπό ποῦ ὅμως συνάγεται ὅτι «ἡ θρησκεία ἀναφέρεται στό "θεῖο", δηλαδή στήν "καλή ἀνώτερη δύναμη", στόν Θεό»;[47] Ἄραγε ὁ πολυθεϊσμός (ὅπου ἀνάμεσα στήν θεϊκή πολλαπλότητα εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν καί «κακές» θεότητες) δέν εἶναι θρησκεία; Ὁ Ἰνδουϊσμός πού βασίζεται στήν πίστη τοῦ Μπράχμαν ὡς βαθύτερης ἀπρόσωπης θείας οὐσίας ἀπεμπολεῖ γι’ αὐτό τά χαρακτηριστικά τοῦ θρησκεύματος; Ἀφ’ ἑτέρου, ὁ χαρακτηρισμός μίας πίστης ὡς «καλῆς» ἤ «κακῆς» ἀποδίδεται ἀπό τόν παρατηρητή βάσει τῶν προσωπικῶν του πεποιθήσεων: κανένας θρησκευτικός ὁπαδός δέν θά δεχθεῖ ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς λατρείας του εἶναι «κακό», ἀλλά καί κάτι τέτοιο εὑρίσκεται ἐκτός τῶν ὁρίων τοῦ Δικαίου, τό ὁποῖο ἐκ δογματικοῦ ὁρισμοῦ ἀρκεῖται στήν ρύθμιση τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς τῶν πολιτῶν, δίχως νά ὑπεισέρχεται στίς ἐσώτερες διαθέσεις τους. Στήν προκείμενη ὑπόθεση, θά πρέπει νά γίνει δεκτό ὅτι πράγματι θίγεται ἡ θρησκευτική ἐλευθερία τῶν Σατανιστῶν, ἀλλά ὅτι τοῦτο μπορεῖ νά ἀνάγεται σέ προληπτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (διότι π.χ. οἱ σατανιστικές λατρεῖες ὑπάγονται συχνά σέ διατάξεις τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα) ἤ ὅτι σχετίζεται μέ τήν ἀντίθεση Σατανισμοῦ καί ἐπικρατούσης θρησκείας.[48]

Τό δεύτερο πεδίο τῆς νομοθετικῆς παντοδυναμίας ἀφορᾶ τό σημαντικό ζήτημα τῶν περιορισμῶν τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων. Βάσει τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, ἀναπτύσσεται ἕνα ὁλόκληρο σύστημα λεπτοφυῶν διακρίσεων ἀνάμεσα σέ ὁριοθετήσεις, ἁπλούς περιορισμούς, ἁπλές ἐπιδράσεις, προσβολές. Ἐδῶ ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπάντηση στό θεμελιῶδες ἐρώτημα: μέχρι ποιοῦ σημείου μπορεῖ νά περιοριστεῖ ἕνα δικαίωμα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι κατ’ ἀρχήν εὐκρινής: κανένα δικαίωμα δέν μπορεῖ νά θιγεῖ στόν πυρήνα του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ πυρήνας εἶναι «μία περιοχή τῆς ὁποίας ἡ συρρίκνωση δέν εἶναι κατά δίκαιο ἀνεκτή».[49] Σέ τί συνίσταται ὅμως ὁ πυρήνας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος; «Πυρήνας εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ κτήση τοῦ δικαιώματος».[50] Ἀλλά, κτήση εἶναι «ἡ νομική σύνδεση δικαιώματος καί δικαιούχου»[51] καί, βεβαίως, «πραγματική καί νομική ἱκανότητα κτήσης δέν συμπίπτουν ἀναγκαία».[52] Τό ἐπιχείρημα ὁλοκληρώνεται μέ τήν διακήρυξη «οὐδείς περιορισμός στήν γενική σχέση»,[53] δηλαδή «ὁ κοινός νομοθέτης δέν μπορεῖ νά διαπλάσσει περιορισμούς κατά τέτοιο τρόπο πού νά καταλαμβάνουν τήν γενική σχέση καί νά ἀφοροῦν ὅλους ἀδιάκριτα τούς φορεῖς συνταγματικῶν δικαιωμάτων».[54] Τά παραπάνω πρακτικῶς σημαίνουν ἕνα πρᾶγμα: ὅσο ἕνα δικαίωμα βρίσκεται διατυπωμένο στό συνταγματικό κείμενο, κάθε περιορισμός του δέν ἀφορᾶ ποτέ τόν πυρήνα, ὁ ὁποῖος θά ἐθίγετο μόνο μέ τήν κατάργηση τῆς συνταγματικῆς διάταξης.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τά προαναφερθένα ἀποτελοῦν σέ τελική ἀνάλυση μία σχετικά ἀκριβῆ περιγραφή τοῦ τρόπου λειτουργίας τῶν δικαιωμάτων πού ἀναδεικνύει ὅτι τό σημερινό κράτος λέγει τήν τελευταία λέξη. Ἐνῶ ὅμως ὅλα τοῦτα γίνονται -διά μακρῶν ἀναλυόμενα- δεκτά, οἱ ὑπέρμαχοι τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς ἀντιφάσκουν μέ τόν ἑαυτό τους. Ἐπί παραδείγματι, στό πεδίο τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων, τά ὁποῖα, μή θεμελιώνοντας ἀγώγιμη ἀξίωση, ὑπόκεινται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο στίς γενικές περί πυρῆνα ἀρχές,[55] οἱ ὑπερασπιστές τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς θεωροῦν ὅτι τά κοινωνικά δικαιώματα περιλαμβάνουν ἕνα minimum ποσοτικό περιεχόμενο, «ἀναφέρονται καταρχήν σέ ἕνα κατώτατο ὅριο διαβίωσης, σέ ἕνα existenzminimum»,[56] τό ὁποῖο δέν νοεῖται μόνον ὡς διατήρηση στήν ζωή, ἀλλά πρέπει νά ἀνταποκρίνεται «στήν στάθμη τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ».[57]

Ἑνότητα καί ἀντικειμενικότητα δικαίου

Περιεχόμενο καί ὁρολογία

Ἡ προσπάθεια νά ἀποδειχθεῖ ὁ μονισμός καί ἡ συνακόλουθη ἑνιαία καί ἀντικειμενική ἀντιμετώπιση τοῦ δικαίου, ἀποτελεῖ ἴσως τό θεμέλιο τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, καί μπορεῖ νά συνοψιστεῖ στό ἐναγώνιο ἐρώτημα: «Στό πλαίσιο τῆς σύγχρονης ἔννομης τάξης πῶς εἶναι δυνατό τό δίκαιο νά ἐπιδοκιμάζει καί νά ἀποδοκιμάζει, νά ἐπιτρέπει καί νά ἀπαγορεύει ταυτόχρονα τήν ἴδια συμπεριφορά;».[58] Τό ζήτημα τοποθετεῖται φυσικά ἐντός τῶν πλαισίων τῆς πνευματικῆς εὐφορίας τῆς Μεταπολίτευσης (βλ. ἀνωτέρω ὑπό 2.3). Ὡστόσο, ἐνσκήπτουν πιό περίπλοκα ζητήματα ἀφορῶντα τό πραγματικό νόημα τῆς μονιστικῆς ὀπτικῆς τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Τοποθετοῦνται ἄραγε στά ἴδια πλαίσια;

Ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τήν ὁρολογία. Κατ’ ἀρχάς, τονίζεται ὅτι τήν ἀφετηρία τῆς διαπάλης μονισμοῦ καί δυϊσμοῦ ἀποτελοῦν οἱ διαφορετικές προσεγγίσεις γιά τήν κατανόηση τῆς οὐσίας, τῆς φύσης τῶν πραγμάτων. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπισημαίνεται ὅτι, κατά τόν μονισμό, ἡ φύση τοῦ πράγματος εἶναι ἑνιαία, ἐνῶ, σύμφωνα μέ τόν δυϊσμό, αὐτή εἶναι δυαδιστική, βασισμένη σέ «δύο διαφορετικά, διαχωριζόμενα, αὐτοτελῶς ὑφιστάμενα στοιχεῖα». Παρά ταῦτα, τό συμπέρασμα μοιάζει ἀναπάντεχο: «Κατά τόν μονισμό, ἡ "φύση τοῦ πράγματος" ἀποτελεῖται ἀναγκαία ἀπό "ὕλη" καί "πνεῦμα", ἐνῶ κατά τόν δυϊσμό μπορεῖ νά ἀποτελεῖται μόνο ἀπό "πνεῦμα" ἤ "ὕλη"».

Ἡ σύγχυση εἶναι προφανής: πῶς ἐξηγεῖται ἄραγε ἡ δόμηση τοῦ μονισμοῦ σέ δύο οὐσίες (πνεῦμα καί ὔλη), ἐνῶ τοῦ δυϊσμοῦ σέ μόνο μία (ἤ πνεῦμα ἤ ὕλη); Στίς δυϊστικές θεωρίες, «ὑπάρχουν δύο ἀρχές, δύο οὐσίες, μία πνευματική καί μία ὑλική, πού δέν μποροῦν νά ἀναχθοῦν ἡ μία στήν ἄλλη».[59] Τό leitmotiv τῶν θεωριῶν αὐτῶν εἶναι, κατά συνέπεια, ὁ τρόπος ἐπαφῆς δύο τόσο διαφορετικῶν οὐσιῶν. Οἱ μονιστές φιλόσοφοι, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀποδέχονται τίς ξεχωριστές οὐσίες τοῦ δυϊσμοῦ ὡς κατηγορήματα τῆς μίας καί μοναδικῆς αὐτοαίτιας (causa sui) Οὐσίας.[60]

Ὁ μονισμός τόν ὁποῖο ἰσχυρίζεται ὅτι ἀκολουθεῖ ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς (μέ τήν ἰσότιμη ἀποδοχή καί ἁρμονική συνύπαρξη δύο διαφορετικῶν οὐσιῶν) δέν εἶναι παρά μία παραλλαγή τοῦ καντιανοῦ συμβιβασμοῦ μεταξύ τοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ ἰδεαλισμοῦ, πού δίνει -πιό ἐκλεπτυσμένα σέ σχέση μέ τόν παλαιότερο ὀρθολογισμό- τήν προτεραιότητα στόν τελευταῖο. Ὅπως ὁ Κάντ ἁπλῶς ἀναγνωρίζει τίς ἀντινομίες τοῦ Λόγου, δίχως νά προχωρεῖ -καί χωρίς νά θεωρεῖ ἐφικτό νά προχωρήσει- στήν διαλεκτική ἄρση τους, ἔτσι καί οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δέν ἀναιροῦν τήν διάκριση δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ δικαίου, ἀλλά ἁπλῶς τίς θέτουν ἐφ’ ἑνός ὑπερβατολογικοῦ ζυγοῦ, τοῦ Συντάγματος: «Κατά συνέπεια, τό Σύνταγμα εὑρισκόμενο στήν κορυφή τῆς ἔννομης τάξης ἀποτελεῖ μικρογραφία της καί δέν ρυθμίζει μόνο τίς σχέσεις δημοσίου, ἀλλά καί τίς σχέσεις ἰδιωτικοῦ δικαίου».[61] Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἐπικυρώνεται ὁ ρόλος τοῦ κράτους ὡς ὑπερβασιακοῦ μηχανισμοῦ,[62] ὡς ἀληθινά φιλελεύθερου κράτους, οὐδέτερου καί ὑπεράνω τῶν ταξικῶν ἀνταγωνισμῶν.

Ἀλλά, ὁ πολιτικός φιλελευθερισμός -ἡ ἀτομικιστική ἔννομη τάξη- δέν στοιχειοθετεῖ τό ἀντικείμενο κριτικῆς τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς; Πράγματι, διατυπώνεται ἡ κρίση ὅτι τό φιλελεύθερο δικαιϊκό οἰκοδόμημα ἐγκαθιδρύεται στόν δυϊσμό κράτους καί κοινωνίας καί στήν λειτουργία τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ὡς ἐξασφάλιση τῆς μή ἐπέμβασης τοῦ κράτους στήν δράση τῶν μεμονωμένων ἀτόμων,[63] ὁπότε «εἶναι ἐπιτρεπτή ἡ παραβίαση τῶν δικαιωμάτων τῶν ἄλλων, ἡ παραβίαση ἀπό τόν ἰσχυρό, τῶν δικαιωμάτων τοῦ λιγότερο δυνατοῦ».[64] Ὅπως, ὅμως, καταδείχθηκε στήν ἱστορική εἰσαγωγή, ἡ οἰκοδόμηση τοῦ κράτους πρόνοιας συνετελέσθη ἀκριβῶς κατά τήν περίοδο τοῦ θριάμβου τοῦ φιλελευθερισμοῦ, καί ἡ ἀποδόμησή του συμπίπτει μέ τήν κατάρρευση τῆς Φιλελεύθερης Συναίνεσης, καί ἄρα ἡ συγκεκριμένη ἀντίφαση μεταξύ λόγῳ ἐπιτίμησης τοῦ φιλελευθερισμοῦ καί ἔργῳ ὑπεράσπισής του μοιάζει νά αἰτιολογεῖται ἱστορικά, ὅπως διαπιστώθηκε στήν ἀρχή τῆς ἑνότητας.

Λειτουργία καί κριτική

Ἄς προχωρήσουμε ὅμως στήν κατ’ ἐξοχήν ἐξέταση τῆς θέσης περί ἑνότητας καί ἀντικειμενικότητας τοῦ δικαίου, ἡ ὁποία ἐπ’ οὐδενί δέν συνιστᾶ πρωτοτυπία τῆς θεωρίας τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Τό νεωτερικό κοσμοσύστημα δίνει προτεραιότητα στήν ἀέναη συσσώρευση κεφαλαίου. Ἀπό τήν γένεσή της, λοιπόν, «ἡ οἰκονομία τοῦ καπιταλισμοῦ διακατεχόταν ἀπό τήν ὀρθολογιστική πρόθεση νά αὐξηθεῖ ἡ συσσώρευση σέ μέγιστο βαθμό».[65] Ἡ τάση αὐτή, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐπιδίωξη, ἀπό μέρους τοῦ κράτους, τῆς ἀποτελεσματικῆς διαχείρισης ἤ/καί καταστολῆς τῶν «ἐπικίνδυνων» τάξεων, ὁδήγησε στήν γραφειοκρατικοποίηση τοῦ σύγχρονου κόσμου. Η ενίσχυση της γραφειοκρατικής οργάνωσης εξηγείται λόγω της καθαρά τεχνικής υπεροχής της έναντι άλλων οργανωτικών δομών.[66] Ἔτσι, ἡ σύγχρονη νομοθεσία καί συνακόλουθα ἡ νομική δογματική εὑρίσκονται ὑπό καθεστώς διαρκοῦς φορμαλιστικῆς συστηματοποίησης: «Καί εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι αὐτή ἡ ἀνάγκη συστηματοποίησης [...] ἀπαντάει σέ μίαν ἀπαίτηση ἀκριβοῦς ὑπολογισμοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, αὐτή ἡ ἴδια ἀπαίτηση ἐπιβάλλει τό νομικό σύστημα νά ἀντιπαρατίθεται στά μεμονωμένα συμβάντα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ὡς κάτι σαφῶς σταθερό καί πάντα διαθέσιμο, ἄρα ὡς αὐστηρό σύστημα».[67]

Γιά τήν θεσμική ἐφαρμογή, ἡ ἑνότητα ταυτίζεται μέ τήν μή ἀντιφατικότητα τῆς ἔννομης τάξης, καί διασφαλίζεται στήν ἔννομη τάξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, τούτη ἡ κρίση αὐτοαναιρεῖται λόγῳ τοῦ δυϊσμοῦ τῆς πηγῆς τοῦ δικαίου, ὁ ὁποῖος, τεθειμένος ὡς πρωταρχική παραδοχή τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς, δυναμιτίζει ἐξ ἀρχῆς κάθε προσπάθεια «συνοχῆς» τοῦ δικαίου: τί γίνεται ἐάν ὁ νομοθέτης ἀντιτεθεῖ στήν φύση τοῦ πράγματος; «Οἱ θεωρητικοί τῆς φύσης τῶν πραγμάτων δέν φτάνουν ὥς τό σημεῖο νά ἐξαρτοῦν τήν ἰσχύ τῶν κανόνων τοῦ (θετικοῦ) δικαίου ἀπό τήν συμφωνία τους πρός τά δεδομένα αὐτῆς τῆς φύσης, ἀλλά προβλέπουν ἁπλῶς ὅτι σέ ἀποφατική περίπτωση οἱ κανόνες αὐτοί θά ἀτονήσουν στήν πράξη καί θά περιέλθουν σέ ἀχρησία».[68]

Σέ κάθε περίπτωση, τά περί συνοχῆς καί πληρότητας αἰτήματα τῆς ἔννομης τάξης ἀπορρέουν ἀπό τήν θέασή της ὡς αὐστηροῦ λογικοῦ συστήματος καί τελικῶς ἀποτελοῦν «desiderata τῆς νομικῆς ἐπιστήμης», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἀραβαντινοῦ, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι «τά ἑκασταχοῦ ἑκάστοτε ἰσχύοντα δίκαια οὐδ’ ἦσαν οὐδ’ εἶναι ἄμοιρα κενῶν καί ἀντινομιῶν», ἀλλά «τά ἐλαττώματα ταῦτα δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ἁπλῶς ὡς νοσήματα ἐνδημοῦντα εἰς τά θετικά δίκαια, ἀλλά δέον περαιτέρω νά ἐκτιμηθοῦν καί ὡς ἐναύσματα, χάρις εἰς τά ὁποῖα ἡ νομολογία τῶν δικαστηρίων ἠδυνήθη καί δύναται νά ἀποβῇ εἰς βασικόν παράγοντα διαπλάσεως τοῦ δικαίου».[69]

Συνεχίζοντας τήν δυναμική τοῦ νεωτερικοῦ κράτους, ἡ θεσμική ἐφαρμογή προτάσσει καί αὐτή τήν ἀντικειμενικότητα τοῦ δικαίου, στά πλαίσια τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τό Κοινοβούλιο καί τήν δυσπιστία πρός τόν δικαστή. Οἱ ὑπερασπιστές τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς φοβοῦνται ὅτι ὁ δικαστής θά προχωρήσει σέ πολιτικά σκόπιμες καί ὄχι νομικά ὀρθές κρίσεις. Στέκονται, κατά συνέπεια, κριτικά ἀπέναντι στήν δικαστηριακή ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας.

Ἀναλογικότητα

Γενεαλογία τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας

Πῶς ὅμως γεννήθηκε ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας; «Μία ἀπό τίς πάγιες τάσεις τοῦ νεωτερικοῦ κοσμοσυστήματος, ἀπό τίς ἀπαρχές του καί τουλάχιστον ὡς τήν δεκαετία τοῦ 1970 πάνω-κάτω, [...] ἦταν μία ἀργή ἀλλά σταθερή αὔξηση τῆς πραγματικῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους».[70] Ὁ 18ος αἰώνας περιόρισε τήν ἀποσπασματική καί τελετουργική ἄσκηση τῆς ἐξουσίας πού χαρακτήριζε τήν φεουδαρχία καί τήν ἀπόλυτη μοναρχία, ἐπεξεργαζόμενος «μία, θά λέγαμε, νέα οἰκονομία τῶν μηχανισμῶν ἐξουσίας: ἕνα σύνολο διαδικασιῶν, καί ταυτόχρονα ἀναλύσεων, πού ἐπιτρέπουν νά μεγιστοποιηθοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς ἐξουσίας, νά περιοριστεῖ τό κόστος ἄσκησής της καί νά ἐνσωματωθεῖ ἡ ἄσκηση τῆς ἐξουσίας στούς μηχανισμούς παραγωγῆς».[71]

Ἡ κρατική ἐξουσία, γονιμοποιούμενη ἀπό τήν «ἁγία ἀποδοτικότητα»[72] τοῦ ἀστικοῦ πνεύματος, ἔφερε στόν κόσμο τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, πού ἐφαρμόστηκε ἀρχικά σέ ἕναν προνομιακό χῶρο ἐκδήλωσης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, τό ποινικό δίκαιο. Στήν προηγούμενη ἐποχή, μεταξύ τοῦ ἐγκλήματος καί τῆς τιμωρίας του δέν ὑφίστατο κανένα εἴδος κοινοῦ μέτρου. «Ἡ ἀκρότητα τῆς τιμωρίας ἔπρεπε νά ἀπαντᾶ στήν ἀκρότητα τοῦ ἐγκλήματος καί ἔπρεπε νά τήν ξεπερνάει».[73] Ἡ κλασσική ἐποχή θά ἐφεύρει ἕνα κοινό μέτρο ἐγκλήματος καί τιμωρίας, «μία μονάδα μέτρησης πού νά ἐπιτρέπει τήν προσαρμογή τῆς τιμωρίας κατά τρόπο τέτοιο, ὥστε νά εἶναι ἀκριβῶς ὅση χρειάζεται γιά νά τιμωρηθεῖ τό ἔγκλημα καί νά μήν ἐπαναληφθεῖ».[74] Πόσο πράγματι τοῦτο διαφέρει ἀπό τήν περιγραφή τοῦ μέτρου ἀπό τόν L.B. Alberti: «καμμιά δαπάνη δέν ἐπιτρέπεται νά εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅσο ἀπαιτεῖ ἡ ἀνάγκη καί καμμιά μικρότερη ἀπ’ ὅσο ἐπιτάσσει ἡ εὐπρέπεια»;[75]

Μέ τήν ἐπικέντρωση τοῦ φιλελεύθερου κράτους στήν διαχείριση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος καί τήν ἐπέκταση τῶν ἐπαφῶν πολιτῶν καί κρατικῆς γραφειοκρατίας, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας μεταφυτεύεται ἀρχικά στο γερμανικό και γαλλικό αστυνομικό δίκαιο και ἀκολούθως, μέ τήν ἄνοδο τῆς κοινωνικῆς πολιτικῆς, ἐπεκτείνεται σέ ὅλο τό φάσμα τοῦ διοικητικοῦ δικαίου. Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἐφαρμόζεται πλέον ἀπό τήν πάγια νομολογία τοῦ Γερμανικοῦ Ὁμοσπονδιακοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου- συναγόμενη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κράτους δικαίου-, ἀναγνωρίζεται στήν αὐστριακή θεωρία καί νομολογία τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου. Ἡ ἀρχή κατοχυρώνεται ρητῶς στό ἄρθρο 36 § 3 τοῦ ἰσχύοντος ὁμοσπονδιακοῦ συντάγματος τῆς Ἐλβετίας (1999),[76] ἐνῶ μέ τήν ἀναθεώρηση τοῦ 2001, κατοχυρώνεται ρητῶς στό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. δ΄ τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «οἱ κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά (δηλαδή, τα δικαιώματα του ανθρώπου) πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Σέ εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο, ἐφαρμόζεται ἀπό τό δικαστήριο τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων (ΔΕΚ), τό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΔΔΑ), ἐνῶ προβλέπεται ρητῶς στήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΣΔΑ).

Ἀνάλυση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας

Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ὑπέστη τήν ἐννοιολογική της ἐπεξεργασία στήν γερμανική συνταγματική νομολογία καί θεωρία. Ἔτσι, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἀναλύεται σέ τρεῖς ἐπί μέρους ἀρχές:

α) τήν ἀρχή τῆς καταλληλότητας (Geeignetheit),

β) τήν ἀρχή τῆς ἀναγκαιότητας (Erfoderlichkeit), καί

γ) τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἐν στενῇ ἐννοίᾳ (Verhältnismäßigkeit im engeren Sinn).[77]

Ἕνα μέτρο θεωρεῖται:

  • κατάλληλο, ἄν μέ αὐτό ἐπιτυγχάνεται ἡ πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ, ἔστω καί ἔν μέρει.
  • ἀναγκαῖο, ἄν ἀποκλείεται ἡ ἐπιλογή ἰσοδύναμου ἀλλά λιγότερο περιοριστικοῦ μέτρου.

Ἐπί παραδείγματι, δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, ἡ διάλυση παράνομης συνάθροισης ἀπό τήν ἀστυνομία μέ χρήση πυροβόλων ὅπλων, ἐνῶ εἶναι προφανές ὅτι ἀρκοῦσαν καί ἠπιότερα μέσα.[78]

Ἡ stricto sensu ἀναλογικότητα ἐπιτάσσει τήν εὔλογη σχέση μεταξύ τοῦ μέτρου καί τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ. Αὐτό πού ἀλλάζει σέ τοῦτο τό στάδιο εἶναι ἡ σταθερότητα τοῦ σκοποῦ. Ἐνῶ ἡ καταλληλότητα καί ἡ ἀναγκαιότητα ἀποτελοῦν μίαν τεχνική στάθμισης μέσων πρός ἕναν σταθερό -μή ἀμφισβητούμενο ἀπό τόν δικαστή- σκοπό, ἡ stricto sensu ἀναλογικότητα ἐλέγχει τόν ἴδιο τόν σκοπό τοῦ νομοθέτη ἤ τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς. «Μέ δίαυλο τόν ἔλεγχο τῆς ἀναλογικότητας», παρατηρεῖ ὁ Βουτσάκης, «ὁ δικαστής φθάνει ἔτσι μέχρι τήν δυνητική ἀμφισβήτηση τῶν κατ’ ἀρχήν ἀδέσμευτων δικαιοπολιτικῶν ἐπιλογῶν τοῦ νομοθέτη».[79] Καί προσφυῶς συμπληρώνει: «Ἐξ οὗ καί ἡ σύμφυτη μέ τόν ἔλεγχο τῆς ἀναλογικότητας καταγγελία τῆς ὑποκατάστασης τοῦ νομοθέτη ἤ τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς ἀπό τόν δικαστή».[80]

Ἀναλογικότητα καί θεσμική ἐφαρμογή

Ἡ καταγγελία τῶν θεωρητικῶν τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς καταλαμβάνει ἕνα δευτερεύον μά ὄχι καί ἔλασσον μέρος τοῦ ἔργου τους, τήν κριτική τῆς στάθμισης. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τους δομεῖται σέ ἕνα πλέγμα σημείων, βασισμένων στίς ἄρχες πού ἤδη ἔχουν σχολιαστεῖ, καί καταλήγει στό ἐρώτημα: Judex legibus solutus;[81] Γι’ αὐτούς, ἡ μεθοδολογία τῆς στάθμισης -οὐσιαστικά δύο ἐννόμων συμφερόντων- καλύπτεται ἀπό ἀσάφεια ἡ ὁποία «ἔγκειται, ἐκτός τῶν ἄλλων, στό ὅτι ὁποιοδήποτε συμφέρον εὔκολα μπορεῖ νά παρουσιαστεῖ ὡς "ὑψηλή καί εὐγενής ἀξία", ἐνισχυομένης κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σημαντικά καί τῆς εὐχέρειας τῆς δικαστικῆς κρίσης καί τῆς ἀβεβαιότητας τοῦ δικαίου. Ἡ στάθμιση κατηγορεῖται γιά ἔλλειψη ἀντικειμενικότητας».[82]

Ἡ πραγματική λειτουργία τῆς Δικαιοσύνης δέν ἐπιβεβαιώνει τά ἐπιχειρήματα τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς. Ἀντιθέτως, ἐπαληθεύεται ἡ ὑπόθεση ὅτι «σέ πολιτικά καί κοινωνικά ὁμαλές συνθῆκες, σέ περιόδους "κανονικότητας", καί ἀναφορικά μέ ζητήματα τρέχουσας διαχείρισης τά δικαστήρια ἐλέγχουν ἐντατικότερα τήν συμφωνία τοῦ νόμου μέ τό Σύνταγμα. Ἀντιθέτως, σέ συνθῆκες ἀσυνήθιστες ἤ ἐξαιρετικές, σέ περιόδους μεγάλων ἀλλαγῶν ἤ κρίσεων, ἄρα σέ συνθῆκες ἀβεβαιότητας, τά δικαστήρια εἶναι πιό ἐπιφυλακτικά καί ὑποβάλλουν σέ ἀσθενῆ ἤ ὁριακό μόνον ἔλεγχο συνταγματικότητας τόν νόμο, ἰδίως ὅταν αὐτός ἀποτελεῖ ἔκφραση μεγάλης πολιτικῆς».[83] Ἄλλωστε, στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη, τό τεκμήριο συνταγματικότητας τοῦ δηλωμένου σκοποῦ τοῦ νομοθέτη, στό ὁποῖο ἤδη ἔχουμε ἀναφερθεῖ, ταυτίζοντας κατ’ οὐσίαν τήν δράση τοῦ νομοθέτη σύμφωνα μέ τό κατά τήν γνώμη του δημόσιο συμφέρον μέ τήν τυπική ἐπίκληση τοῦ Συντάγματος, καί τῆς νομιμότητας, θέτει τό σταθερό σημεῖο ἀναφορᾶς, τό τόσο ἀπαραίτητο γιά τήν κόλουρη ἀναλογικότητα τῆς ἑλληνικῆς νομολογίας.[84] Ἡ πρακτική ἐξάρτηση τῆς δικαιοσύνης ἀπό τήν ἑκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία ἐπισφραγίζεται καί θεσμικά μέσῳ τῆς ἐπιλογῆς τῶν προεδρειῶν τῶν ἀνωτάτων δικαστηρίων.[85]

Οἱ φόβοι τῶν θεωρητικῶν τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς γιά τήν πολιτική σκοπιμότητα τοῦ δικαστῆ φαίνονται ταυτοχρόνως βάσιμοι καί ἀβάσιμοι. Οἱ δικαστές ἀσκοῦν πράγματι πολιτική, ἀλλά πρός ὄφελος τῆς κοινοβουλευτικῆς πλειοψηφίας πού εἶναι τελικῶς ἐκείνη πού παράγει τό δίκαιο καί ἑρμηνεύει αύθεντικά τό νομικῶς ὀρθό.[86]

Γενικά συμπεράσματα

Σύντομη ἀποτίμηση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς

Ἡ θεσμική ἐφαρμογή προσπάθησε νά εἶναι μία θεωρία ὑπέρ τῆς κοινωνίας. Πέρα ὅμως ἀπό τήν σχετικότητα τῆς προστασίας τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων, κρίνεται ἐδῶ σκόπιμο -καί ὡς μία συνολική ἀποτίμηση τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς- νά παρατεθεῖ ἕνα ἐκτετεμένο ἀπόσπασμα τοῦ Ἀρ. Μάνεση -ὅσον ἀφορᾶ τό ζήτημα τῆς πολιτικῆς ἄσκησης τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων- κατά τόν ὁποῖο τά προβλεπόμενα στό Σ 25 «δέν ἀρκοῦν γιά νά προσδώσουν νέο περιεχόμενο στίς ἀτομικές ἐλευθερίες καί νά τίς μεταβάλουν ἀπό ἀνταγωνιστικές ἐλευθερίες, δηλαδή ἐλευθερίες ἀπό τήν πολιτική κοινωνία, ἀσκούμενες γιά ἐπιδίωξη ἰδιωτικῶν συμφερόντων, σέ ἐλευθερίες ἐξυπηρετικές τοῦ "κοινοῦ συμφέροντος", πραγματοποιούμενες μέσα στήν πολιτική κοινωνία καί μέσῳ αὐτῆς.

Μία τέτοια ἀντίληψη θά ἦταν ἀβάσιμη, ἀλλά καί παραπλανητική. Οἱ σχετικές διατάξεις τοῦ ἄρθρου 25 Συντ. ἔχουν ἔκδηλο ἰδεολογικό χαρακτήρα: φαίνεται νά ἀγνοοῦν ὅτι ἡ κοινωνικοποίηση τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν προηγούμενη κοινωνικοποίηση τῶν συμφερόντων, ἡ ὁποία εἶναι, μέ τήν σειρά της, ἀδύνατη μέσα στά πλαίσια τῆς σημερινῆς ταξικά δομημένης κοινωνίας. Καί τό οὐσιαστικό ξεπέρασμα τῆς ἀντίθεσης μεταξύ κράτους (=πολιτικῆς κοινωνίας) καί (ἰδιωτικῆς) κοινωνίας, δέν πραγματοποιεῖται μέ τήν διατύπωση ὁρισμένων μεγαλόστομων διατάξεων τοῦ Συντάγματος –πού περιβάλλουν, σάν νά θέλουν νά ἐξωραΐσουν, τήν διάταξη τῆς παρ. 3 τοῦ ἄρθρου 25- ἀλλά προϋποθέτει, ἀναγκαία, ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό».[87]

Θετική ἐξέταση τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας

Κάθε θετική θεωρία τοῦ δικαίου πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν δυναμική λειτουργία τοῦ γράμματος τοῦ νόμου ἐντός τῆς πραγματωμένης ἔννομης τάξης. Πρέπει, λοιπόν, ἀμέσως νά ἐξετάσουμε τίς ἔννοιες τῆς τριτενέργειας καί τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. γ’, τά συνταγματικά δικαιώματα ἰσχύουν καί στίς σχέσεις μεταξύ ἰδιωτῶν στίς ὁποῖες προσιδιάζουν. Τό ἐδάφιο αὐτό προκαλεῖ ἀπορία ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ «προσιδιάζειν». Ἡ ἰδιωτική ἐξουσίαση ὡς causa τῆς τριτενέργειας τῶν δικαιωμάτων μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀνεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ἐκκινώντας ἀπό ἕναν πολύ ἐμπειρικό ὁρισμό τῆς ἐξουσίας, ὅπως ὅτι «ἐξουσία ἀσκεῖται ὅταν ὁ Α βάζει τόν Β νά κάνει κάτι πού ὁ Β δέν θά ἔκανε ἀπό μόνος του»,[88] ὁδηγούμαστε στό συμπέρασμα ὅτι πάρα πολλές κοινωνικές σχέσεις εἶναι πράξεις ἰδιωτικῆς ἐξουσίασης. Ὅμως, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, καταλήγουμε στήν φορμαλιστικά σχηματοποιημένη ταύτιση τοῦ ἀμυνομένου καί ἐξουσιαζομένου ἀφ’ ἑνός, καί ἐπιτιθέμενου καί ἐξουσιαστῆ ἀφ’ ἑτέρου. Καί ἄν ἡ ἄρνηση μιᾶς τέτοιας θέσης ἄγεται σέ ἀνακρίβειες,[89] ἡ ἀποδοχή της καταλήγει σέ μία παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας, ὅπου ὁ συγκεκριμένος φορέας τοῦ συνταγματικοῦ δικαιώματος περιορίζεται χάριν τῶν ὅποιων δικαιωμάτων τῶν τρίτων, φορέων ἴσως ἰδιωτικῆς ἐξουσίας.[90]

Ἡ ὁμοιότητα (τό «προσιδιάζειν») σημαίνει ὅτι, στά πλαίσια μίας ἰδιωτικῆς σχέσης, τό ἕνα μέρος παρουσιάζει κοινά γνωρίσματα μέ τό κράτος καί τό ἄλλο μέρος ἔχει δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις πρός τό πρῶτο μέρος πού ἐμφανίζουν κοινά στοιχεῖα μέ ὅ,τι συνεπάγεται γιά ἕνα ἄτομο ἡ σύνδεση μέ ἕνα κράτος. Κατ’ ἐξοχήν ἀντίστοιχος μέ τό κράτος χῶρος εἶναι τό ἐργοστάσιο: μία κλειστή ἰδιόκτητη χώρα ἐντός τῆς ὁποίας ἕνας λαός ἐργατῶν τίθεται ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός ἡγεμόνα, δηλαδή τά διευθυντικά δικαιώματα τοῦ ἐργοδότη. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἐμπνευστής τῆς θεωρίας τῆς τριτενέργειας Hans Carl Nipperdey[91] ἦταν ἕνας ἀπό τούς διαμορφωτές τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ δικαίου στήν Γερμανία καί σχολιαστής τοῦ περίφημου Νόμου γιά τήν Ὀργάνωση τῆς Ἐθνικῆς Ἐργασίας τοῦ 1934 (Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit).[92] Ἡ γενική ποιοτική ἀντιστοιχία κράτους-ἐργοστασίου μπορεῖ νά ἐξειδικευτεῖ καί στήν σύνδεση συγκεκριμένης κρατικῆς ὑπηρεσίας μέ μία ἀντίστοιχη ἰδιωτική. Ἔτσι, π.χ. κανόνες πού ἀφοροῦν τήν παροχή ὑπηρεσιῶν σέ ἕνα κρατικό νοσοκομεῖο μποροῦν νά ἰσχύσουν καί γιά μία ἰδιωτική κλινική.

Ἄς περάσουμε στό θέμα τῆς ἀναλογικότητας. Κατά τό ἄρθρο 25 § 1 ἐδ. δ’, ἡ ἀναλογικότητα ἀναφέρεται στόν περιορισμό τῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων ἀπό τήν κρατική ἐξουσία. Χρήσιμη μεθοδολογικά εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Ε. Μπέη περί διάκρισης μεταξύ διμεροῦς καί τριμεροῦς ἀναλογικότητας. Διμερής ἀναλογικότητα ὑφίσταται στίς σχέσεις κράτους καί ἰδιώτη, δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ συμφέροντος. Ἀντίθετα, ἡ τριμερής ἀναλογικότητα προϋποθέτει «δύο ἰδιῶτες, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας ἀσκεῖ τό ἀτομικό του δικαίωμα εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, καί ἕνα φορέα δημόσιας ἐξουσίας. Παράλληλα, στό παραπάνω σχῆμα προσώπων ἀντιστοιχεῖ τό ἀκόλουθο σχῆμα ἔννομων σχέσεων: Ἀξίωση τοῦ Α ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά μήν ἐπέμβει στό ἀτομικό του δικαίωμα, ἀξίωση τοῦ Β ἰδιώτη ἔναντι τοῦ δημοσίου νά προστατεύσει τό θιγόμενο ἀτομικό του δικαίωμα ἀπό τήν δράση τοῦ Α καί ὑποχρέωση τοῦ δημοσίου νά ὁριοθετήσει τά συγκρουόμενα ἀτομικά δικαιώματα».[93] Ἡ ἄποψη αὐτή ἐξηγεῖ ἐπαρκῶς τήν λειτουργία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων,[94] ἐν τούτοις μόνον ὅσο αὐτά ἀφοροῦν τήν ἐλεύθερη ἰδιωτική δράση σχετικά ἴσων ἀτόμων, δηλαδή δέν λαμβάνουν ταξική καί πολιτική χροιά. Ὅπως ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ἀπολιτική ἄσκηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων δέν θίγεται, συνήθως, ἀπό τήν κρατική ἐξουσία -καί μάλιστα οὔτε ἀπό τά δικτατορικά καθεστῶτα»,[95] ἀλλά, σέ κάθε περίπτωση, τό περιεχόμενο τῶν ἀπολίτικων ἀτομικῶν δικαιωμάτων ρυθμίζεται ἀπό συγκεκριμένους νόμους, ἰσχύοντες καί δίχως τήν διακήρυξη δικαιωμάτων, ἐπειδή τό κράτος ὤφελεῖται ἀπό τήν ἐξομάλυνση τῶν μικροεντάσεων μεταξύ τῶν πολιτῶν, ἰδεολογικά ἐπιβεβαιουμένου κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τοῦ ρόλου του ὡς φύλακα τοῦ κοινωνικοῦ συμβολαίου.

Τί συμβαίνει ὅμως ὅταν πρόκειται γιά τήν πολιτική ἄσκηση ἀτομικῶν δικαιωμάτων ἤ γιά τά λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα; Ἡ ἐμπειρία δεικνύει ὅτι ἡ νομική προστασία αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων εἶναι ἀνύπαρκτη ἤ, πάντως, ὑπό αἵρεση. Τά κοινωνικά δικαιώματα (ὑπό τήν μορφή κρατικῶν παροχῶν) κατοχυρώνονται μέν στό Σύνταγμα, ἀλλά δέν θεμελιώνουν ἀγώγιμη ἀξίωση γιά τήν ἀπόλαυσή τους, «μία ἰδιορρυθμία πού καθιστᾶ ἀμφίβολη, μερικές φορές, τήν ἰδιότητά τους ὡς κατά κυριολεξία δικαιωμάτων»,[96] ἐνῶ ἕνα τυπικό δικαίωμα τοῦ κλασσικοῦ καταλόγου, τό δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι, ἀσκούμενο ἐξυπηρετώντας πολιτικούς σκοπούς (π.χ. ἀντίθεση στήν κυβέρνηση) σχεδόν πλήρως ἀπεμπολεῖται -ἰδίως κατά τό διάστημα τῶν τελευταίων τριῶν ἐτῶν- μέσῳ τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀστυνομικῆς καί παρακρατικῆς βίας. Τό ἀναγκαῖο συμπέρασμα πού προκύπτει εἶναι ὅτι, ἐνῶ τό οὐδέτερο ἀμυντικό δικαίωμα ἔναντι τοῦ κράτους προσλαμβάνει νομική μορφή, τά κοινωνικά καί πολιτικοποιημένα δικαιώματα ἐπαφίενται στήν διακριτική εὐχέρεια τῆς πολιτικῆς ρύθμισης, διά νά πληρωθεῖ τό ρηθέν ὑπό τοῦ Μάνεση: «Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ πρακτική ἀξία τῆς κατοχύρωσης ἑνός ἀτομικοῦ δικαιώματος δέν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπό τήν συνταγματική ἐξαγγελία του, ὅσο ἀπό τήν νομοθετική καί διοικητική ρύθμισή του».[97] Αὐτό σημαίνει, γιά ἐπιστρέψουμε στό σχῆμα τοῦ Μπέη, ὅτι ἡ ἀξίωση τοῦ Α γιά ἀποχή συνιστᾶ σταθερό στοιχεῖο τῆς ἔννομης τάξης, ἐνῶ ἡ ἀξίωση τοῦ Β γιά προστασία ἐξαρτᾶται ἀπό τίς κοινωνικοπολιτικές ἀλλαγές. Ἔτσι, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἀποδεικνύεται ὡς ἔχουσα κατά βάσιν συντηρητικό περιεχόμενο, διότι μπορεῖ ἐν τέλει νά λειτουργήσει ἁρμονικά μέ τήν προαναφερθεῖσα παθητική ὄψη τῆς τριτενέργειας.[98]

Ἐπίλογος

Ἡ θεωρία τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς προσπαθεῖ τελικῶς νά συνδυάσει τήν παλαιά ἐμπιστοσύνη τοῦ νομικοῦ θετικισμοῦ στό συλλογικό νομοθετικό ὄργανο, τήν Βουλή, μέ τήν ἱστορική περίοδο τῆς ἀνοδου τοῦ κράτους πρόνοιας καί τήν συνακόλουθη βελτίωση τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου μεγάλου μέρους τοῦ πληθυσμοῦ, δίχως νά ἀναγνωρίσει τήν τελευταία ὡς ἀπόρροια συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικοῦ συσχετισμοῦ δύναμης πού ὑπό τήν πίεση τῆς γενικευμένης καπιταλιστικῆς κρίσης καταρρέει ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Οἱ θεωρητικοί τῆς θεσμικῆς ἐφαρμογῆς δημιουργοῦν ἕνα θεωρητικό ἀμάλγαμα συχνά ἑλκυστικό λόγῳ τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἰδεωδῶν πού προβάλλει ἀλλά καί πολλές φορές βαθιά ἀντιφατικό, καθῶς ἐπιχειρεῖ νά συμπλέξει στοιχεῖα ἀπό διαφορετικές ἔννομες τάξεις καί πολιτικές φιλοσοφίες.[99] Οἱ προοδευτικές καί δημοκρατικές πολιτικές ἀντιλήψεις τῶν θεωρητικῶν αὐτῶν δέν ἀμφισβητοῦνται, ἀλλά ἡ σύγχυση τοῦ ὄντος καί τοῦ δέοντος ἀπολήγουν τελικῶς σέ ἀποτελέσματα πού οἱ ἴδιοι οὔτε θά μποροῦσαν νά ὑποθέσουν.

Οἱ ἀντιφάσεις λύνονται στό πεδίο τῆς πραγματικότητας καί χρέος τῆς ἐπιστήμης δέν εἶναι οὔτε νά τίς κρύβει κάτω ἀπό τό χαλί, οὔτε νά τίς ἐπιλύει μέ ἰδεαλιστικές κατασκευές, ἀλλά νά τίς παρουσιάζει σέ ὅλη τήν λιτή τους αἰχμηρότητα.

Υποσημειώσεις

  1. Ἄν. Γ. Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικοῦ Δικαίου: Συνταγματικά Δικαιώματα, Γ’, τεύχη Ι-ΙΙΙ, Σάκκουλας, Ἀθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 219.
  2. F. Braudel, Γραμματική τῶν Πολιτισμῶν, γ’ ἀνατ., ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 2003, σελ. 435. Οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ Μπρωντέλ.
  3. M. Bookchin, Τά ὅρια τῆς πόλης, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 81.
  4. Wallerstein, 1987, σελ. 49.
  5. Βλ. Π. Ἀ. Κροπότκιν, Ἀλληλοβοήθεια: Ἕνας παράγοντας τῆς ἐξέλιξης, Καστανιώτης, Ἀθήνα, 2009, σελ. 186 ἑπ., καί Bookchin, ὅπ.π. (ὑποσημ. 3), σελ. 76 ἑπ.
  6. «Ποιά εἶναι ἡ βάση μιᾶς μερικῆς, ἁπλῶς πολιτικῆς ἐπανάστασης; Τούτη: ἕνα τμῆμα τῆς κοινωνίας-τῶν-ἰδιωτῶν χειραφετεῖται καί κατορθώνει να ἐξουσιάσει τό σύνολο τῆς κοινωνίας, μιά ὁρισμένη τάξη ἐπιχειρεῖ, ξεκινώντας ἀπό τήν ἰδιαίτερη κατάστασή της, τήν γενική ἀπελευθέρωση τῆς κοινωνίας» (Marx, 1978, σελ. 27).
  7. Ἐβ. Πασουκάνις, Μαρξισμός καί Δίκαιο, β’ ἔκδ., Ὀδυσσέας, Ἀθήνα, 1985, σελ. 123.
  8. Μάνεσης, 1980α, σελ. 544-545.
  9. Marx, 2000, σελ. 82.
  10. Foucault, 2002, σελ. 41 ἑπ.
  11. Wallerstein, 2011, σελ. 117.
  12. Wallerstein, 1987, σελ. 52. Ἐδῶ ἀνήκει καί ἡ παράθεση τῆς προηγούμενης πρότασης.
  13. Lenin, σελ. 87.
  14. Wallerstein, 2009, σελ. 121-122.
  15. Wallerstein, 2009, σελ. 61.
  16. Π. Ροδάκης, Τάξεις καί Στρώματα στήν νεοελληνική κοινωνία, Μυκῆναι-Σμυρνιώτης, Ἀθήνα, 1975, σελ. 324 ἑπ.
  17. «Σέ ὅλη τήν περίοδο 1953-1967 ἐκδίδονται 946 νόμοι καί 1358 ν.δ. [νομοθετικά διατάγματα, κατά τό Σύνταγμα τοῦ 1952], ὥστε νά ἀπορεῖ κανείς ποιό εἶναι τό κανονικό νομοθετικό ὄργανο» (Ἀντ. Μ. Παντελής, Ἐγχειρίδιο Συνταγματικοῦ Δικαίου, β’ ἔκδ., Λιβάνης, Ἀθήνα, 2007, σελ. 268).
  18. Ἤδη ἀπό τό 1985, ὁ τότε ὑπουργός Ἐθνικῆς Οἰκονομίας Κ. Σημίτης παρατηροῦσε ὅτι «ἴσως ἡ λύση βρίσκεται στήν ὑπέρβαση τῆς βιομηχανικῆς ἀνάπτυξης. Στίς μεταβιομηχανικές δραστηριότητες (τουρισμός, ἐμπόριο, τραπεζικές ὑπηρεσίες) πού δέν ἀπαιτοῦν μεγάλο κεφαλαιουχικό ἐξοπλισμό. Ὑπάρχουν χῶρες πού εὐημεροῦν μόνο ἀπό τήν παροχή γενικῶν ὑπηρεσιῶν» (ὅπως παρατίθεται εἰς Β. Γιαχνῆ, «Μετά τόν “σοσιαλιστικό μετασχηματισμό” ὁ “μεταβιομηχανικός σοσιαλισμός”», Ἀντί 305, 06/12/1985, σελ. 20-22: 20., σελ. 20).
  19. J. Austin, The Province of Jurisprudence Determined, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ, 1995 [1832], σελ. 157.
  20. Βλ. Δημητρόπουλο, 2008, σελ. 234 ἑπ.
  21. Τζ. Ἡλιοπούλου-Στράγγα, Ἡ «τριτενέργεια» τῶν ἀτομικῶν καί κοινωνικῶν δικαιωμάτων τοῦ Συντάγματος 1975, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1990, σελ. 27.
  22. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 94.
  23. Ἀπ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Ἀστικοῦ Δικαίου, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2007, σελ. 166.
  24. Γεωργιάδης, ὅπ.π. (ὑποσημ. 24), σελ. 167.
  25. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 138.
  26. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 140.
  27. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 141.
  28. Τό δικαίωμα αὐτό θεσπίζεται μέν ρητῶς γιά πρώτη φορά στό Σύνταγμα τοῦ 1975, ἴσχυε ὅμως ἐν τοῖς πράγμασι, θεμελιωμένο στήν διάκριση τῶν ἐξουσιῶν καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τῆς δικαστικῆς λειτουργίας.
  29. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 142. Προσφυῶς παρατηρεῖται ὅτι ἡ ἐφαρμογή τῶν διεκδικητικῶν δικαιωμάτων διαφέρει ἀπό ἐκείνη τῶν ἀμυντικῶν καί προστατευτικῶν: «ἡ ἱκανοποίηση ὅμως τῆς διεκδικητικῆς ἀξιώσεως μετατρέπει τό διεκδικητικό δικαίωμα σέ ἐξασφαλιστικό δικαίωμα. Ἡ διεκδίκηση μεταβαίνει τότε "σέ ἄλλο γένος" καί μεταβάλλεται σέ ἐξασφάλιση» (Δημητρόπουλος, ὅπ.π. [ὑποσημ. 1], σελ. 145).
  30. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 144. Μόνον ἡ ἐξασφάλιση τῶν μέσων τῆς παιδείας κατοχυρώνεται (Σ16 § 2), καί γιά αὐτό σημειώνεται ὅτι «ὁ ὅρος "δωρεάν" εἶναι ἀδόκιμος, ἀλλά δέν ἀνταποκρίνεται καί στήν πραγματικότητα» (Δημητρόπουλος, ὅπ.π. [ὑποσημ. 1], σελ. 143, ὑποσημ. 136).
  31. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 145.
  32. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 143-144.
  33. Κ. Χρυσογόνος, Ἀτομικά καί Κοινωνικά Δικαιώματα, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1998, σελ. 88.
  34. Δημητρόπουλος, 2011, σελ. 17. Ἡ φύση τῶν πραγμάτων ταυτίζεται μᾶλλον μέ τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα (ὅπ.π., 16), ἄν καί δέν ἀποσαφηνίζεται γιατί προτιμᾶται ὁ συγκεκριμένος ὅρος μέ τίς τόσες φυσικοδικαιϊκές συνυποδηλώσεις.
  35. ΦΕΚ 65 Α’, 6/5/2010 [Μηχανισμός στήριξης τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας].
  36. Ὁλ ΣτΕ 668/2012 [ἀπόφαση Μνημονίου].
  37. Δέν μᾶς διαφεύγει βεβαίως ὅτι «σήμερα, στά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία ταυτίζεται μέ τήν πλειοψηφία τῆς Βουλῆς μέσῳ τοῦ πλειοψηφοῦντος καί κυβερνώντος κόμματος» καί ὅτι οἱ ἐλευθερίες «βρίσκονται στό ἔλεος τῆς ἑκάστοτε πλειοψηφίας, πού δέν ἀποκλείεται νά ἀποδειχτεῖ πλειοψηφία χωρίς ἔλεος γιά τίς ἀτόμικές ἐλευθερίες, πάντα μέσα στά τυπικά πλαίσια τοῦ Συντάγματος» (Μάνεσης, 1979, σελ. 69), κάτι πού τό Μνημόνιο ἤδη ἐπιβεβαίωσε, ὅπως εἴδαμε παραπάνω. Χρησιμοποιοῦμε γιά τυπικούς λόγους τόν ὅρο «νομοθέτης» γιά νά χαρακτηρίσουμε ὅλο τό συμπαγές οἰκοδόμημα κοινοβουλευτικῆς πλειοψηφίας καί κυβέρνησης.
  38. Θ. Τσάτσος, Τό πρόβλημα τῆς ἑρμηνείας ἐν τῷ Συνταγματικῷ Δικαίῳ, 1970, σελ. 28 ἑπ.
  39. ΣτΕ 373/1997 [Διαδικασία ἐκλογῶν γιά τά Ἐπιμελητήρια] (ΕλΔικ, 1997, σελ. 1369), Ὁλ ΣτΕ 2152/1993 [Μεταφορά ἁρμοδιοτήτων ἀπό ἕναν σχηματισμό ΣτΕ σέ ἄλλον, Ν. 2145/1993] (ΤοΣ, 1994, σελ. 117 ἑπ.)
  40. Γιά τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας, βλ. παρακάτω, ὑπό 4.
  41. «Ἡ θεσμική ἐφαρμογή βασίζεται στήν αἰτιώδη συνάφεια πού ἀντικειμενικά ὑπάρχει ἀνάμεσα στά πράγματα. Ἄλλωστε καί ἡ ἀναλογικότητα εἶναι μία μορφή αἰτιώδους συνάφειας (ἀνάμεσα στόν σκοπό καί τό χρησιμοποιούμενο μέσο). Ἡ ἐνδιαφέρουσα στήν θεσμική ἐφαρμογή αἰτιώδης συνάφεια εἶναι ἐκείνη, πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό περιοριζόμενο δικαίωμα καί στόν θεσμό, μέσα στόν ὁποῖο ἀσκεῖται» (Δημ, 233).
  42. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 68.
  43. «Ἡ αἰτιώδης συνάφεια ἀποτελεῖ φυσική σχέση, ἑπομένως καί νομική σχέση τῶν πραγμάτων. Ὡς φυσική σχέση ἀπορρέει ἀπό τήν φύση τῶν πραγμάτων, πού ἀποτελεῖ πηγή δικαίου. Κατά συνέπεια, ἡ αἰτιώδης συνάφεια δέν εἶναι ἁπλά "πραγματική", ἀλλά καί νομική σχέση. Ἐνδεχόμενη ἀντίθετη γραπτή ρύθμιση δέν μπορεῖ νά μεταβάλει τήν φύση τοῦ πράγματος καί νωρίτερα ἤ ἀργότερα θά προσαρμοστεῖ πρός αὐτή» (Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 70). Ἄλλη μία συνηγορία ὑπέρ τῆς θεωρίας τοῦ φυσικοῦ δικαίου πού δημιουργεῖ ἐρωτήματα τόσο ὡς πρός τό ποιά εἶναι ἡ φύση τῶν πραγμάτων καί ποιός τήν καθορίζει, ὅσο καί ποιά -θεσμική ἤ πραγματική- δύναμη θά ἐπαναφέρει τήν νομοθετική ἐξουσία σέ ἁρμονία μέ τήν φύση τῶν πραγμάτων, ἐφ’ ὅσον αὐτή φαίνεται νά εἶναι ἡ μόνη νόμιμη παραγωγός δικαίου.
  44. Ἰ. Κ. Σημαντήρας, Γενικαί Ἀρχαί τοῦ ἀστικοῦ δικαίου, γ’ ἔκδ. ἀναθ., ἡμίτομος Α’, Ἀφοί Π. Σάκκουλα, Ἀθήνα, 1980, σελ. 135.
  45. Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, 2007β, σελ. 1-7.
  46. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 646.
  47. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 648.
  48. Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας -καί μέ κρατική ἐπικύρωση μάλιστα- συνηγοροῦν ὑπέρ τοῦ δευτέρου ἐπιχειρήματος πού ἐξετέθη παραπάνω: «ἡ ἰδεολογία τοῦ Σατανισμοῦ ἐμφανίστηκε μέ τήν «Νέα Ἐποχή» (New Age), πού ὑπόσχεται ὅτι δῆθεν θά φέρει τήν παγκόσμια τάξη, τήν παγκόσμια κυβέρνηση, τήν παγκόσμια θρησκεία, ἕναν τέλειο κόσμο...» (Χ. Γκότση/π. Γ. Μεταλληνό/Γ. Φίλια, Ὀρθόδοξη Πίστη καί Λατρεία, Α’ Γενικοῦ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Ἀθήνα, 2007, σελ. 187).
  49. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 107.
  50. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 109.
  51. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 109.
  52. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 114.
  53. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 201.
  54. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 202.
  55. Πρβλ. Μάνεση, 1979, σελ. 22-23.
  56. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 131.
  57. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 132. Ἀντιθέτως, ὁ Μάνεσης (1979, σελ. 77) ταυτίζει ἐξ ἀρχῆς τήν πλήξη τοῦ πυρῆνα τοῦ δικαιώματος ὄχι μόνο μέ τήν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση, ἀλλά καί μέ τήν ὑπέρμετρη δυσχέρανση, «μέ ἐκτεταμένους καί ὑπερβολικούς κατά περιεχόμενο ἤ κατά τόπο ἤ κατά χρονική διάρκεια περιορισμούς».
  58. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 222-223.
  59. Χ. Θεοδωρίδης, Εἰσαγωγή στήν Φιλοσοφία, β’ ἔκδ., Ἐκδόσεις τοῦ Κήπου, Ἀθήνα, 1955, σελ. 431.
  60. Ὁ Σπινόζα ὑπῆρξε ὁ πρῶτος πού διευκρίνησε αὐτές τίς ἀπόψεις «ἔτσι πού μονισμός καί σπινοζισμός εἴτε σπινοζικός πανθεϊσμός κατάντησαν νά σημαίνουν τό ἴδιο» (Θεοδωρίδης, ὅπ.π. (ὑποσημ. 59), σελ. 434). Ὁ Σπινόζα ὀνομάζει τήν μόνη Οὐσία «Deus sive Natura».
  61. Δημ, 2011, σελ. 11.
  62. Γιά τόν ὅρο, βλ. Hardt-Negri, σελ. 116 ἑπ.
  63. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 36. Γιά νά τεκμηριωθεῖ μάλιστα τούτη ἡ θέση ἀναπτύσσεται μία πολύ βολική ψευδοδιαλεκτική πολιτειολογία, βάσει τῆς ὁποίας τοῦ φιλελευθερισμοῦ προηγεῖται ὁ ἐτατισμός (κανένα δικαίωμα-ὑπεροχή τοῦ δημοσίου ἐπί τοῦ ἰδιωτικοῦ) καί ἕπεται ὁ κοινωνικός ἀνθρωπισμός (ἀπόλυτη ἀναγνω΄ριση τῶν δικαιωμάτων-συγκερασμός δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ).
  64. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 222, ὑποσημ. 240.
  65. Wallerstein, 1987, σελ. 22.
  66. Βλ. Weber, σελ. 973.
  67. Γκ. Λούκατς, Ἱστορία καί Ταξική Συνείδηση, Ὀδυσσέας, β’ ἔκδ., Ἀθήνα, 2001, σελ. 195-196.
  68. Μάνεσης, 1980β, σελ. 398, ὑποσημ. 39.
  69. Ἰω. Ἀραβαντινός, Στοιχεῖα Μεθοδολογίας τοῦ Δικαίου, Α-Β, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1978, σελ. 17.
  70. Wallerstein, 2009, σελ. 84.
  71. Foucault, 2010, σελ. 175.
  72. «Sancta cosa la masserizia», κατά τήν ἔκφραση τοῦ L.B. Alberti (1404-1472), I libri della famiglia, editi da Girolamo Mancini, Firenze, 1908, ὅπως παρατίθεται σέ Sombart, σελ. 117, 119.
  73. Foucault, σελ. 168. Βλ. καί Andersson, ὑπό 2.2.2 (The Moral Monster).
  74. Foucault, σελ. 178.
  75. L.B. Alberti, I libri della famiglia, editi da Girolamo Mancini, Firenze, 1908, ὅπως παρατίθεται σέ Sombart, σελ. 119.
  76. Ἀθ. Ράϊκος, Συνταγματικό δίκαιο: Θεμελιώδη δικαιώματα, β’ ἔκδ., Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ. 204-205.
  77. Ὡς τυπικό παράδειγμα ἐφαρμογῆς τῆς ἀναλογικότητας ἀναφέρεται ὁ νόμος 1867/1989 (ΦΕΚ Α’ 227) γιά τήν προσωπική κράτηση ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου: «τό ἁρμόδιο δικαστήριο ἀποφασίζει τήν προσωπική κράτηση, ἄν κρίνει ὅτι τό μέτρο αὐτό εἶναι, ἰδίως ἐν ὄψει τοῦ ὕψους τοῦ χρέους, ἀναγκαῖο καί πρόσφορο γιά τήν ἐξόφληση τοῦ χρέους, καθῶς καί ὅτι ἡ λήψη τοῦ μέτρου αὐτοῦ εἶναι τό μόνο μέσο, κατ’ ἀποκλεισμό κάθε ἄλλου προβλεπόμενου ἀπό τίς κείμενες διατάξεις ἀναγκαστικοῦ μέτρου εἴσπραξης δημόσιων ἐσόδων, ἱκανοποίηση τῆς σχετικῆς ἀπαίτησης» (Πρ. Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο: Ἀτομικά Δικαιώματα Α’, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2005, σελ. 217).
  78. Δαγτόγλου, ὅπ.π. (ὑποσημ. 77), σελ. 212.
  79. Βουτσάκης, σελ. 218.
  80. Βουτσάκης, σελ. 225.
  81. Δημητρόπουλος, 2007α, 80.
  82. Δημητρόπουλος, 2007α, 79-80. Πρέπει ἐδῶ, βεβαίως, νά σημειωθεῖ ὅτι π.χ. στήν πολιτική δικονομία, ὑπό τό πρῖσμα τῶν ἀρχῶν τῆς διαθέσεως καί τῆς συζητήσεως (ΚπολΔ, ἄρθρο 106), ὁ φόβος τῆς παρουσίασης ὁποιουδήποτε συμφέροντος ὡς εὐγενοῦς ἀξίας εἶναι πάντα ὑπαρκτός, ἀλλά ἀποδεκτός ἀπό τήν ἔννομη τάξη. Ὁ Ράμμος ἐπισημαίνει ὅτι «αἱ πλεῖσται τῶν νεωτέρων νομοθεσιῶν υἱοθετοῦν μικτόν σύστημα, εἰς τό ὁποῖον εἶναι πολλάκις σαφής καί ἐμφανής ἡ τάσις τῆς ὁλονέν ἐπεκτάσεως τοῦ ἀνακριτικοῦ συστήματος» (Θ. Γ. Ράμμος, Ἐγχειρίδιον Ἀστικοῦ Δικονομικοῦ Δικαίου, τ. Α’, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1978, σελ. 324-325), βλ. ὅμως καί Κ. Ν. Κλαμαρῆς/Ν. Σ. Κουσούλη/Σ. Σ. Πανταζόπουλο, Πολιτική Δικονομία, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2012, σελ. 386.
  83. Ἀκρ. Καϊδατζῆς, «“Μεγάλη πολιτική” καί ἀσθενής δικαστικός ἔλεγχος-Συνταγματικά ζητήματα καί ζητήματα συνταγματικότητας στό “Μνημόνιο”», constitutionalism.gr, 2011.
  84. Τό ΣτΕ δέν ἐφαρμόζει κατά πάγια νομολογία τήν ἀναλογικότητα stricto sensu, περιοριζόμενο στόν ἔλεγχο τῆς ἀναγκαιότητας. Ὡστόσο, κατά τήν Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας στό ἐσωτερικό δημόσιο δίκαιο, 1989, σελ. 47 ἑπ., ἡ ἔκφραση τῆς ἀπόφασης 2112/84 «οἱ περιορισμοί (...) νά συνάπτωνται πρός τόν ὑπό τοῦ νόμου ἐπιδιωκόμενον σκοπόν" ἀποτελεῖ ἀποτύπωση τῆς αρχῆς. Ὁ Βουτσάκης θεωρεῖ ἀνορθόδοξη τήν χρήση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας στήν ἐν λόγῳ ἀπόφαση, ἀλλά ὁ Μπέης (ὑποσημ. 53) πιστεύει ὅτι «ἡ ὁρολογία τοῦ ΣτΕ πάντως (συνάφεια μέσου καί σκοποῦ) ἔχει τό πλεονέκτημα, ὅτι εἶναι ἀνοικτή γιά νά δεχτεῖ τό Δικαστήριο σέ μελλοντική του ἀπόφαση τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ὑπό στενῇ ἐννοίᾳ».
  85. Σ 90. Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ 2001 δέν ἐπέφερε καμμία οὐσιώδη ἀλλαγή στό ἄρθρο. Βλ. Γ. Κ. Μαυριᾶ, Συνταγματικό Δίκαιο, δ’ ἔκδ. ἐπαυξ., Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 2005, σελ. 748 ἑπ.
  86. Ἡ ἄποψη τῶν Μάνεση καί Μανιτάκη ὅτι ὁ ἑρμηνευτής θά ἀνεύρει τήν πιό ὀρθή συνταγματικά λύση «προσπαθώντας νά ὑποτάξει -χωρίς βέβαια νά ἀποτάξεται- τίς ἰδεολογικοπολιτικές του άντιλήψεις στούς νομικούς, μεθοδολογικούς καί δεοντολογικούς κανόνες, ἄν θέλει νά εἶναι φερέγγυος καί ἀξιόπιστος, ὄχι μόνον ἐπιστημονικά ἀλλά καί πολιτικά» (Μάνεσης/Μανιτάκης, σελ. 98), ἐμφανίζεται ἀποδυναμωμένη ὑπό τό πρῖσμα τῆς σύγχρονης πραγματικότητας τῆς κυριάρχησης τῆς Realpolitik ἐπί τοῦ δικαίου.
  87. Μάνεσης, 1979, 85-86. Οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ Μάνεση. Ἐδῶ τίθεται καί τό ζήτημα τοῦ κτητικοῦ ἀτομικισμοῦ: ὅσο ἡ δομή τοῦ κάθε δικαιώματος εἶναι ἡ θεωρητική ἀποτύπωση τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας, ὅσο «τό δικαίωμα τῶν ἀνθρώπων στήν ἐλευθερία δέν βασίζεται στήν σχέση ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο ἀλλά μᾶλλον στόν χωρισμό ἀνθρώπου ἀπό ἄνθρωπο» (Marx1, σελ. 76), ἡ κοινωνικοποίηση τῶν συμφερόντων δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ καί ἡ ἐλευθερία τῶν ἄλλων θά εἶναι ὅριο ἀλλά ποτέ ὅρος τῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός καί ὅλων, πρβλ. καί Μάνεση, 1979, σελ. 64, καί Duverger, σελ. 155. Οὕτως ἤ ἄλλως, ἡ ἔννοια τοῦ ἀτόμου ἔχει ἐμποτίσει κάθε πτυχή του νομικοῦ βίου καί ἡ παραγνώριση αὐτοῦ τοῦ δεδομένου ὁδηγεῖ σέ ἀντιφάσεις, βλ. παραπάνω ὑποσημ. 82.
  88. Heywood, σελ. 32.
  89. Βλ. Δημητρόπουλος, ὅπ.π. (ὑποσημ. 1), σελ. 222, ὅπου ὑποστηρίζεται ὅτι δέν ὑφίστανται νομικές συγκρούσεις στήν σύγχρονη ἔννομη τάξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, «στήν ὁποία ὁ συντακτικός νομοθέτης ρυθμίζει τά νομικά μορφώματα κατά τρόπο ἁρμονικό», ἐνῶ «ἀναγνωρίζεται μόνο ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου στό ἄτομό του (αὐτεξουσία, αὐτοπροσδιορισμός) ὄχι ὅμως καί ἡ ἐξουσία τοῦ ἀτόμου πάνω σέ ἄλλα ἄτομα», καί προστίθεται ἀκόμη ὅτι «ἡ ἐξουσία πάνω σέ πράγματα δέν ἐπιτρέπεται νά ὁδηγεῖ στήν κυριαρχία πάνω σέ ἄλλους ἀνθρώπους».
  90. Βλ. Μάνεση, 1979, 53-54. Ἔτσι, δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ συνδικαλιστική δράση ὡς ἐξουσίαση τοῦ ἐργοδότη ἀπό τόν έργαζόμενο, «διότι ὁποιαδήποτε δύναμη κι ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι διαθέτει ἀπέναντι στούς ἐργοδότες, οὔτε τούς ἐκμεταλλεύεται οὔτε τούς ἐξουσιάζει».
  91. Τό 1933, οἱ ἐθνικοσοσιαλιστές ἀπεκάθαραν τίς νομικές σχολές, δίδοντας ὤθηση σἐ μία νέα γενιά νομικῶν πού κράτησαν τίς θέσεις μέχρι καί τήν δεκαετία τοῦ ’60. «Ὁ Hans Carl Nipperdey, ὁ Ulrich Scheuner, ὁ Hans-Peter Ipsen, καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πού εἶχαν συμμετάσχει στήν διαμόρφωση τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ νομικοῦ συστήματος ἐπέστρεψαν στίς ἕδρες τους καί συνέχισαν νά κυριαρχοῦν στήν γερμανική νομική σκέψη τό ’50, ὅπως ἀκριβῶς τό εἶχαν πράξει στίς δεκαετίες τοῦ ’30 καί τοῦ ’40. Τά σχόλιά τους σέ νόμους συνέχισαν νά ἐμφανίζονται, σάν τίποτε νά μήν εἶχε συμβεῖ, σέ νέες ἐκδόσεις μέ τήν ἐπιμέλεια τῶν παλαιῶν συγγραφέων» (M. G. Specter, Habermas: An intellectual biography, Cambridge Univeristy Press, Νέα Ὑόρκη, 2010, σελ. 47). Μετά τήν λήξη τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Nipperdey μεταπήδησε γρήγορα στόν Ordoliberalismus (γνωστό τό πόνημά του Soziale Marktwirtschaft und Grundgesetz, Heymann, Köln, 1961), τόν γερμανικό νεοφιλελευθερισμό, ἐπίσημο δόγμα τῆς Angela Merkel, βλ. λῆμμα Nipperdey, Hans Carl σέ Hasse et al.. Ἡ μεταστροφή δέν εἶναι ὅσο μεγάλη φαίνεται: ἀλήθεια, ὁ ναζιστικός ὁλοκληρωτισμός πού ἐπεδίωκε τήν συμφιλίωση τῶν τάξεων, δηλαδή τήν ἐπιβίωση τοῦ καπιταλισμοῦ, πόσο διαφέρει ὡς σχῆμα ἀπό τό –κατά τόν A. Rüstow- σύνθημα τοῦ Ordoliberalismus: «Ἐλεύθερη Οἰκονομία-Ἰσχυρό Κράτος» (C. Friedrich, «The Political Thought of Neo-Liberalism», American Political Science Review 49(2), 1955, σελ. 509-525: 512).
  92. Alfred Hueck/Hans Karl Nipperdey/Rolf Dietz, Gesetz zur Ordnung der nationalen Arbeit, Kommentar, Μόναχο καί Βερολίνο, 1934. Ὁ νόμος αὐτός κατήργησε τά συνδικάτα καί καθόρισε τούς χώρους ἐργασίας ὡς ἐργοστασιακές κοινότητες (Betriebsgemeinschaft), διευθυνόμενες ἀπό τόν ἔργοδότη ὡς ἀρχηγό (Führer). Ὁ ἀρχηγός περιβαλλόταν ἀπό ἕνα συμβουλευτικό σῶμα (Vertrauensrat), ἐκλεγμένο ἀπό τούς ἐργαζομένους καί ἀποδεκτό ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, μέ ἔργο του τήν αὔξηση τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ἐντός τῆς ἐργοστασιακῆς κοινότητας. Οἱ ἐργαζόμενοι ὄφειλαν πίστη καί ὑποταγή στόν ἀρχηγό καί ἐκεῖνος ὄφειλε νά φροντίζει γιά τήν εὐζωΐα τους (Fürsorgepflicht). Βλ. David Welch, «Nazi Propaganda and the Volksgemeinschaft: Constructing a People’s Community», Journal of Contemporary History 39(2), 2004, σελ. 213-238: 220 ἑπ. καί Mat. Finkin, «Menschenbild: The Conception of the Employee as a Person in Western Law», Comparative Labor Law & Policy Journal 23(4), σελ. 577-638: 621 καί τήν ἐκεῖ παρατιθέμενη βιβλιογραφία.
  93. Μπέης, κεφ. 4.2.
  94. Ὁ Μπέης, στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου του, ἀναφέρει τό ἐξῆς παράδειγμα: «Προκειμένου ἡ Νομαρχία Α νά ἐκδώσει ἄδεια λειτουργίας σέ ἕνα πλυντήριο αὐτοκινήτων πού στεγάζεται σέ πολυκατοικία, προβαίνει σέ ἠχομέτρηση τοῦ προκαλούμενου θορύβου, γιά νά διαπιστώσει ἄν ἡ ἔνταση τοῦ θορύβου ξεπερνᾶ τά κατά τό ἄρθρο 19 περίπτωση α) Π.Δ. 455/1976 προβλεπόμενα ὅρια τῶν 70 dB. Ἡ ἔκδοση συνοδεύεται ὑπό τόν ὅρο τῆς τοποθέτησης ἠχοπετάσματος στήν εἴσοδο τοῦ πλυντηρίου καί ἐπιφέρει τίς διαμαρτυρίες τῶν γειτόνων πού φοβοῦνται ὑπέρμετρη ἐπιβάρυνση τοῦ δικαιώματός τους γιά σωματική καί ψυχική ἀκεραιότητα κατά τό ἄρθρο 7 § 1 Σ ἀπό τήν "νόμιμη" ἠχορύπανση. Ἀντίθετα, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πλυντηρίου θεωρεῖ ὅτι ὁ ὅρος τῆς τοποθέτησης ἠχοπετάσματος περιορίζει ὑπέρμετρα τήν ἄσκηση τῆς σχεδιαζόμενης ἐπαγγελματικῆς του δραστηριότητας, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 22 § 1 Σ».
  95. Γ. Κασιμάτης, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, α’, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1980, σελ. 161.
  96. Μάνεσης, 1979, σελ. 22.
  97. Μάνεσης, 1979, σελ. 71.
  98. Ἡ σκέψη αὐτή ἴσως γίνει πιό κατανοητή μέ ἕνα παράδειγμα. Ἔστω ὅτι μέσῳ ἐκλογῶν ἀποκτᾶ τήν κοινοβουλευτική πλειοψηφία ἕνα κομμουνιστικό κόμμα, τό ὁποῖο, ἀπό τήν ἑπόμενη κιόλας ἡμέρα, ἀρχίζει νά κρατικοποιεῖ τίς μεγάλες ἐπιχειρήσεις πρός ὄφελος τοῦ λαοῦ, ἀλλά παρ’ ὅλ’ αὐτά κινεῖται στά πλαίσια τῆς νομιμότητας γιά νά μήν ταραχτεῖ ὁ σύγχρονος ἀταβιστικός ἀντικομμουνισμός. Στά πλαίσια τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας, τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας δέν μπορεῖ νά θιγεῖ ὑπέρμετρα κι ἔτσι τό αἴτημα τοῦ μεγαλοεπιχειρηματία γιά ἀποχή τοῦ κράτους ἀπό τίς οἰκονομικές του δραστηριότητες θά προστατευθεῖ. Καί ἄκόμη κι ἄν τό κυβερνῶν κόμμα ἐπικαλεστεῖ τό Σ 106 § 2, καί κηρύξει τόν μεγαλοεπιχειρηματία βλαβερό γιά τήν ἐθνική οἰκονομία, ἡ ὁποία συντονίζεται ἀπό τήν κυβέρνηση (Σ106 § 1), καί πάλι εἶναι μᾶλλον ἀπίθανο νά ἀπαλλοτριωθεῖ τό σύνολο τῆς ἰδιοκτησίας του χωρίς ἀποζημίωση.
  99. Ἐνδεικτικά, μποροῦμε νά ἀπαριθμήσουμε: τόν ἄρρητο φιλελευθερισμό, τόν κοινωνι(στι)κό ἀνθρωπισμό, τόν ὑλιστικό μονισμό, τήν καντιανή διδασκαλία, τόν νομικό θετικισμό, τό φυσικό δίκαιο, μαζί μέ ἐπίσης ἄρρητα στοιχεῖα μαρξισμοῦ καί ἐθνικοσοσιαλισμοῦ.